Η δημοσιοποίηση της τριμηνιαίας έκθεσης (Οκτ.-Δεκ. 2013) του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην ελληνική Βουλή συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας, λόγω των στοιχείων για τη μεγάλη αύξηση της φορολογίας στη χώρα μας.
Όμως η συγκεκριμένη έκθεση φέρνει στην επιφάνεια και ένα ακόμη εξίσου σημαντικό ζήτημα: Οι συντάκτες της δημοσιοποιούν τα στοιχεία για την όξυνση της ανισότητας, της φτώχειας και της διαφθοράς κατά τα τρία χρόνια εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών.
Η όξυνση της εισοδηματικής ανισότητας δεν είναι μόνο θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Όλες οι έρευνες και οι εμπειρικές μελέτες των διεθνών οργανισμών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η επιδείνωση της κατανομής του εισοδήματος αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα αποτυχίας της δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρονται, εκτός από τις σχετικές μελέτες, στην ιστορική εμπειρία της Φινλανδίας που, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αντιμετώπισε μια σοβαρή οικονομική και τραπεζική κρίση. Το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής στηρίχθηκε στη μείωση των δημοσίων δαπανών αλλά όχι των κοινωνικών (όπως τα επιδόματα τέκνων και τα προγράμματα ενεργών πολιτικών απασχόλησης) που αυξάνονταν κατά 14% το χρόνο. Δηλαδή, «η υποστήριξη των πιο αδύναμων τμημάτων της κοινωνίας, σε περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, πέρα από τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, είναι και κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία του προγράμματος, τη διατηρήσιμη, δηλαδή, μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους».
Η ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος μετριέται με το δείκτη Gini ο οποίος είναι ένας δείκτης που κυμαίνεται ανάμεσα στο 0, όταν όλα τα άτομα έχουν το ίδιο εισόδημα και 1 όταν ένα άτομο κατέχει όλων το διαθέσιμο εισόδημα (μέγιστη ανισότητα). Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που παρατίθενται στην έκθεση, ο δείκτης Gini που μειωνόταν μέχρι το 2010 (0,329) αυξήθηκε το 2012 σε 0,343. Ανάλογη ήταν η αύξηση και του λόγου του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού προς το εισόδημα του φτωχότερου 20%. Ο συγκεκριμένος δείκτης αυξήθηκε από 5,6 φορές το 2010 σε 6,6 φορές το 2012. Η ασφαλής εκτίμηση για το 2013 είναι ότι οι συγκεκριμένοι δείκτες έχουν επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο.
Η όξυνση της ανισότητας συνδέεται άμεσα με την αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που βρίσκεται σε «κίνδυνο φτώχειας». Αν, σύμφωνα με την έκθεση, τα σχετικά ποσοστά υπολογισθούν με βάση το διάμεσο εισόδημα του 2009, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε «κίνδυνο φτώχειας» αυξήθηκε από 19,4% το 2009 σε 42,1% το 2013.
Στην έκθεση γίνεται αναφορά και στη διαφθορά, καθώς αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την επιτυχία των μεταρρυθμίσεων και την οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση, η διαφθορά στην Ελλάδα έχει χειροτερεύσει την περίοδο 2000-2012 σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με βάση τις εκτιμήσεις της Γενικής Γραμματείας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Ελληνικό Δημόσιο φαίνεται να παρουσιάζει απώλεια εσόδων της τάξης των 6 δισ. ευρώ, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό του δημοσίου χρέους που ανέρχεται σε 30% με 40% οφείλεται σε απώλειες εσόδων και καταχρήσεις του δημόσιου χρήματος.
Ο στόχος προκύπτει σαφής: Αναδιανομή του εισοδήματος και πάταξη της διαφθοράς ώστε να ενισχυθούν τα αδύναμα τμήματα της κοινωνίας και να μειωθεί ο κίνδυνος της φτώχειας. Όμως οι πολιτικές για την επίτευξη του στόχου παραμένουν στο σκοτάδι. Γιατί;
Όταν το Bloomberg διαψεύδει την Eurostat
Σε πρόσφατη ανάρτησή τους στο Bloomberg οι Chiara Vasarri και Giovanni Salzano (www.bloomberg.com/chart/iI51XLIcdqRI) αμφισβήτησαν τη μέθοδο μέτρησης της ανεργίας που χρησιμοποιεί η Eurostat.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, στα ποσοστά της ανεργίας θα πρέπει να προστεθούν οι άνεργοι που, απογοητευμένοι, εγκαταλείπουν την προσπάθεια αναζήτησης εργασίας (αποχωρούν από την αγορά εργασίας) και όσοι δεν βρίσκουν εργασία ανάλογη με τα προσόντα τους. Επισημαίνουν ακόμη ότι η Eurostat περιλαμβάνει ως άνεργα μόνο τα άτομα που αναζήτησαν εργασία τις προηγούμενες τέσσερις εβδομάδες και είναι διαθέσιμα να ξεκινήσουν να εργάζονται τις επόμενες δύο εβδομάδες. Με τους υπολογισμούς των συγγραφέων, ο αριθμός των ανέργων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχεται σε 31,2 εκατ. έναντι 19 εκατ. που μετρά η Eurostat. Παρατίθενται τα νέα ποσοστά ανεργίας σε διάφορες χώρες (μέσα σε παρένθεση τα αντίστοιχα ποσοστά της Eurostat:
Ισπανία 31,6% (26,7%)
Ελλάδα 29,1% (27,1%)
Ιταλία 24% (12,7%)
Ευρωζώνη 18,2% (12,1%)
Γερμανία 9,9% (5,2%)
Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης