Πυκνοί συμβολισμοί σε μια συναρπαστική και κινηματογραφική αφήγηση
Διαβάζοντας την Όξινη βροχή, της Μαρίας Πάουλ (Εκδ. Κέδρος), είχα διαρκώς στο μυαλό μου την αίσθηση μιας παλιάς ταινίας της Λίνας Βερτμίλερ: Μια νύχτα γεμάτη βροχή, όπως μεταφράστηκε και συντομεύθηκε από τα ιταλικά ο τίτλος La fine del mondo nel nostro solito letto in una notte piena di pioggia (το τέλος του κόσμου στο μοναχικό μας κρεβάτι σε μια νύχτα γεμάτη βροχή). Έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε που είδα αυτή την αριστουργηματική ταινία με τον Τζιανκάρλο Τζανίνι και την Κάντις Μπέργκεν, όπου πρωταγωνιστής ήταν η διαρκής βροχόπτωση!
Δεν ξέρω πόσο αυθαίρετη είναι η σύγκριση, αλλά όπως είπα πρόκειται περισσότερο για αίσθηση… Εξάλλου, στο βιβλίο της Παόυελ έχουμε να κάνουμε με έναν μοναχικό ήρωα. Ο Άρης Βλασσόπουλος είναι ωρομίσθιος εκπαιδευτικός που μισεί το σχολείο και θέλει να ξεφύγει. Μια κληρονομιά –από τη μητέρα του που τον είχε εγκαταλείψει σε ορφανοτροφείο- φαίνεται πως θα ήταν σωτήρια και θα του άνοιγε το δρόμο. Όμως έπεσε κι αυτός θύμα της γνωστής φούσκας του Χρηματιστηρίου και έχασε τα πάντα. Μαζί και τη γυναίκα της ζωής του. Εγκαταλείπει τον Βόλο και κατεβαίνει στην Αθήνα έχοντας εμμονική ιδέα να βρει τον χρηματιστή που τον κατέστρεψε. Κάνει πολύπλοκους υπολογισμούς για τα λεφτά που θα διεκδικήσει κι αρχίζει να χτίζει νέα όνειρα.
Στην παράξενη πολυκατοικία, όπου νοικιάζει μια μικρή γκαρσονιέρα, γνωρίζει μια ηλικιωμένη γυναίκα που θα μεταφέρει ο ίδιος στο νοσοκομείο όταν πέφτει λιπόθυμη στα χέρια του, για να μη συνέλθει, τελικά, ποτέ. Η γυναίκα δεν φαίνεται να έχει κανέναν στον κόσμο. Στο νοσοκομείο θα συναντηθεί με την Άννα, μια νοσοκόμα που σταδιακά θα κατοικήσει στο σπίτι της ηλικιωμένης, θα δημιουργηθεί μεταξύ τους μια σχέση έλξης-απώθησης κι όταν η «γηραιά κυρία» πεθαίνει θα τον πείσει να τη μεταφέρουν σπίτι και να παραστήσουν ότι ζει ακόμη ώστε να εξασφαλίσουν στέγη και μέλλον.
Αρχίζει να βρέχει ασταμάτητα. Το υπόγειο σπίτι της νοσοκόμας θα πλημμυρίσει, αλλά και όλη η πόλη σταδιακά αρχίζει να καταρρέει κάτω από την αδιάκοπη βροχή.
Ο Άρης συχνάζει σε ένα μπαρ με γυναίκες, τη «Σαλαμάνδρα» όπου αναζητά να θεραπεύσει τη χαμένη του ερωτική του ικανότητα, αλλά και σε ένα καφενείο της γειτονιάς που πηγαίνουν γέροντες… Στο σχολείο ο διευθυντής -καφκικός ήρωας- προμαντεύει το τέλος του κόσμου με την ανάπτυξη των ακραίων καιρικών φαινομένων, τον βοηθά στους λογαριασμούς του, αλλά και τον αφήνει ανυπεράσπιστο όταν συγκρούεται με μια μαθήτρια…
Πυκνοί οι συμβολισμοί του μυθιστορήματος, συναρπαστική και κινηματογραφική η αφήγηση -άλλωστε η συγγραφέας είναι και σεναριογράφος, ενώ το βιβλίο της Δεσμοί αίματος μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο.
Όμως ο λόγος που θέλησα να γράψω γι’ αυτό το βιβλίο δεν είναι μόνο ότι πρόκειται για ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, αλλά για το γεγονός ότι διαπραγματεύεται το θέμα της κρίσης, με υπαινικτικό και λογοτεχνικό τρόπο. Και δείχνει εκείνο που φέρνει στις ζωές των ανθρώπων, χωρίς μεγαλοστομίες και κούφιες διακηρύξεις.
Διότι, αν και είμαι από εκείνους που χαιρέτησαν την «εισβολή» της πραγματικότητας στη λογοτεχνία, διαπιστώνω ότι η κρίση έχει αρχίσει να γίνεται… καραμέλα, διαφήμιση και καρύκευμα σε -κατά τ’ άλλα- μάλλον αδιάφορα βιβλία.
Η Μαρία Πάουελ δεν κρατά απλώς τις ισορροπίες, αλλά μας δείχνει πώς μπορεί να μετουσιωθεί καλλιτεχνικά μια τέτοια σκληρή εποχή. Χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν…
Κώστας Στοφόρος