Ένας χρόνος από το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ
Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ διεξάχθηκε πέρυσι τον Ιούλιο με κύριο στόχο την ίδρυση ενός ενιαίου κόμματος. Είχε ήδη μεσολαβήσει περίπου ένας χρόνος από τις διπλές κάλπες του 2012. Το κόμμα της Αριστεράς είχε δει τις δυνάμεις του να πολλαπλασιάζονται εκλογικά και επί τάπητος είχε τεθεί ένα ζήτημα: Θα χτιστεί ένα κόμμα που να μπορέσει να ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα; Αυτά που προέκυπταν όχι μόνο από το 27% αλλά κυρίως από τις προσδοκίες μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού να παίξει αυτό το κόμμα σημαντικό ρόλο για μια συνολική αλλαγή πορείας της χώρας.
Τότε, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας στο ιδρυτικό Συνέδριο, δήλωνε: «Για εμάς το κόμμα δεν είναι αυτοσκοπός. Το κόμμα δεν είναι οι γραφειοκρατίες δομές. Το κόμμα δεν είναι το εφαλτήριο κοινωνικής ανόδου των “επιτηδείων”. Το κόμμα δεν είναι σημαία ευκαιρίας για προσωπικές στρατηγικές ή για στρατηγικές μικρο-ομάδων. Το κόμμα είναι το “σπίτι” του κάθε εργαζόμενου, του κάθε άνεργου, του κάθε φτωχού ανθρώπου».
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, κατά πόσο έχουν προσεγγιστεί αυτές οι προσδοκίες για το κόμμα της Αριστεράς και τι βήματα έγιναν; Η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να θεωρείται ταμπού, ειδικά σήμερα που οι εξελίξεις στα κόμματα δεν αφορούν μόνο τα μέλη τους αλλά γίνονται αντικείμενο της κοινωνίας.
Στον συνεδριακό διάλογο είχε γίνει λόγος για το «δυσαρεστημένο μέλος», το μέλος του ΣΥΡΙΖΑ που δεν είναι ικανοποιημένο από τη συμμετοχή του στο φορέα. Ένα χρόνο μετά, τι έχει συμβεί; Πολύ περισσότερος κόσμος, μέλη και υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ ανησυχούν έντονα για την πορεία του κόμματος. Ένας χρόνος δεν είναι μεγάλο διάστημα και κανείς δεν θα περίμενε να ξεπεραστούν με μιας όλες οι αδυναμίες.
Όμως, χιλιάδες κόσμος που εντάχθηκε στο ΣΥΡΙΖΑ δεν αξιοποιήθηκε, δεν του δόθηκε χώρος να προσφέρει, πολλές φορές ένιωσε ότι δεν μπαίνει σε ένα φιλόξενο χώρο και συχνά αντιμετώπισε την καχυποψία μηχανισμών και στελεχών που έχουν μια μάλλον ιδιοκτησιακή αντίληψη για την Αριστερά. Φαινόμενα παραγοντισμού και προσωπικών στρατηγικών και επιδιώξεων μάλλον εντάθηκαν και ειδικά με αφορμή τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ολόκληρες οργανώσεις μπήκαν σε εσωστρέφεια και περιπέτειες.
Την ίδια στιγμή, ενώ το Συνέδριο, υποτίθεται, ότι θα οδηγούσε σε ένα πιο ενιαίο κόμμα, ξεπερνώντας τον «ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών», οι ιδιαίτεροι μηχανισμοί δεν παραμερίστηκαν, οι τάσεις δεν λειτούργησαν σαν τάσεις «ιδεών και απόψεων» και οι κρίσεις στην κορυφή γύρω από τη νομή της όποιας κομματικής εξουσίας δεν αποσοβήθηκαν.
Πέρα από ιδιαίτερα επεισόδια και γεγονότα, μάλλον μεγαλύτερη σημασία έχει μια γενικότερη αντίληψη. Αυτή που υποτιμά τη σημασία της ίδιας της ύπαρξης και λειτουργίας του κόμματος. Είτε γιατί όλα θα τα λύσει μια μελλοντική κυβέρνηση που παίρνοντας ορισμένα φιλολαϊκά μέτρα θα συγκεντρώσει τη λαϊκή υποστήριξη, είτε γιατί, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ότι οι «πολλοί» μπορούν να παίξουν ενεργό ρόλο. Πίσω από όλα αυτά, στην ουσία, οι αντιλήψεις μιας παλιάς, «καθοδηγητικής» Αριστεράς που, άσχετα με το αν ξεκινάει από τις πιο συντηρητικές ή τις πιο ριζοσπαστικές θέσεις, αντιμετωπίζει τους πολίτες σαν ψηφοφόρους και οπαδούς.
Τι έχει παραχθεί αυτό τον ένα χρόνο σχετικά με αυτό που θα λέγαμε «θεωρία για το κόμμα»; Ελάχιστα πράγματα και ειδικά σε αυτό το θέμα, η διαπίστωση αυτή δεν περιέχει καμιά απολυτότητα ή αυστηρότητα. Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, πρόσφατα στην Ισπανία, οπουδήποτε δοκιμάστηκε κάτι νέο να οικοδομηθεί, γίνεται κάποια συζήτηση, ανιχνεύονται νέες μορφές, δοκιμάζονται μεταβατικά σχήματα.
Ποια θα είναι η Αριστερά του 21ου αιώνα; Πώς συνδέεται με την κοινωνία και τα κινήματα; Κατά πόσο μπορεί να σταθεί σαν ένα κόμμα-κίνημα ή σαν σύγχρονο συνεκτικό κόμμα, απαλλαγμένο από συνήθειες του παρελθόντος; Ποια η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ, συγκεκριμένα, με το ριζοσπαστισμό και το ιστορικό κίνημα που αναπτύχθηκαν στην ελληνική κοινωνία; Ποια η σημασία της δημοκρατίας σήμερα και πώς αυτή θα βαθαίνει αντί να πνίγεται από μηχανισμούς και ισχυρές ομάδες;
Χωρίς καμιά υπερβολή, για αυτά τα ερωτήματα ελάχιστη συζήτηση έχει γίνει, σίγουρα πολύ λιγότερη από όση έγινε για θέσεις και οφίτσια, υποψηφιότητες και λίστες, εσωτερικούς συσχετισμούς. Για να μην αναφερθούμε στην έλλειψη οποιασδήποτε δοκιμασίας νέων σχημάτων και παραδειγμάτων που να τροποποιούν την κατάσταση. Το παράδειγμα της Νεολαίας, με την αναπαραγωγή όλου του τελετουργικού και της δομής που ήδη ξέραμε, ίσως είναι χαρακτηριστικό.
Σωστά ο Στάθης Κουβελάκης επισημαίνει σε πρόσφατο άρθρο του για την ανάγκη μιας «ανανέωσης της ίδιας της μορφής συγκρότησης και άσκησης της πολιτικής, που αφορά πρώτα και κύρια όσους έχουν ως λόγο ύπαρξης την εκπροσώπηση της χειμαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας (…) που προϋποθέτει ρήξεις με τη γραφειοκρατική, αντιδημοκρατική και εν πολλοίς διαχειριστική λογική που διέπει σε σημαντικό βαθμό τους σημερινούς σχηματισμούς της Αριστεράς και που τείνει να τους καταστήσει περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά της λύσης του».
Τι θα σήμαινε μια τέτοια ανανέωση; Το ερώτημα δεν έχει εύκολη απάντηση. Σε κάθε περίπτωση, το στοίχημα για έναν μαζικό, πολιτικοποιημένο και εξωστρεφή ΣΥΡΙΖΑ παραμένει, έστω και με… ψηλότερη απόδοση. Ο κόσμος απεχθάνεται την κομματοκρατία και τα κλειστά κλαμπ. Η αντίληψη που συχνά εκπέμπεται, ενός κομματικού μηχανισμού που ζώντας στο δικό του κόσμο σκέφτεται ότι τώρα «ήρθε η ώρα μας» ή περιμένει «να έρθει στα πράγματα», δεν μπορεί να οδηγήσει πολύ μακριά. Γιατί, ως γνωστόν, αν θες να πας μακριά, δεν μπορείς να πας μόνος σου…