Ιωάννης Αρβανίτης: Μια τέχνη που βιώνεται στο φυσικό της χώρο
Συνέντευξη στον Άγγελο Καλογερόπουλο
Τον τελευταίο καιρό, πρωτοψάλτης του Ι.Ν. Αγίων Αναργύρων, στο περίφημο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα, είναι ο Γιάννης Αρβανίτης. Ένας σπουδαίος μουσικός και μελετητής της εκκλησιαστικής μουσικής μας παράδοσης. Σπούδασε τη Βυζαντινή Μουσική και το Δημοτικό Τραγούδι στη Σχολή του Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής με τον Σίμωνα Καρά και πήρε το Δίπλωμα του Διδασκάλου Βυζαντινής Μουσικής από το Ωδείο Σκαλκώτα από τον Λυκ. Αγγελόπουλο. Ασχολήθηκε με την μελέτη των ελληνικών παραδοσιακών οργάνων (ταμπουρά, ούτι, λαούτο, θαμπούρα). Είναι διδάκτωρ του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου. Έχει συμμετάσχει σε πολλές συναυλίες Βυζαντινής και Παραδοσιακής Μουσικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Συνεργάστηκε με το συγκρότημα Ensemble Organum του Marcel Peres. Το 1997 εξέδωσε το βιβλίο Ο Ακάθιστος Ύμνος, το οποίο περιέχει συνθέσεις του τυπωμένες με νέα ηλεκτρονική γραμματοσειρά, κατασκευασμένη με δική του επιμέλεια. Είναι ιδρυτής του Βυζαντινού Χορού Αγιοπολίτης, που πρόσφατα κυκλοφόρησε τον ψηφιακό δίσκο Στη Σκιά του Άθω με μέλη της Κολλυβάδικης Αγιορείτικης παράδοσης.
Πώς βιώνετε μέσα από την ψαλτική τη σχέση μουσικής και ποίησης;
Η υμνογραφία έχει δύο στοιχεία: την ποίηση και τη μουσική. Με τα δύο αυτά στοιχεία άρρηκτα ενωμένα δημιουργήθηκε εξαρχής και με τα δύο αυτά εξακολουθεί να υπάρχει και να παρουσιάζεται στην εκκλησία και με τα δύο αυτά θα πρέπει κανονικά να μελετάται και να εκτιμάται. Η σχέση μουσικής και ποίησης στην υμνογραφία μπορεί να ανιχνευθεί και σε ειδικότερα τεχνικά στοιχεία τους, αλλά γενικά και στο γεγονός που βιώνουμε ως ψάλτες, ότι άλλη δύναμη φαίνονται να έχουν οι λόγοι της ποίησης όταν ψάλλονται και άλλη, ασθενέστερη, όταν απλώς τύχει να διαβαστούν. Η μουσική δίνει, επιπλέον, διαστάσεις στην παρουσίαση του λόγου, υπογραμμίζοντας με τον τρόπο της την δομή του και τα νοήματά του, και αναδεικνύοντας όχι μόνο την λογική, αλλά και την πέρα από αυτήν, την ψυχική και καρδιακή διάστασή τους.
Οι εκκλησιαστικοί ύμνοι είναι ποίηση; Πολλές φορές δίνουν την εντύπωση ενός πεζού, θεολογικού κειμένου.
Η «ποιητικότητα» χαρακτηρίζεται από πολλά στοιχεία. Ας σταθούμε σε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης που είναι ο ρυθμός. Ο ρυθμός είναι κάτι που υπάρχει σε διάφορα επίπεδα. Περιλαμβάνει την έννοια κάποιας επανάληψης ή ομοιότητας ή σχέσης μεταξύ των μερών ενός συνόλου. Τέτοια στοιχεία υπάρχουν και στην εκκλησιαστική ποίηση στο επίπεδο των όμοιων ή παρόμοιων φράσεων (ενδεικτικών ομοιότητας ή αντίθεσης), όμοιων ή παρόμοιων λέξεων και γραμματικών δομών. Όμως και στο χαμηλότερο επίπεδο αυτού που αποκαλούμε συνήθως «μέτρο» μπορεί να υπάρχει ρυθμός, όπως και στην νεοελληνική μετρική ποίηση, σπανιότερα όμως και όχι πάντα σταθερός. Συχνά φαίνεται να μην υπάρχει καθόλου μέτρο. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εκκλησιαστική ποίηση γράφτηκε για να ψάλλεται. Μέσα από την μουσική λοιπόν μπορεί να αποκτά ένα σταθερό ρυθμό, με κατάλληλες επεκτάσεις της διάρκειας κάποιων συλλαβών, όχι πολύ διαφορετικά απ’ αυτό που συμβαίνει με την εκφώνηση ενός συνθήματος, πχ. «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία», που μπορεί να είναι πεζός λόγος, χωρίς μέτρο, είναι όμως έντονα ρυθμικό, όταν εκφωνείται. Η όλη ρυθμική κατασκευή της υμνογραφίας, λοιπόν, μπορεί να είναι πολλές φορές φανερή και σε απλή ανάγνωση, αναδεικνύεται όμως στην πληρότητά της και υπογραμμίζεται μέσα από την μουσική εκτέλεση των ύμνων. Η ρυθμική αυτή δομή, παρόλο που μπορεί πολλές φορές να έχει σχέση με αυτή της κλασικής μετρικής ποίησης, είναι μάλλον κοντύτερα προς αυτήν της νεότερης ποίησης του ελεύθερου στίχου.
Για ένα άλλο χαρακτηριστικό της ποίησης, την ένταση των εικόνων και των αντιθέσεων προς έκφραση του υψηλού και του θαυμαστού, θα αφήσω να μιλήσει ένα από τα υμνογραφήματα τούτων των ημερών:
Ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα καὶ ὑπέρροον ἐν αἰθέρι ὕδωρ,
ἡ ἀβύσσους χαλινοῦσα καὶ θαλάσσας ἀναχαιτίζουσα Θεοῦ Σοφία
ὕδωρ νιπτῆρι βάλλει,
πόδας δὲ ἀποπλύνει δούλων Δεσπότης.
Από την άλλη, η εκκλησιαστική ποίηση είναι λειτουργική ποίηση και όχι πάντα καλλιτεχνικός αυτοσκοπός. Έτσι μπορεί να μην επιδιώκει πάντα την ποιητική τέχνη, αλλά και την έκφραση θεολογικών γεγονότων και εννοιών. Έστω κι αν φαίνεται «πεζότερη» σε κάποιες περιπτώσεις, δρα αλλιώς μέσα στο χώρο και τον χρόνο της απ’ ό,τι όταν διαβάζεται εκτός αυτών (έτσι είναι π.χ. και πολλά δημοτικά τραγούδια που βρίσκουν την δράση τους και αξία τους μέσα π.χ. στο πανηγύρι και το γλέντι).
Οι συνθέτες μας και οι ποιητές μας έχουν αξιοποιήσει την παράδοση αυτή;
Δεν παρακολουθώ βέβαια την ποιητική παραγωγή νεοτέρων ποιητών, έτσι μόνο σε γνωστά και τρανταχτά παραδείγματα μπορώ να αναφερθώ. Την υμνογραφία του Ακαθίστου έχει αξιοποιήσει π.χ. ο Κωστής Παλαμάς στους Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης, αλλά, θα μπορούσαμε να πούμε, και την «πολύτροπον αρμονία» της, δηλαδή την ποικιλία του ποιητικού μέτρου της σε πολλά άλλα ποιήματά του, με τον «ελευθερωμένο» στίχο του. Άλλο παράδειγμα είναι βέβαια ο Ελύτης, με το Άξιον εστί, με ποικίλες επιδράσεις σ’ αυτό από την υμνογραφία. Φυσικά, υπάρχει και η πλειάδα των ποιητών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, έστω πρόχειρα, ως «θρησκευτικοί» ή «χριστιανοί», στους οποίους ίσως να μπορούν να ανιχνευθούν περισσότερες επιδράσεις της υμνογραφίας, αφομοιωμένες ή μη. Πάντως, πιστεύω ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επιδράσεις ή αξιοποίηση της υμνογραφίας θα υπάρχει σε πολύ περισσότερους ποιητές απ’ όσο οι φτωχές μου γνώσεις πάνω στην ποίηση μπορούν να δείξουν.
Ως προς τη μουσική, υπάρχουν εκπρόσωποι της λεγόμενης «σύγχρονης» μουσικής, όπως ο Μιχάλης Αδάμης ή ο Φώτης Τερζάκης που, συνειδητά, και συγκεκριμένα έχουν μελετήσει και χρησιμοποιήσει τους τρόπους σύνθεσης και δομής της Βυζαντινής μουσικής σε συνθέσεις τους. Και παλαιότερα βέβαια εκπρόσωποι της λεγόμενης Εθνικής Σχολής χρησιμοποίησαν πολλές φορές αυτούσια τροπάρια ως βάση συνθέσεών τους. Ωστόσο, η επίδραση της Βυζαντινής μουσικής διαχέεται πολλές φορές και στην όλη δημιουργία του λαϊκού ή του έντεχνου τραγουδιού, είτε άμεσα, δηλαδή με συνειδητή αναφορά των συνθετών σ’ αυτήν, ή έμμεσα, μέσω των ήδη υπαρχουσών επιδράσεών της ή σχέσεων με το δημοτικό ή το ρεμπέτικο τραγούδι, αρκετοί φορείς των οποίων υπήρξαν και ψάλτες.
Από την εμπειρία σου -τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό- η εκκλησιαστική υμνογραφία και ποίηση εκτός από το σώμα των πιστών μπορεί να ενδιαφέρει και τους «θύραθεν»;
Ως μία ποίηση και μουσική τέχνη βιωματική, που είναι λειτουργική, δηλαδή ως ένα μοναδικό παράδειγμα τέχνης που είναι ζωντανή και πράττεται και βιώνεται αυτή τη στιγμή στον φυσικό της χώρο, πρέπει να ενδιαφέρει όποιον ενδιαφέρεται πραγματικά για την ποίηση και τη μουσική τέχνη.
Η αλήθεια ως ωραιότης…
Ο Γάλλος συγγραφέας, ο Ρεζίς Ντεμπρέ, σ’ένα βιβλίο του-οδοιπορικό στα μέρη της Βίβλου, σημειώνει πως ένας άθεος που προέρχεται από μια καθολική χώρα θα είναι πάντα ένας καθολικός άθεος. Τούτες τις μέρες του Πάσχα, ιδιαίτερα στον τόπο μας, μπορεί να καταλάβει κανείς τι σημαίνει «ορθόδοξος άθεος». Αυτή η γιορτή μοιάζει να πηγάζει από πολύ βαθιά και συν-κινεί βαθύτερα στρώματα της ύπαρξής μας. Από το θρήνο του «Η ζωή εν Τάφω» ως το χαρμόσυνο ξέσπασμα του Χριστός Ανέστη ξεπηδά μια αρχέγονη ενότητα λόγου και μέλους.
Ο Θρασύβουλος Γεωργιάδης, ο σπουδαίος Έλληνας μουσικολόγος που έζησε κυρίως στη Χαϊδελβέργη, στο βιβλίο του Ο Ελληνικός ρυθμός (Αρμός 2001) υποστηρίζει τη θέση ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν «από μόνη της μουσική: Είχε να επιδείξει ένα μουσικό ηχητικό σχήμα» και προσπαθεί να προσπελάσει την αρχαία μετρική μέσα από τον ρυθμό του δημοτικού τραγουδιού, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις. Κι ο ίδιος αξιοποιεί τις μελέτες σπουδαίων εκπροσώπων της εκκλησιαστικής μας μουσικής, όπως ο Κ. Ψάχος, με κριτικό πάντοτε βλέμμα.
Αυτή η ενότητα λόγου και μέλους αποκτά τον δικό της τρόπο μέσα στην εκκλησιαστική τέχνη της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, που είναι και η άμεση πηγή της νεοελληνικής δημιουργίας.
Ίσως, αυτή η ενότητα μας κάνει να μην αναζητούμε την αλήθεια σε μια νοητική σύλληψη, αλλά σε ένα ξεχείλισμα ομορφιάς…
Α.Κ.
Γιώργος Σαραντάρης, Μέσα στη μουσική
Μέσα στη μουσική υπάρχει χώρος
Να κοιμηθεί ο άνεμος
Μαζί του να ταξιδέψουμε κι εμείς
Μέσα στη μουσική εφύτεψαν ένα πάθος
Παράξενο
Άνθος η ζωή μας άνθος
Από στόμα περνά σε στόμα
Κόβονται τα γόνατά μας
Όταν ανεβαίνουμε στ’ άλογα
Τρέχουμε στη μάχη χωρίς κεφάλια
Δεν μας αφήνουν τα σύννεφα
Να σηκώσουμε κάτι από τη γη
Να φέρουμε μια ενθύμηση μαζί μας
Κάπου ο κίνδυνος είναι μεγάλος
Όμως αυθόρμητα τραβάμε ίσια
Προχωρούμε όχι πια μέσα στη μουσική
Αλλά μέσα στο θάνατο
Κι ο δρόμος μας δεν έχει τέλος