Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός

ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ
(1885-1972)

Τραγούδι των τοξοτών
της Σου

Να ’μαστε, συνάζοντας τα πρώτα βλαστάρια από τις φτέρες
Και λέγοντας: Πότε πια θα γυρίσουμε στον τόπο μας;
Εδώ βρισκόμαστε γιατί έχουμε τους Κεν-νιν για εχθρούς μας,
Δεν έχουμε ησυχία εξαιτίας των Μογγόλων αυτών.
Μασάμε τα μαλακά βλαστάρια από τις φτέρες.
Σαν πει κανένας «Γυρισμός», οι άλλοι γεμίζουν θλίψη.
Θλιμμένες ψυχές, η θλίψη βαριά, πεινάμε και διψάμε.
Δε σιγουρεύτηκε ακόμα η άμυνά μας, το φίλο του κανένας δεν αφήνει να γυρίσει.
Μασάμε τα ξερά κοτσάνια από τις φτέρες.
Λέμε: Θα μας αφήσουν τον Οχτώβρη να επιστρέψουμε;
Πού να ’βρεις τη βολή σου σ’ υποθέσεις βασιλιάδων, δεν έχουμε ησυχία.
Η θλίψη μας είναι πικρή, αλλά δε θα γυρνούσαμε στον τόπο μας.
Ποιο λουλούδι άνθισε;
Ποιανού το άρμα; Του Στρατηγού.
Τ’ άλογα, και τα δικά του ακόμα, απόκαμαν. Ήταν γερά.
Δεν έχουμε ξαποσταμό, το μήνα μάχες τρεις.
Για το Θεό, τ’ άλογά του απόκαμαν.
Καβάλα είναι οι στρατηγοί, πλάι τους οι στρατιώτες.
Καλογυμνασμένα τ’ άλογα, οι στρατηγοί με βέλη φιλντισένια και φαρέτρες στολισμένες με ψαρόδερμα.
O εχθρός είναι ταχύς, πρέπει να ’χουμε το νου μας.
Όταν κινούσαμε, η άνοιξη λυγούσε τις ιτιές,
Ξαναγυρνούμε με το χιόνι,
Προχωρούμε αργά, πεινάμε και διψάμε,
Θλίψη γεμάτη η ψυχή μας, την πίκρα μας ποιος θα τη μάθει;

Μπούννο
πιθανολογείται γύρω στα 1100 μ.Χ.

Θρήνος του Ακρίτα

Στη Βορινή Πύλη, φυσά ο άνεμος γεμάτος άμμο, Μοναχικός αφότου υπάρχει χρόνος ως τα τώρα!
Δέντρα πέφτουν, το χορτάρι κιτρινίζει με το φθινόπωρο.
Σκαρφαλώνω στους πύργους και πύργους
ν’ αγναντέψω τη βάρβαρη χώρα:
Παντέρημο κάστρο, ο ουρανός, η απέραντη έρημος. Δεν απόμεινε τοίχος σ’ αυτό το χωριό.
Ξασπρισμένα κόκαλα από χίλιες παγωνιές,
Αψηλοί σωροί, σκεπασμένοι με δέντρα και χορτάρι· Ποιος φταίει για όλα αυτά;
Ποιος έφερε τη φλογερή αυτοκρατορική οργή;
Ποιος έφερε τ’ ασκέρι με τύμπανα και με ταμπούρλα;
Βάρβαροι βασιλιάδες.
Μια πρόσχαρη άνοιξη, που γίνηκε αιμοβόρο φθινόπωρο,
Μια χλαλοή πολεμιστών, που απλώθηκε στο μεσιανό βασίλειο,
Τριακόσες εξήντα χιλιάδες,
Και λύπη, λύπη σα βροχή.
Λύπη να πας, και λύπη, λύπη να γυρίσεις.
Έρημοι, παντέρημοι κάμποι,
Κι ούτε παιδιά πολέμου πάνω τους,
Χάθηκαν πια οι άντρες για επίθεση και για άμυνα.
Αχ, πώς θα μάθετε την άραχλη λύπη στη Βορινή Πύλη,
Με του Ριχάκου τ’ όνομα λησμονημένο,
Κι εμάς τους φρουρούς φαγωμένους απ’ τις τίγρεις;

Του Ριχάκου

Μετάφραση: Κλείτος Κύρου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!