Ώρα να χαράξουμε καινούριους δρόμους. Του Μάρκου Δεληγιάννη

Μέρες φθινοπώρου. Ο χρόνος γέρνει. Η ζωή μου στη δύση. Ονειρεύτηκα: Βρέθηκα, λέει, να περιπλανιέμαι σε δάσος ανώνυμο, βουτηγμένο στου πρωινού την αχλή. Τα δέντρα γυμνά, είχαν κιόλας αποχαιρετήσει των φύλλων το σιγομουρμούρισμα. Τα κλαδιά ορφανά, φορούσαν σταχτοπράσινα κοστούμια. Στάζανε αίμα και δάκρυα αντί για πρωινή δροσιά. Ξαφνικά οι πόρτες του νου μου ανοιγόκλεισαν με πάταγο. Έμεινα άφωνος. Πέρα εκεί στη δύση, ανάμεσα στα φαντάσματα του δάσους, ξεπρόβαλε το παρελθόν αιωρούμενο. Έμοιαζε αλυσίδα που έσπασε κι άφησε τα πράγματα που συγκρατούσε να περιφέρονται στον αέρα εδώ κι εκεί, όπως-όπως. Ζήτησα καταφύγιο στο εγκαταλειμμένο σπιτάκι του δάσους. Όπως τότε, πάλι εμείς, οι ίδιοι, η παρέα η παλιά, μαζευόμαστε εδώ, μακριά απ’ των περίεργων τα επικίνδυνα μάτια και κρυφοκοιτάζαμε έξω απ’ το παράθυρο, των δέντρων τον λυγμό. Αφουγκραζόμαστε τη φωνή της ομορφιάς του κόσμου, που ερχόταν ψιθυριστά. Μόνο που τώρα καθώς τράβηξα λίγο την ξεφτισμένη κουρτίνα, τόσο, όσο να χωρέσει η ματιά μου, είδα το χθες, το σήμερα, σα να ‘χαν σηκωθεί στο νοτισμένο αέρα και να στάθηκαν απειλητικά, ασυμβίβαστα, απέναντί μου. Έμοιαζε σαν κάποιος να ‘χε καρφώσει με ξίφος το παρελθόν και να το περιέφερε στο δάσος, φόβητρο στους έγκλειστους της καλύβας. Κοίταξα καλύτερα. Είδα όπλα να προτάσσονται κι ένας αγέρωχος, όπως ταιριάζει σε αφέντη, στρατιωτικός να επιθεωρεί οπλίτες ιθαγενείς. Δίπλα του, ο υπηρέτης, ο πιστός, τον προσφωνεί: Στρατηγέ Βαν Φλιτ, ιδού ο στρατός σας!
Πιο πέρα, μια άλλη εικόνα, μου γνέφει κοροϊδευτικά. Κόσμος πολύς μαζεμένος. Σεβάσμιοι ρασοφορεμένοι, παρασημοφορημένοι στρατιωτικοί, πολιτικοί με τις καλοσιδερωμένες βελάδες να σκύβουν ευλαβικά τις κεφαλές στο πέρασμα των ένδoξων βασιλέων, ενώ μια τρεμάμενη φωνή, βαθύτατα συγκινημένη, άρθρωνε τα παρακάτω: Σήμερον εις την Μακρόνησον κτίζονται οι καινούργιοι Παρθενώνες!
Άνοιξα τα μάτια μου. Το όνειρο μ’ αποχαιρέτησε. Η πραγματικότητα με καλωσόρισε. Τώρα μπροστά μου το δάσος των αναίτιων κραυγών, τρομοκρατεί των περιστεριών το ξένοιαστο πετάρισμα.
Σιδερόφρακτοι ραβδούχοι εκτοξεύουν δακρυγόνα. Συνταξιούχοι οδηγούνται στην Αχερουσία Λίμνη. Ο ήλιος κρύβεται πίσω απ’ το δηλητηριώδες νέφος. Ανθρωποειδή κακοποιούν νέους, νέες. Η νιότη, ο εχθρός του ολοκληρωτισμού.
Ανείπωτα βασανιστήρια στα κολαστήρια της «Προστασίας του Πολίτη». Ορδές φαιών στρατευμάτων ασχημονούν έξω από το Θέατρο «Χυτήριο». Η πνευματική εξαθλίωση, ο απώτερος σκοπός. Ο γκρίζος οχετός ξερνάει: Πετάξτε έξω απ’ τους παιδικούς σταθμούς εκείνα τα παιδιά που έτυχε το δέρμα που καλύπτει τα σπλάχνα τους να είναι σκούρο. Και στο βάθος το καινούργιο αφεντικό. Η ώριμη κυρία καγκελάριος διασχίζει την αστυνομοκρατούμενη Αθήνα. Παρακολουθεί με μάτι ψυχρό, αγέλαστο χείλι, τους ιθαγενείς. Δίνει οδηγίες. Κρατάει σημειώσεις. Παραδίνει κατάλογο με 89 εντολές. Πάλι, δίπλα της, ο πιστός υπηρέτης, βαθιά συγκινημένος. Τι τιμή! Αυτή η αναπάντεχη επίσκεψη της μεγάλης κυρίας! Δεν είναι μικρό πράγμα να έλθει στο φτωχικό μας η καγκελάριος Μέρκελ: Δώστε μια βοήθεια! Ό,τι έχετε ευχαρίστηση! Ψέλλισμα ζητιάνου. Στρατηγέ Βαν Φλιτ ιδού ο στρατός σας! Αλήθεια, ποιο είναι το σήμερα και ποιο το χθες;  Κι από κοντά οι ανανήψαντες. Πρώτοι στις υποκλίσεις. Θα πρέπει, αυτοί, κάθε στιγμή να δείχνουν ειλικρινά, πως έχουν αποκηρύξει μετά βδελυγμίας το ύποπτο παρελθόν. Ή δεν είναι έτσι; Ή μήπως ήταν από τότε έτσι; Τους ταίριαζε η μοδάτη τουαλέτα της Αριστεράς τότε.
Τους βλέπω στην τηλεόραση. Ευτραφείς, ασυνείδητους, μακάριους κι ευτυχείς να μας οικτίρουν που δεν μπορούμε να νιώσουμε το μεγαλείο της υπεύθυνης και συνεπούς κατάφασης. Όμως, ας μην τους διαφεύγει το γεγονός, ότι τώρα, μπορούν ακόμη των Ερινύων τα βήματα να μην τα νιώθουν, αλλά ας μην ξεχνούν, πως πάντα ένας Γάλβας κρυφά θα συναθροίζει και θα ασκεί το στράτευμα.
Σύντροφοι, τα χρόνια πέρασαν. Είναι αλήθεια, οδοιπορήσαμε πολύ σ’ άγνωστες στράτες, ίσως οι χάρτες που μας προμήθευσαν να ‘τανε ψεύτικοι. Πλανηθήκαμε κάτω από άστρα αδιευκρίνιστα. Τα τηλεσκόπια μας διέψευσαν. Σήμερα, όμως, επιβάλλεται να χαράξουμε καινούριους δρόμους. Ν’ αρθρώσουμε το δικό μας λόγο, το μοναδικό. Σε μας ο μηρυκασμός δεν ταιριάζει. Βρεθήκαμε κι άλλες φορές μπροστά σε αδιέξοδα μονοπάτια. Η ιστορία, όμως δεν περιμένει, καλπάζει ξέφρενα κι οι σύντροφοι, οι ξεχασμένοι, που φύγανε με την πίκρα στα χείλη, προσμένουν ένα μήνυμα, ένα σάλπισμα. Τα χρόνια πέρασαν κι οι πληγές οι παλιές να μην κρυφτούν πάλι κάτω από καινούργια ρούχα.
Καιρός, φίλοι μου, οι ακτίνες του ήλιου, πύρινα ξίφη, να διαπεράσουν τη γαλακτερή ομίχλη του ονειρικού δάσους. Ο οδοιπόρος να βαδίσει, επιτέλους, σταθερά στο νιόσκαφτο μονοπάτι. Το ξέφωτο προσμένει.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!