Πιο σύνθετες οι απαιτήσεις της σημερινής συγκυρίας
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Σύμφωνα με αρκετούς σχολιαστές, συμβούλους και αρθρογράφους, η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ έναν δρόμο έχουν προκειμένου να αυξήσουν την πολιτική και εκλογική τους επιρροή. Την επένδυση στην ακραία πόλωση με στόχο να συσπειρώσουν κοινωνικές, αλλά και πολιτικές δυνάμεις που κινούνται στο δικό τους ευρύτερο φάσμα. Για αυτή την τακτική, που μπορεί να μοιάζει λογική, θα μπορούσε κανείς να κάνει μια σειρά παρατηρήσεις, ειδικά από τη σκοπιά της πολιτικής στάσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Από το 1981 σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις για το Κοινοβούλιο, τα δύο πρώτα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.) συγκέντρωναν αθροιστικά ένα ποσοστό συνήθως πάνω από 80%. Στις πρώτες εκλογές της μνημονιακής περιόδου, τον Μάιο του 2012, τα δύο πρώτα κόμματα (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ) συγκέντρωσαν μαζί το 35% των ψήφων, ενώ τον Ιούνιο, σε συνθήκες μεγάλης πόλωσης, δεν ξεπέρασαν το 57%.
Η είσοδος στην εποχή των μνημονίων και της τρόικας άλλαξε ριζικά το πολιτικό σκηνικό (κατάρρευση πολιτικών δυνάμεων και εκτίναξη άλλων, ανακατατάξεις σε όλους τους χώρους και νέα κόμματα). Κυρίως, όμως, δυναμίτισε την παραδοσιακή πολιτική γεωγραφία και έθεσε νέες διαχωριστικές γραμμές. Ακόμα, στα δύο σχεδόν χρόνια που μεσολάβησαν από τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, έχουμε νέα πολιτικά δεδομένα σε όλα τα επίπεδα.
Ο χρυσαυγίτικος πόλος ανέπτυξε τη δική του δυναμική και κινείται σε διασύνδεση με διάφορα κέντρα αλλά και με δικές του στοχεύσεις, μπαίνοντας σφήνα στην αντιπαράθεση των δύο κύριων δυνάμεων. Οι εύκολες λύσεις για την περιθωριοποίηση της Χ.Α. (είτε κυβερνητικής έμπνευσης είτε βασιζόμενες σε στερεότυπα άλλης προέλευσης) αποδείχτηκαν αυταπάτες.
Ταυτόχρονα, η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ δεν είναι μικρής σημασίας, γεγονός που άνοιξε το δρόμο σε προσπάθειες ανασύστασης της κεντροαριστεράς που προωθούνται από μια σειρά οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες. Η κεντροαριστερή ανασύσταση είναι βασικό στοιχείο της επιζητούμενης επανασταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος για την αντιμετώπιση τόσο της Αριστεράς όσο και του κενού εκπροσώπησης εκτεταμένων κοινωνικών στρωμάτων.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό που προσδιορίζεται ως χώρος του Κέντρου, κομβικής σημασίας για τα πολιτικά πράγματα, δεν εξαφανίζεται εύκολα και αυτόματα εξαιτίας της κοινωνικής πόλωσης. Όπως και το «μεταρρυθμιστικό αίτημα» δεν παύει ξαφνικά στις σημερινές συνθήκες να υπάρχει και είναι ένα ακόμα ζήτημα ποιος και σε ποια πλαίσια θα το διαχειριστεί.
Ακόμα, το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο, για μια σειρά λόγους δεν έχει την επίδραση που είχε μέχρι το 2012 και είναι πολύ πιο μεγάλες και σύνθετες οι απαιτήσεις για την ενεργοποίηση σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι πολιτικοί σχεδιασμοί, οι μέθοδοι και οι στόχοι δεν μπορούν να είναι ίδιοι όχι μόνο με εκείνους που ίσχυαν στην προ μνημονίου εποχή αλλά ούτε καν με αυτούς που μπορεί να λειτουργούσαν πριν από δύο χρόνια. Ακόμα και μια συνεκτική και ξεκαθαρισμένη πολιτική δύναμη, με ό,τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό σήμερα, δεν θα προσανατολίζονταν εύκολα σε αυτές τις συνθήκες, πόσο μάλλον όταν είναι φανερά τα υποκειμενικά προβλήματα και οι αδυναμίες.
Όλα τα τελευταία πολιτικά επεισόδια δείχνουν ότι η φθορά του ενός από τους υποτιθέμενους πόλους δεν συνεπάγεται ενδυνάμωση του άλλου. Οι ελπίδες ότι μέσα από την εξασθένιση του αντιπάλου θα προκύπτουν αυτόματα κέρδη διαψεύδονται διαρκώς. Η μάζα των πολιτών που δεν έλκεται από την αντιπαράθεση, έτσι όπως διεξάγεται, και φαίνεται να μην απαντά στα γκάλοπ ή να μη συγκινείται πολιτικά από κανέναν, όχι μόνο δεν συμπιέζεται αλλά μεγαλώνει.
Σε αυτό το σκηνικό, η όξυνση της πόλωσης με «στενούς» όρους είναι σαφές ότι δεν συμπιέζει γειτονικούς χώρους και δεν φέρνει τα από πολλούς αναμενόμενα αποτελέσματα. Απεναντίας ενδυναμώνει και αναδεικνύει άλλες κινήσεις, οι οποίες αξιοποιούν ακριβώς το γεγονός ότι η πόλωση είναι μακριά από τις ανάγκες και δεν απαντά στα ουσιαστικά που περιμένει η κοινωνία.
Μετά τις εκλογές του 2012 έχει αποδειχτεί περίτρανα ότι ευθείες αναγωγές και μετατοπίσεις ψηφοφόρων προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση δεν υπάρχουν. Η παγωμάρα και η αμηχανία, η επιμονή του Κανένα και οι πυκνές (ας παραμένουν ακόμα ατελέσφορες) διαδικασίες στο πολιτικό σκηνικό, αποδεικνύουν ότι το κενό εκπροσώπησης μεγαλώνει, αναζητά ουσιαστική απάντηση και κυρίως όραμα.
Η κοινωνία δεν συγκινείται πλέον από συνταγές και τακτικές προηγούμενων πολιτικών χρόνων. Η ακραία πόλωση, αντίθετα, ενισχύει την αμηχανία (ακόμα και την αποστροφή) και σίγουρα τροφοδοτεί τις πολυποίκιλες κρυφές και φανερές διεργασίες.
Έτοιμες συνταγές δεν υπάρχουν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να αναζητηθούν πολιτικές ουσίας και πρόταση για την κοινωνία που απαιτεί τομές και απαντήσεις για την επόμενη μέρα. Η «αναζήτηση» αυτή, βέβαια, δεν μπορεί να γίνει αδιαφορώντας για τις πολιτικές μάχες που θα διεξαχθούν αλλά το αντίθετο. Συνθήκες εργαστηρίου δεν προσφέρονται και η μία ή η άλλη έκβαση θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό και τις επόμενες εξελίξεις.