Παραλλαγές Θανάτου στο Θέατρο Πορεία. Γράφει η Χριστίνα Ανδρέου
Δίπλα σου κάποιος θεατής κλείνει ενοχικά ή όχι τα βλέφαρά του, κάποιος άλλος φεύγει αθόρυβα από την πίσω πόρτα, τη στιγμή που εσύ έχεις αφεθεί αμαχητί στη μαγεία της ποίησης ενός θεάτρου που μιλάει απευθείας στην καρδιά – αν και βαθιά εγκεφαλικό. Δεν είναι εύκολο να δώσεις την ευκαιρία στις παύσεις και τις σιωπές που κατακλύζουν το έργο του Γιον Φόσε, του διακεκριμένου Νορβηγού συγγραφέα, να σε παρασύρουν στο μυστικιστικό τους ταξίδι. Είναι πιο εύκολο να τον απορρίψεις, ως βαρετό, άνευρο και δήθεν. Ακόμη και λόγω ταυτότητας, αυτής του μεσογειακού ταμπεραμέντου, ο τόσο ψυχρός, κοφτός, σκοτεινός μέσα στη διαύγειά του κόσμος του Βόρειου Φόσε, ιδιοσυγκρασιακά και μόνο είναι ξένος τόπος.
Έτσι, σε κάποια στιγμή της ζωής μου το έκανα κι εγώ αυτό: όταν παρακολούθησα το Τόσο Όμορφα του ίδιου το 2004 (είχε παρουσιαστεί στο Θέατρο Αμόρε σε σκηνοθεσία πάλι του Χουβαρδά) ένιωσα ναυαγός σε πέλαγος βαθύ, που αν το νόημα ή αλλιώς ο στόχος μιας παράστασης είναι η στεριά, τότε στο δικό μου ορίζοντα δεν διαφαινόταν ούτε ένα σημάδι της. Με άλλα λόγια βγήκα έξω κενή και κουρασμένη, χωρίς να έχω καταλάβει αυτό το κάτι, που άλλοι έλεγαν πως πρέπει να έχω καταλάβει. Και τον απέρριψα στην κατηγορία της βαθιάς κουλτούρας. Δεν ξέρω τι έφταιξε, ίσως απλά και μόνο η χημεία να μην κόλλησε. Μάλλον δεν ήμουν έτοιμη τότε για την τόσο μινιμαλιστική/μεταμοντέρνα προσέγγιση του θεάτρου. Μέχρι που μια συγκυρία, για την ακρίβεια ένα λάθος -άλλη παράσταση πήγαινα να δω και άλλη είδα λόγω εναλλασσόμενου ρεπερτορίου στο Θέατρο Πορεία- με οδήγησε στο κατώφλι του σκηνικού ποιήματος Παραλλαγές Θανάτου. Και αυτό που κάποτε διαπόμπευα μέσα μου ως άστοχο νοήματος, τώρα ενέκρινα ως σπουδαίο.
Φανταστείτε ένα σκηνικό περιλουσμένο στο λευκό φως του πάγου, ένα αληθινό παγοδρόμιο, άδειο και καθαρό, που μοιάζει με θάλαμο νεκροτομείου, και έξι πρόσωπα (στην πραγματικότητα πρόκειται για τέσσερις ήρωες, απλά οι δύο γονείς -στη νιότη και στη μέση ηλικία- ερμηνεύονται παράλληλα από τέσσερις ξεχωριστά ηθοποιούς) να αναζητούν τη θέση τους στα γεγονότα. Στα γεγονότα που οδήγησαν μια νεαρή κοπέλα στην αυτοχειρία. Όλα, λοιπόν, είναι βασανιστικά υπόκωφα και υποτονικά. Και από κάτω κάτι κοχλάζει. Δύο ζευγάρια παγοπέδιλα σκίζουν ανά τόσο τον πάγο και η κοφτερή τους λεπίδα νιώθεις πως θα κόψει ανά πάσα στιγμή το λεπτό αυτό προστατευτικό στρώμα που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο και τα πάντα θα βυθιστούν στο έρεβος…
Ο θεατής παρακολουθεί το χρονικό αυτού του προαναγγελθέντος θανάτου με κομμένη την ανάσα. Από τη γέννηση της κοπέλας μέχρι και τον τελευταίο της χορό με τον θάνατο. Αυτόν τον τόσο γοητευτικό θάνατο που έλκει τη νέα σαν μαγνήτης. Άλλωστε, το δικαίωμα του να διαλέξεις το πώς θα φύγεις έχει ανά τους αιώνες πολλούς οπαδούς και το «καταραμένο» πάθος για το ταξίδι χωρίς επιστροφή ήταν και θα είναι πηγή έμπνευσης για πολλούς. Αυτή, λοιπόν, η παράδοξη έλξη ενέπνευσε και τον Φόσε, ο οποίος όμως ενώ μας αφήνει να παρακολουθούμε σχεδόν εκστατικά την πτώση στο κενό της ηρωίδας του, ταυτίζοντάς τη με τη μεταμόρφωση του ασχημόπαπου σε κύκνο, ωστόσο στο αθόρυβο, ειρωνικό φινάλε δεν σου μένει καμία αμφιβολία: η ζωή είναι αυτό που μας αφορά όλους, το εδώ και το τώρα. Είναι τόσο απλό το θέμα του Φόσε: μόνο όταν πλησιάσεις τόσο κοντά στον θάνατο μπορείς να εκτιμήσεις και να έρθεις τόσο κοντά στη ζωή.
Όλη αυτή η μελαγχολική μελωδία που συνέθεσε ο Φόσε ενορχηστρώνεται με τελετουργικό τρόπο και εμμονή στην υψηλή αισθητική της εικόνας από τον Γιάννη Χουβαρδά. Αλλά και οι λέξεις και οι σιωπές, η εκφορά του λόγου και του μη λόγου, αυτού που δεν λέγεται αλλά εννοείται, μοιάζει να έχει κεντηθεί με όλη τη μαεστρία ενός σκηνοθέτη που εξαντλεί τα περιθώρια ερμηνευτικής αστοχίας των ηθοποιών του στο μηδέν. Τα συμβολικά και μινιμαλιστικά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη δένουν με το άδειο σκηνικό του πάγου της Μάρως Μιχαλακάκου, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου, αν και στο σύνολο παρομοιάζουν με τον ήλιο που έχει κρυφτεί πίσω από τα σύννεφα, στιγμές κάποιες «ακτίνες» ξεφεύγουν και δημιουργούν ισχυρές αντανακλάσεις στο παγωμένο, κατά τ’ άλλα, τοπίο. Ο Χουβαρδάς σε όλα τα θεατρικά μέσα που χρησιμοποίησε μοιάζει να πήρε μια λίμα για να λειάνει τις όποιες τραχείς πλευρές της πραγματικότητας που περιγράφει ο Φόσσε. Να τις λειάνει τόσο που να μοιάζουν ψεύτικες, να «ενοχλούν». Και να υποδηλώνουν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που φαίνεται: π.χ. πίσω από κάθε σιωπή να κρύβεται ένα ουρλιαχτό.
Συνοδοιπόροι του η ομάδα των εκλεκτών ηθοποιών: η πρωταγωνίστρια Άλκηστη Πουλοπούλου, η νεαρή αυτόχειρας, σε μια εκπληκτική ερμηνεία που μοιάζει με το ταξίδι ενός ορειβάτη από τους πρόποδες στην κορυφή του βουνού. Ο Χρήστος Λούλης στο ρόλο του σαγηνευτικού Θανάτου με τα πιο απλά εκφραστικά μέσα σαγηνευτικός. Στους ρόλους των γονιών, το πρώτο ζευγάρι, ο Νίκος Καραθάνος και η Λυδία Φωτοπούλου, μοιάζουν σχεδόν αφασικοί. Μιλούν και κινούνται σαν καλοκουρδισμένα ρομπότ που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, με το σοκ ενός γονιού που δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατο του παιδιού του. Άψογοι! Ο Γιάννος Περλέγκας και η Μαρία Πρωτόπαππα, η εκδοχή των γονιών στη νιότη τους, πιο σπαρακτικοί, αλλά το ίδιο συντονισμένοι στο ψυχρό τέμπο της όλης παράστασης.
Το tip του θεατή
Ο Φόσε γράφει πως «το σημαντικό στο θέατρο δεν είναι για τι μιλάει, αλλά με ποιον τρόπο μιλάει». Και εδώ, πιστέψτε με, ο τρόπος είναι ακαταμάχητος.