Του Αντώνη Σουρούπη
«Γερνάω, γερνάω» κι εγώ, όπως η περσόνα εκείνη του Έλιοτ – και γκρινιάζω ολοένα συχνότερα. Το χειρότερο όμως είναι πως αισθάνομαι όλο κι πιο αβέβαιος: Βλέπω κάτι που είναι στ’ αλήθεια στραβό ή δεν μπορώ να κατανοήσω την καινούργια συνθήκη στην οποία βρέθηκα να παίζω απλώς την παράταση; Ο συνάδελφός μου, παραδείγματος χάριν, με τον οποίο συνδαπανούμε αρκετές ώρες ημερησίως κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, χρόνια τώρα, στο ίδιο φορτωμένο με εκτυπώσεις γραφείο, αντικριστά, μόλις ξεκλέψει λίγο χρόνο ρίχνει μια ματιά στον υπολογιστή που έχει μονίμως ανοιχτό πλάι του και μου διαβάζει τα εκάστοτε ευφυέστερα σχόλια που εμφανίστηκαν στο tweeter.
Η τελευταία εσοδεία αφορούσε τη συνέντευξη του Πέτρου στον Πέτρο – και πλήθος τιτιβιστών έγραψαν τη δική του εξυπνάδα ο καθένας. Η εντύπωσή μου όμως είναι ότι άκουγα μονίμως το ίδιο σχόλιο, σαν να κοιτούσα Κινέζους. Θέλω να πω: της ίδιας κοπής, από τον ίδιο ηθικό τόπο. Ήταν σαν ο διάλογος του Πέτρου με τον Πέτρο να έπεσε στο νερό δημιουργώντας ομόκεντρους κύκλους, που το σύνολό τους είναι η νέου τύπου δημόσια σφαίρα σε μια από τις άπειρες, πανομοιότυπες εκφάνσεις της: ένα αναξιολόγητο σούσουρο, μια διαρκής εκπομπή κοινοτοπιών – το προφίλ δηλαδή της συναίνεσης.
Ούτε ένας δεν βρέθηκε να πει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, να μην επεκτείνει την αρχική ασημαντολογία, να μην τουιτάρει, γαμώ το, για μια φορά… Αυτή η κατάντια είναι απλώς αναπόφευκτη; Είναι η άλλη όψη της καινούργιας δυνατότητας, της ψευδοσυμμετοχής σ’ έναν δημόσιο λόγο από τον οποίο αισθανόμασταν αποκλεισμένοι ώς χθες; Δεν ξέρω, μπορεί. Αλλά αυτό θα σήμαινε πως παραμένουμε αποκλεισμένοι – βαθύτερα, οριστικά δηλαδή: έχοντας ενδοβάλει, ας πούμε, τον δεδομένο αποκλεισμό έτσι που να μην τον συνειδητοποιούμε και να είναι πια ό,τι ήταν ο χώρος, ο χρόνος κι η αιτιότητα.
Η δυνατότητά μας να εκφέρουμε δημόσιο λόγο και να συνομιλήσουμε αντικαταστάθηκε από μια προσομοίωση απεριόριστης ελευθερίας: λέμε ό,τι μας κατέβει αλλά σαν να απαντάμε σε υπαγορευμένα θέματα εξετάσεων, «είμαστε ο εαυτός μας» όπως ήσαν και οι πρώτοι διδάξαντες, οι πρώτοι έγκλειστοι του Big Brother, αν τους θυμάστε («Τι σου ’κανα και πίνεις, τσιγάρο το τσιγάρο», με δακρυσμένα μάτια και εις κοινήν θέαν: η πρόβα τζενεράλε του facebook).
Ένα συγκροτημένο κοσμοείδωλο αναδύεται απ’ αυτά τα στεκάμενα (παρά την ψευδαίσθηση των κύκλων που ανοίγουν ολοένα) νερά -και θυμίζει τις παρατηρήσεις της Άρεντ για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα: ένας κόσμος ανθρώπων τρομακτικά μοναχικών, άναυδων μέσα τους, που δικαιούνται να υφίστανται μόνον αδιαφοροποίητοι κι όλοι μαζί και που πρέπει να πιστεύουν, την ίδια στιγμή, ότι η μοναδικότητα κι η πρωτοτυπία τους λάμπει κι αναγνωρίζεται. Απ’ αυτόν τον δρόμο, ναι, επιστρέφουμε στον βωβό κινηματογράφο, αφού τα λόγια είναι πια μια μορφή μιμικής: όλα μα όλα παριστάνουν την ίδια γκριμάτσα, την ίδια στρέβλωση της πραγματικότητας.
Τι πιθανότητες έχουμε (σκέφτομαι καθαρίζοντας τα γυαλιά πρεσβυωπίας μου για να δω τον προσωπικό λογαριασμό του Αρχηγού στο tweeter) να διεκδικήσουμε τον δημόσιο χώρο εμπράκτως και έλλογα; Ή δεν είναι πια αυτό η πολιτική;