Παρακολουθώντας τις δημόσιες τοποθετήσεις και αντιπαραθέσεις σε θέματα πολιτικής, ιστορίας, τέχνης κ.λπ., συχνά διαπιστώνω ότι σερνόμαστε στο γήπεδο των αντιπάλων μας και παίζουμε με τους δικούς τους όρους, που ούτε δίκαιοι είναι ούτε αντικειμενικοί.

Πώς θα μπορέσουμε, άραγε, να ξεφύγουμε από τη Μονόπολη τους και να υποστηρίξουμε μια άλλη θεώρηση των πραγμάτων κοιτώντας τον κόσμο λιγότερο από πάνω προς τα κάτω και περισσότερο από κάτω προς τα πάνω; Στην πολιτική, ελέγχοντας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης καθορίζουν την «ατζέντα» και μας επιβάλλουν να συζητάμε αυτά που επιλέγουν και ιεραρχούν, με τους όρους που αυτοί καθορίζουν μέσω των στημένων δημοσιογράφων.
Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και σε άλλους τομείς του δημόσιου λόγου, π.χ. στην εκπαίδευση, όπου οι κυρίαρχες δυνάμεις, με την ύλη τους κρύβουν και διαστρέφουν τα γεγονότα και το ρεζουμέ της ιστορίας. Ακόμα και στην τριτοβάθμια όπου υπάρχουν μεγαλύτερες ελευθερίες. Κι αυτό γίνεται όχι απαραιτήτως με αναμάσημα των στερεοτύπων. Ακούμε πανεπιστημιακούς που ενώ κάνουν διαφορετικές ερμηνείες και κατατάξεις δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της κυρίαρχης μεθόδου.
Με αυτό το σκεπτικό, στο Νοσότρος, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Έθνος και Πολιτική, μετά τις τοποθετήσεις των ειδικών, με θέμα τη Μεγάλη Ιδέα και τον εθνικισμό στην περίοδο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, προσπάθησα να επισημάνω την ανάγκη αποφυγής αυτής της «μεθόδου» και προσφυγής στην εκ θεμελίων διαφορετική προσέγγιση της ιστορίας, που δεν αγνοεί την κυρίαρχη «άποψη», αλλά δεν υποτάσσει την αναζήτηση της αλήθειας σ’ αυτήν. Ένα σχόλιο έκανα με παραδείγματα που συνυπολογίζοντάς τα ίσως να επαναπροσδιορίζεται το είδος και το βάρος του φαινομένου του εθνικισμού στην ελληνική κοινωνία.

Καραμανλίδικα και αμανέδες
«…Πιστεύω ότι πρέπει να βλέπουμε το θέμα του εθνικισμού μέσα από τη σκοπιά του λαϊκού παράγοντα και του λαϊκού πολιτισμού, γιατί υπάρχει πάντα η οπτική των από πάνω και η οπτική των αποκάτω, οι οποίες οπτικές, κάτω από ειδικές συνθήκες, μπορεί να ταυτίζονται εν όλω ή εν μέρει ή να μην ταυτίζονται καθόλου. Και θα προσπαθήσω να το εξηγήσω αυτό, με μερικά παραδείγματα από την εμπειρία που συνδέεται με τη δική μας καταγωγή. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στη Σινασό της Καππαδοκίας. Οι Καππαδόκες, στο βάθος της Μικράς Ασίας, δεν ενεπλάκησαν στο μικρασιατικό πόλεμο. Έτσι, παρέμεναν στις εστίες τους χωρίς να έχει δημιουργηθεί η παραμικρή σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στις περιοχές της Καππαδοκίας. Εξαναγκάστηκαν, όμως, με τη Συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ της ηττημένης Ελλάδας και της νικήτριας Τουρκίας, το 1923, να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Φορτώσανε ό,τι μπορούσε να κουβαληθεί σε κάρα, κατέβηκαν στο νότο, επιβιβάστηκαν σε πλοία και μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων της Καππαδοκίας ήταν τουρκόφωνοι, μιλούσαν τουρκικά, οι περίφημοι Καραμανλήδες. Ο γραπτός τους λόγος, τα καραμανλίδικα, είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον. Έγραφαν τα τούρκικα που μιλούσαν με ελληνικούς χαρακτήρες (τα δικά τους γκρίκλις!). Αυτοί οι Έλληνες, στον ελλαδικό χώρο, αναγκάστηκαν -στην κυριολεξία- να καταπιούν τη γλώσσα τους, τουλάχιστον στο δημόσιο χώρο. Οι ίδιοι, μέχρι τον ξεριζωμό τους, δεν αισθάνονταν άσχημα που ήταν Ρωμιοί τουρκόφωνοι, Έλληνες τουρκόφωνοι, και πολλοί συνέχισαν να χρησιμοποιούν σαν μητρική την τούρκικη γλώσσα, επί ελληνικού εδάφους, μέχρι το θάνατό τους.
Αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι των λεγόμενων Ποντίων, ήταν τουρκόφωνοι. Όλοι οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, κοντά στο ένα εκατομμύριο, κουβαλούσαν μαζί τους στοιχεία ενός πολιτισμού ο οποίος ήταν κοινός πολιτισμός στις πατρογονικές τους εστίες. Έτσι κι αλλιώς, στην ελληνική γλώσσα, όχι μόνο των ελληνοφώνων προσφύγων αλλά και των γηγενών της «παλιάς Ελλάδας», υπήρχαν πάρα πολλές λέξεις τούρκικες, σλάβικες και αρβανίτικες. Υπάρχουν, δε, ορισμένες κατηγορίες όπως τα φαγητά, όπου ένα πολύ σημαντικό τους μέρος έχει όχι μόνο ξενικές ονομασίες, αλλά προέρχεται κιόλας «μαγειρικά» από τους διαφορετικούς λαούς των Βαλκανίων και της Ανατολής. Επίσης, το τραγούδι, ένα στοιχείο με μεγάλο λαϊκό εύρος, διατηρεί σχεδόν ακέραιο αυτό το υλικό της συνύπαρξης και του μοιράσματος στη νεοσύστατη Ελλάδα. Από τα στοιχεία που καταγράφει η Ιωάννα Κλειάσιου, στα βήματα του πρωτοπόρου Παναγιώτη Κουνάδη και μερικών άλλων σοβαρών ερευνητών, ξέρουμε ότι μέχρι την απαγόρευση που επιβάλλει το 1937 δια νόμου το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, έχουν ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, σε δίσκους βινιλίου 78 στροφών, περίπου 300 αμανέδες! Με τα δεδομένα της εποχής, ο αριθμός είναι τεράστιος! Ηχογραφούνται, επίσης, πάρα πολλά τραγούδια με τούρκικες εκφράσεις, αλλά και ολόκληρα τούρκικα τραγούδια, παρ’ όλες τις απαγορεύσεις. Ο εθνικός μας τραγουδιστής Στέλιος Καζαντζίδης ηχογραφεί πολλά μικρά δισκάκια, με τούρκικα τραγούδια, το ’60! Δηλαδή, τουλάχιστον μέχρι τότε, ειδικά στις πολυπληθείς προσφυγογειτονιές ανά την Ελλάδα, ο λαός ακόμα τραγουδάει ανατολίτικους αμανέδες και τούρκικα τραγούδια!

Πολιτισμικές διαπλοκές
Στην Κωνσταντινούπολη, ξεκινώντας δυναμικά από τα μέσα περίπου του προηγούμενου της Μικρασιατικής Καταστροφής αιώνα, ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης γνωρίζει μία εκπληκτική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Οι Κωνσταντινουπολίτες είναι στελέχη και τραπεζίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχουν ένα σημαντικό μέρος του εμπορίου στα χέρια τους, αναπτύσσουν εξαιρετικά την εκπαίδευση δημιουργώντας όλα αυτά τα σπουδαία σχολεία, εκ των οποίων μερικά λειτουργούν μέχρι σήμερα, όπως το Ζάππειον και το Ζωγράφειον. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, δεκάδες Έλληνες αρχιτέκτονες χτίζουν εκκλησίες, τζαμιά, ανάκτορα, βίλες, νοσοκομεία, στρατόπεδα και μέγαρα. Υπάρχει ένας πολιτισμός των Ελλήνων πάρα πολύ αναπτυγμένος στις συνθήκες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος παραμένει ενεργός και μετά την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας, μέχρι το 1955. Αυτή η πλευρά της πραγματικότητας αποσιωπάται πλήρως και είναι εντελώς άγνωστη στους νεοΈλληνες, επειδή υποσκάπτει το στερεότυπο του διαχρονικού εχθρού που περιλαμβάνει μόνο δουλεία και σφαγές. Άποψη που δεν τη συμμερίζονται ούτε οι Κωνσταντινουπολίτες της εποχής ούτε η ορθόδοξη εκκλησία.
Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι οι Έλληνες στον ελλαδικό χώρο, κατοικούν στην πλειονότητά τους σε χωριά και πόλεις με ονομασίες κυρίως σλάβικες, αλβανικές και τούρκικες. Αυτά τα τοπωνύμια αλλάζουν στην πορεία με αποφάσεις του κράτους και όχι των κατοίκων των χωριών που σε πολλές περιπτώσεις συνεχίζουν να χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα τις παλιές ονομασίες. Αλλαγές που αποσκοπούν στο να αποκόψουν τις τοπικές κοινωνίες από τη ζωντανή ιστορία τους, με ονομασίες, κατά κανόνα, ανιστόρητες και άσχετες. Σε αρκετές περιπτώσεις οι νέες ονομασίες συνδέουν άτσαλα και βίαια τις σύγχρονες κοινότητες με τις αρχαίες ακόμα κι αν η διαφορετική τους καταγωγή είναι γνωστή και προφανής! Οι Αρβανίτες των Λιοσίων ξεκόβονται από την ιστορία τους και συνδέονται αυθαίρετα, με πρόσχημα τη γεωγραφική θέση του χωριού τους, με το αρχαίο Ίλιον, οι Μενιδιάτες με τις Αχαρνές, οι κάτοικοι από τα Κιούρκα με τις Αφίδνες, από το Κριεκούκι με τις Ερυθρές και πάει λέγοντας. Μόνο περικεφαλαίες δεν τους φόρεσαν! Σε πάμπολλες περιπτώσεις, τα χωριά ξαναβαφτίζονται παίρνοντας το όνομα του αγίου της εκκλησίας τους, γεμίζοντας έτσι την Ελλάδα με Αγίες Άννες, Άγιες Μαρίνες, Άη-Γιώργηδες κ.λπ.
Το ίδιο ισχύει για τα ξενικά επώνυμα των Ελλήνων, που είναι απολύτως αποδεκτά και καλοχωνεμένα, ξεκινώντας από τους εθνικούς ήρωες, τον Μπότσαρη, την Μπουμπουλίνα και τον Καραϊσκάκη, και φτάνοντας στα ονόματα των πρωθυπουργών, των υπουργών και των βουλευτών: Καραμανλής, Σημίτης, Έβερτ, Σαμαράς και πάει λέγοντας.

Οι εθνικιστές πουλάνε πατρίδα
Μ’ αυτά τα παραδείγματα, που δεν αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις αλλά μαζικά φαινόμενα, θέλω να υπογραμμίσω ότι μέσα στην κοινωνία, ιδίως στα λαϊκά στρώματα, ο εθνικισμός -εν τοις πράγμασι- δεν είχε τη διάσταση που έχει στο εποικοδόμημα, στον κυρίαρχο λόγο που χρησιμοποιεί η εξουσία για να δικαιολογεί τον αυταρχισμό της, την υποχρεωτική ομογενοποίηση, τους πολέμους και εντέλει την υποτέλεια στους ξένους κηδεμόνες. Στο εποικοδόμημα, ο εθνικισμός είναι ισχυρό όπλο, γιατί εκπορεύεται από τους ολιγάρχες που κάθε φορά κυβερνούν την κοινωνία. Οι ολιγάρχες, βεβαίως, δεν έχουν πατρίδα. Μόνο στο κέρδος και την εξουσία πιστεύουν. Οι εργάτες έχουν πατρίδα. Γιατί η πατρίδα για τους εργαζόμενους είναι το κοινόβιο μέσα στο οποίο ζούμε. Με ανθρώπους που έχουν συναφή επαγγέλματα, μένουν στα ίδια σπίτια και στις ίδιες γειτονιές, παντρεύονται μεταξύ τους, έχουνε τα ίδια ιδανικά, έχουνε τις ίδιες ανάγκες, τους ίδιους ήρωες, τα ίδια γούστα, αναζητούν μια κοινή ταυτότητα και είναι όλοι καταπιεσμένοι. Αυτοί έχουνε μια αντίληψη περί πατρίδας που είναι κοινή. Οι ολιγάρχες έχουνε την πατρίδα των άλλων, των εργαζομένων, την οποία καπηλεύονται και εκμεταλλεύονται. Την οποία χρησιμοποιούν κάθε φορά προκειμένου να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, να επιβεβαιώσουν την εκμετάλλευση των λαϊκών στρωμάτων, να διασπάσουν την κοινωνία και να επεκτείνουν την εμβέλειά τους πέρα από τα σύνορα της χώρας. Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να σχετικοποιήσουμε το θέμα του εθνικισμού στην Ελλάδα. Γιατί ο λαός, στον πυρήνα του, είναι πιο ανοιχτός και ποιο συνδεδεμένος με τους πολιτισμούς των άλλων, των γειτόνων, των συγγενών, και ιδίως με τους πολιτισμούς εκείνων που ο η κυρίαρχη ιδεολογία καταγράφει στους αιώνιους εχθρούς του έθνους. Είναι πολύ εύστοχο το σύνθημα τοίχου που λέει, «Χρυσαυγίτη, εσύ μαχαιρώνεις μετανάστες στο δρόμο και η μάνα σου βλέπει τούρκικα σίριαλ στο σπίτι»!
Αυτό δεν σημαίνει πως οι λαϊκές μάζες δεν παρασύρονται από τη ρητορεία που έρχεται από το εποικοδόμημα. Ασφαλώς παρασύρονται και, πολλές φορές, από την αγάπη για τον τόπο τους και ανασφάλεια για τον πολιτισμό τους, εκτρέπονται στον εθνικισμό και από θύματα γίνονται θύτες. Και γι’ αυτό δεν φταίνε μόνο τα στενά συμφέροντά τους. Φταίνε κι άλλοι παράγοντες. Οι λαϊκές μάζες παραμορφώνονται, εκβιάζονται και εξαπατώνται από την εξουσία. Επίσης, κατά καιρούς, υστερούν σε διανοουμένους που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν διαφορετικά την κοινή γνώμη, δεν έχουν πάντα τον Ρήγα τους, και δεν διαθέτουν δικά τους μέσα επικοινωνίας που όπως βλέπουμε κατέχει μόνο η εξουσία, οπότε είναι πάρα πολύ φυσικό, τα λαϊκά στρώματα να παρασύρονται από την εθνικιστική προπαγάνδα η οποία εκπορεύεται από τα κέντρα της ολιγαρχίας και τα παράγωγά της.
Σήμερα, το θέμα του εθνικισμού από τη μια και του πατριωτισμού από την άλλη, πρέπει να επανατοποθετηθεί από ειδικούς και μη ειδικούς, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη λαϊκή πλευρά της ιστορίας, στην αλήθεια των από κάτω. Μόνο τότε ο λόγος μας θα είναι ουσιαστικός, σαφής, κατανοητός, εύληπτος και πειστικός.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!