Του Μάνου Καλογιάννη
Μέσα στον ορυμαγδό των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων βρισκόμαστε συχνά στην όχι και τόσο ευχάριστη θέση να βουλιάζουμε σε έναν κυκεώνα από ειδήσεις και πληροφορίες. Έτσι προκύπτει ένας αδιαφοροποίητος «θόρυβος» που καταλήγει να λειτουργεί ισοπεδωτικά στην προσπάθειά μας να ταξινομήσουμε, να ιεραρχήσουμε και, κυρίως, να αφομοιώσουμε τη ροή των γεγονότων. Τα παραπάνω ισχύουν, φυσικά, εάν και εφόσον ενδιαφερόμαστε ακόμη για τα κοινά και δεν ξυπνάμε από τον ατομικιστικό μας λήθαργο, απλά και μόνο για να επευφημήσουμε (ή να ειρωνευτούμε) όποτε κάποια «άφθαρτη» τηλεπερσόνα αποφασίζει ξαφνικά (μόνη της ή με τη βοήθεια καλών φίλων-εργοδοτών, άραγε;) να μας «σώσει» κι εκείνη με τη σειρά της… Έτσι, δεν αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη το ότι ο θάνατος του Αλέν Ρενέ, πριν από λίγες ημέρες, πέρασε μάλλον απαρατήρητος στη μιντιακή σφαίρα. Απολύτως λογικό, καθώς πρόκειται για κάποιον που άφησε ως παρακαταθήκη καλλιτεχνικό έργο υψηλότατου επιπέδου, βάζοντας την προσωπική του σφραγίδα στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου…
Ο Ρενέ ανήκε σε μια σπάνια κατηγορία ανθρώπων που φαίνεται πως ευτύχησαν να παραμείνουν ακμαίοι και δημιουργικοί ώς τα βαθιά γεράματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι την τελευταία, μόνο, δεκαετία γύρισε 5 ταινίες μεγάλου μήκους και ότι η πιο πρόσφατη από αυτές (Life of Riley) έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Βερολίνου μόλις ένα μήνα πριν από το θάνατό του, σε ηλικία 91 ετών. Είχε προηγηθεί μια μακρά σειρά κινηματογραφικών ταινιών, γνωστότερες από τις οποίες παραμένουν το Χιροσίμα, αγάπη μου (1959) και το Πέρυσι στο Μάριενμπαντ (1961). Με τα έργα αυτά ο Ρενέ κατάφερε να ανανεώσει την κινηματογραφική γλώσσα, εξερευνώντας με αφηγηματικά πυκνό και οπτικά ευρηματικό τρόπο θέματα όπως η μνήμη, ο έρωτας, ο χρόνος και το φανταστικό. Αξίζει να θυμίσουμε, μάλιστα, ότι κατά την περίοδο εκείνη, το σινεμά του Αλέν Ρενέ θεωρήθηκε -δικαίως- ως μία από τις πλέον ρηξικέλευθες και καινοτόμες κορυφώσεις που είχε να επιδείξει μέχρι τότε ο σύγχρονος κινηματογράφος, αν και ο ίδιος επέμενε να λέει ότι δεν καταλαβαίνει καν τι σημαίνει ο όρος «πρωτοπορία» και ότι αντιλαμβάνεται τον εαυτό του περισσότερο ως συνεχιστή της παράδοσης.
Το πιθανότερο, ωστόσο, είναι ότι ο Ρενέ θα εξακολουθούσε να μνημονεύεται ακόμα και αν δεν είχε γυρίσει παρά μόνο την ταινία Νύχτα και Καταχνιά (1955), ένα συνταρακτικό κινηματογραφικό δοκίμιο-ντοκιμαντέρ διάρκειας 32 λεπτών σχετικά με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Μια ταινία βαθιά ανησυχαστική, η οποία θέτει τον κάθε θεατή προ των ευθυνών του, επιμένοντας να θυμίζει ότι εφόσον υπήρξε Άουσβιτς, τότε υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να επαναληφθεί. Κι ότι όσο τείνουμε να θεωρούμε βολικά ότι «αυτά» έγιναν μόνο μία φορά, σε ένα συγκεκριμένο τόπο και μια συγκεκριμένη εποχή, άλλο δεν κάνουμε παρά να αναζητούμε άλλοθι ώστε να αποστρέφουμε το βλέμμα μας από εκείνο που συμβαίνει ελάχιστα μακριά μας σήμερα. Εν προκειμένω, από τις κραυγές που ακούγονται από τις διάφορες Αμυγδαλέζες που οι σύγχρονοι, εκσυγχρονισμένοι «ανθρωποφύλακες» έχουν εγκαταστήσει σε όλη την επικράτεια της χώρας, προτυπώνοντας το μέλλον που, ενδεχομένως, επιφυλάσσουν και για εμάς. Ένα ζοφερό μέλλον το οποίο διαρκώς αποδιώχνουμε, διεκδικώντας μέχρι τελικής πτώσεως το δικαίωμα στα μικρά μας προνόμια και, προπάντων, στις μεγάλες μας αυταπάτες.
Με κόντρα τον καιρό: Κραυγαλέες αποσιωπήσεις
Σχόλια