Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Συνάντηση με έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Αυστριακούς συγγραφείς που παραμένει αμετάφραστος στηχώρα μας
Τον συναντήσαμε στη Στοά του Βιβλίου. Ο πολυβραβευμένος Αυστριακός συγγραφέας Ξάβερ Μπάγερ (ήρθε στην Ελλάδα καλεσμένος της αυστριακής πρεσβείας και του Ινστιτούτου ÖSD Ελλάδας-Σχολή Μωραΐτη), ήταν ένας από τους έξι συγγραφείς που συμμετείχαν στον Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Περίπατο. Μια διαφορετική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο (27 Σεπτεμβρίου).
Ο Ξάβερ Μπάγερ δεν είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό, καθώς τα βιβλία του δεν έχουν ακόμη μεταφραστεί στη χώρα μας, κάτι που μας βάζει σε σκέψεις για τον τρόπο που επιλέγεται τι θα κυκλοφορήσει στην ελληνική γλώσσα από την ξένη λογοτεχνία. Τη στιγμή, μάλιστα, που μιλάμε για έναν πολύ αξιόλογο συγγραφέα και όχι κάποιας παράξενης εξωτικής χώρας, αλλά της κοντινής μας Αυστρίας. Έναν συγγραφέα που γνωρίζει ο ίδιος ελληνικά…
Ο Ξάβερ Μπάγερ γεννήθηκε το 1977 στη Βιέννη και ξεκίνησε να γράφει από τα 15 του χρόνια. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία και Φιλοσοφία, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα εκδόθηκε το 2001. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 7 βιβλία του, μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα, ενώ συμμετείχε στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας Η λάμψη της ημέρας των Tizza Covi και Rainer Frimmel, η οποία έχει αποσπάσει πολλά διεθνή βραβεία (Φεστιβάλ Λοκάρνο κ.ά.)
Ο ήρωας της ταινίας, ένας ηθοποιός που χάνεται στους ρόλους του κι αρχίζει να βλέπει τα πάντα γύρω του σαν μια μεγάλη σκηνή, θα προσγειωθεί στην πραγματικότητα μέσα από τη συνάντησή του με κάποιους ανθρώπους που τον βγάζουν από τον γυάλινο κόσμο του.
Σε αντίθεση με τον ήρωά του, ο συγγραφέας έχει έντονες κοινωνικές ανησυχίες και καθώς γνωρίζει πολύ καλά τη χώρα μας, η ματιά του σε όσα συμβαίνουν έχει ξεχωριστή σημασία…
Υπάρχει στα βιβλία σας ένα νήμα, μια κεντρική ιδέα;
Κάθε βιβλίο μου έχει ένα συγκεκριμένο κεντρικό θέμα. Η Οδός Αλάσκας -για παράδειγμα- καταπιάνεται με το θέμα των σχέσεων και της σεξουαλικότητας, ενώ στο Πιο πέρα διαπραγματεύομαι την επίδραση της εικονικής πραγματικότητας στη ζωή μας. Πάντως, το σημαντικότερο για μένα, όταν δουλεύω πάνω σε κάποιο καινούργιο κείμενο, είναι να μη γνωρίζω ούτε κι εγώ πού θα με βγάλει. Να αφήνομαι στο ταξίδι της γραφής, να εκπλήσσομαι κι εγώ ο ίδιος απ’ αυτό που, τελικά, συμβαίνει.
Γιατί χρησιμοποιείτε πάντα τον εσωτερικό μονόλογο, υπάρχει κάποιος στόχος πίσω από αυτό;
Μου φαίνεται πάντα τεχνητό να εφευρίσκω ονόματα και να διηγούμαι σε τρίτο πρόσωπο κάτι που αφορά εμένα και τη δική μου θεώρηση για τον κόσμο. Ακόμη κι όταν σε κάποιο κείμενο μπαίνω στη θέση ενός άλλου προσώπου, μου μοιάζει η γραμματική χρήση του πρώτου προσώπου η πιο ειλικρινής και πιο αληθινή…
Στον Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Περίπατο είπατε πως είστε, με όλη σας την καρδιά, κοντά στον Ρίτσο και στον Καβάφη. Τι σας συναρπάζει σε αυτούς τους ποιητές;
Πιο πολύ με αγγίζει ο Ρίτσος με τη γραφή του και με την προσοχή που δίνει στα μικρά πράγματα της καθημερινότητας, το κομμάτι του σπασμένου γυαλιού, όπου καθρεφτίζεται ο ουρανός. Είναι ποιητικός χωρίς να γίνεται απολιτικός και πολιτικός, χωρίς να παραβλέπει την ποίηση και το αίνιγμα που είναι ο κόσμος και ο κάθε άνθρωπος.
Επισκέπτεστε την Ελλάδα από το 1993. Τι άλλαξε όλα αυτά τα χρόνια; Ποιες αλλαγές βρίσκετε θετικές και ποιες αρνητικές;
Από την παιδική μου ηλικία έρχομαι κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Βλέπω κι εδώ παρόμοιες αλλαγές με τις άλλες χώρες, και στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν με χαροποιούν. Κυρίως από την εποχή που κατασκευάστηκαν τα στάδια για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, άλλαξε η πόλη – με την κακή έννοια της γενικής δυτικοευρωπαϊκής ισοπέδωσης. Η εξόντωση των αδέσποτων, για να μην ενοχλούνται οι τουρίστες, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα και είναι ασυγχώρητοι. Πρόκειται για ένα σύμπτωμα, ένα δείγμα μιας λογικής που βάζει πάνω απ’ όλα τα κέρδη και γι’ αυτό και το αναφέρω. Πάντως, τρέφω την ελπίδα ότι, καθώς οι Έλληνες εξακολουθούν να έχουν μια αναπτυγμένη πολιτική συνείδηση, θα κατεβάσουν τελικά την δυσαρέσκειά τους στους δρόμους.
Πώς βλέπετε την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων στην Αυστρία και τελευταία και στην Ελλάδα; Τι επίδραση έχει αυτό στην κοινωνία; Θεωρείτε ότι θα έπρεπε οι διανοούμενοι να αντιδράσουν και πώς;
Πάντα, όταν οι άνθρωποι δεν έχουν αρκετά για να ζήσουν, έλκονται από κόμματα που αντιπροσωπεύουν ένα είδος «ριζοσπαστισμού». Αυτό σήμερα μοιάζει ακόμη πιο παράλογο, καθώς δεν υπάρχουν πια οι παλιές κρατικές δομές και ένα μεγάλο μέρος του Δημοσίου και των λειτουργιών του, έχει περάσει στα χέρια ιδιωτών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί, στην παρούσα φάση, ως ένα καζίνο τεχνοκρατών εξαρτημένων από διάφορα λόμπι, κι ο «ανθρωπάκος» παροτρύνεται από τη μια πλευρά να μπει κι αυτός στο παιχνίδι, από την άλλη όμως του καλλιεργούν την ανασφάλεια μέσω της μιντιακής υστερίας. Και συνένοχη σ’ αυτό είναι η «βιομηχανία της ασφάλειας».
Δεν ξέρω, ωστόσο, πώς μπορεί κανείς να ενεργήσει. Τι συνέπεια θα έχει, αν μιλήσω σε μια συνέντευξη για την αστυνομοκρατία; Το πολύ-πολύ να μειωθούν οι ένστολοι και να αυξηθούν οι αστυνομικοί με πολιτικά στους δρόμους. Τι θα γίνει αν στηλιτεύσω τον πανταχού παρόντα χαφιεδισμό με τις κάμερες; Μόνο να μικρύνουν και να μη φαίνονται. Κι αυτό συμβαίνει και χωρίς τη δική μου παρέμβαση. Το βασικότερο πρόβλημα, ωστόσο, μου φαίνεται το γεγονός ότι αυτές οι συνθήκες δεν ενοχλούν την πλειονότητα των πολιτών. Συνηθίζει κανείς, κι αυτό είναι σχεδιασμένο και ηθελημένο. Μπορεί, ωστόσο, να αντιδράσει κανείς ασκώντας διαρκή πίεση προς τις αρμόδιες Αρχές. Να πάρει ο ίδιος τις προσωπικές πρωτοβουλίες. Χωρίς βία, γιατί αυτό βοηθάει μόνο την αντίθετη πλευρά, όπως θα έπρεπε να είχαμε μάθει από την Ιστορία.