Αναγκαία η επεξεργασία μιας νέας «εθνικής-λαϊκής» αφήγησης. Του Στάθη Κουβελάκη*
Κάποιο καλοκαίρι της τόσο μακρινής πλέον προ-μνημονιακή εποχής, προσπαθούσα να εξηγήσω στον ξάδελφο στενού φίλου και παλαιού συντρόφου ότι, καθώς έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό 18 χρονών, η Ελλάδα μου λείπει και ότι έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ, ειδικά όταν έχω διακοπές. Ενώ μιλούσα, ο άνθρωπος αυτός, δικηγόρος στο επάγγελμα και για αρκετά χρόνια μέλος του ΚΚΕ, με κοιτούσε με κάποια δυσφορία, που μου φαινόταν ανεξήγητη. Η απάντησή του ήταν περίπου η εξής: «Ε, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Τι έρχεσαι να κάνεις εδώ, η Ελλάδα είναι η χειρότερη χώρα. Αν ήμουν στη θέση σου, το τελευταίο πράγμα που θα έκανα είναι να περνάω εδώ τις διακοπές μου». Σταμάτησε προς στιγμήν και η έκφραση του προσώπου του άλλαξε απότομα, προς το επιθετικό: «Αλλά έτσι είστε εσείς έξω, μεγάλα κορόιδα. Δουλεύετε σαν μ… και περιμένετε να έρθουν οι διακοπές. Ενώ εμείς εδώ περνάμε υπέροχα όλο το χρόνο και πουλάμε αέρα κοπανιστό. Γι’ αυτό κι εμείς οι Έλληνες είμαστε οι πρώτοι».
Τα λόγια αυτά μου αποτυπώθηκαν έντονα και τα έχω έκτοτε ξανασκεφτεί πολλές φορές. Αυτό το δείγμα διχασμένης συνείδησης μου φαίνεται ότι αποτυπώνει με τον πιο παραδειγματικό τρόπο αυτό που θα ονόμαζα «το σύμπλεγμα της υποτέλειας». Η μορφή που παίρνει είναι αυτή ενός «διπλού (και φαινομενικά αντιφατικού) δεσμού» (double bind) σύμφωνα με τον οποίο από τη μία πλευρά, το υποκείμενο αποδέχεται και εσωτερικεύει τον τρόπο με τον οποία ο Έτερος, επί του προκειμένου ο «Δυτικοευρωπαίος» τον αντιμετωπίζει (ή που θεωρεί ότι τον αντιμετωπίζει). Βλέπει δηλαδή τον εαυτό του διαρκώς με τα μάτια του Άλλου και υπερθεματίζει σ’ αυτή τη στάση. Αυτό τον οδηγεί, όμως, σε μια πλήρη απαξίωση του εαυτού του, μια θέση που είναι αφόρητη, καθότι ισοδυναμεί με την απώλεια κάθε έννοιας αυτονομίας και εντέλει υποκειμενικότητας. Γι’ αυτό και αντιδρά αντιστρέφοντας το πρόταγμα, το στερεότυπο που προβάλλει πάνω του ο Έτερος, αλλάζοντας όμως το πρόσημό του: «Ναι, όντως, είμαι ένας Νότιος, τεμπέλης, απατεώνας και καλοπερασάκιας αλλά σ’ αυτήν ακριβώς την καπατσοσύνη έγκειται και η ανωτερότητά μου έναντι όλων του «κουτόφραγκων» που έρχονται να μου πουλήσουν μούρη». Μόνο που η αντιστροφή ενός σχήματος αποτελεί κι αυτή μια μορφή επικύρωσής του, άρα αναπαραγωγής του αρχικού διλημματικού αδιέξοδου. Και έτσι συνεχίζεται η σχιζοφρένεια αυτής της χαρακτηριστικής μορφής αλλοτριωμένης συνείδησης που αποτελεί την υποκειμενική όψη της αναπαραγωγής της σχέσης υποτέλειας από την πλευρά εκείνου που την υφίσταται.
«Εκσυγχρονισμός» και «εξευρωπαϊσμός» της χώρας
Η άλλη επιλογή είναι βέβαια να αποβάλει το εν λόγω υποκείμενο όλα τα χαρακτηριστικά που ορίζουν αυτή τη διαφορετικότητα και να ταυτιστεί πλήρως με τον Έτερο, γινόμενος ο ίδιος πλήρως «Δυτικοευρωπαίος». Εδώ βρίσκεται και το (ιδεολογικό) υπόβαθρο του προτάγματος του «εκσυγχρονισμού» και του «εξευρωπαϊσμού» της χώρας και των υπηκόων της – που υπονοεί ότι η αρχική κατάσταση ούτε «σύγχρονη» ούτε «ευρωπαϊκή» πρέπει να θεωρηθεί. Για κάποια στιγμή, αυτός ο πάγιος στόχος της κυρίαρχης ιδεολογίας από σύστασης του νεοελληνικού κράτους φάνηκε ότι είχε επιτευχθεί. Η «ισχυρή Ελλάδα» του Κώστα Σημίτη έμπαινε στο ευρώ, ισότιμο μέλος πλέον του κλαμπ των ισχυρών. Οι βαλκανικές χώρες γέμιζαν από παραρτήματα ελληνικών τραπεζών, τα εργοστάσια περνούσαν κι αυτά τα σύνορα, σε αντίθετη κατεύθυνση από τους ανθρώπους, που έρχονταν να δουλέψουν για έναν πενιχρό (στην καλύτερη περίπτωση) μισθό στα χωράφια, τα γιαπιά και τα σπίτια του νέου Ελντοράντο. Ο τρόπος, δε, που τους αντιμετώπιζαν οι γηγενείς πιστοποιούσε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι οι Έλληνες είχαν επιτέλους γίνει «προηγμένοι Δυτικοευρωπαίοι». Όχι μόνο είχαν ευρώ, αστραφτερά αυτοκίνητα αλλά ήταν επιπλέον εξίσου ρατσιστές με τους Γάλλους, τους Γερμανούς ή τους Σκανδιναβούς. Ακόμη και η Αθήνα «εξευρωπαΐστηκε» αποκτώντας, με τη σειρά της, υποβαθμισμένες γειτονιές όπου συγκεντρώνονται μετανάστες και δημιουργούνται οι συνθήκες για τα αντιμεταναστευτικά πογκρόμ αντίστοιχα αυτών του Λονδίνου του 1958 (οι «ταραχές του Νότινγκ Χιλ»), της Μασσαλίας του 1973 ή, πιο πρόσφατα (2001), του Μπράντφορντ.
Η ευφορία αυτή κράτησε όμως λίγο, όσο και η αναπτυξιακή φούσκα της δεκαετίας 1995-2005, που τροφοδοτήθηκε από τον υπερδανεισμό και τη συμμετοχή στο μεγάλο φαγοπότι της χρηματιστικοποιημένης οικονομίας. Πριν ακόμη από το Μνημόνιο, οι σκηνές της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008 ήταν αρκετές για να χαρακτηρισθεί από τα Δυτικά ΜΜΕ η Ελλάδα ως «βαλκανική χώρα», που «δεν έφτασε ακόμη στο στάδιο του κράτους δικαίου» και που παρά την προσπάθεια ένταξης στην «Ευρώπη» παραμένει μια «αρχαϊκή κοινωνία» βουτηγμένη στην («ανατολίτικη» προφανώς) διαφθορά και στασιμότητα1. Αυτά τα «οριενταλιστικά» στερεότυπα2 ξαναβγήκαν στην επιφάνεια την άνοιξη του 2010 με την ένταξη της χώρας στο Μνημόνιο, ένα πρωτοφανές πείραμα για τα δεδομένα δυτικοευρωπαϊκής χώρας. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία δεν άργησαν βέβαια να ακολουθήσουν κι αυτές τον ίδιο δρόμο αλλά για αρκετούς μήνες η εικόνα των τεμπέληδων, διεφθαρμένων και φοροφυγάδων Ελλήνων κυριαρχούσε απόλυτα στα δυτικο-ευρωπαϊκά ΜΜΕ. Ακόμη κι η ένταξη στην Ευρωζώνη αποκαλύφθηκε ότι είχε επιτευχθεί χάρη στην «δημιουργική λογιστική» που είχε προσφέρει η Γκόλντμαν Ζακς στην κυβέρνηση Σημίτη.
Περίπου… Ευρώπη και όχι «Δύση»
Η Ελλάδα ξαναέβρισκε, λοιπόν, τη θέση στην οποία την κατατάσσει ο κυρίαρχος ευρωπαϊκός λόγος από τότε που υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος: αυτήν μιας χώρας της Νοτιοανατολικής περιφέρειας της Ευρώπης, στο άκρο αυτής της «γκρίζας ζώνης» που είναι τα Βαλκάνια, Ευρώπη μεν αλλά όχι ακριβώς, και πάντως όχι «Δύση». Η εικόνα αυτή έχει ένα μεγάλο ιστορικό βάθος και, στην περίπτωση ειδικότερα της Ελλάδας, παίρνει τη μορφή του διχασμού μεταξύ της «ένδοξης Αρχαιότητας», «πραγματικός κληρονόμος» της οποίας θεωρείται όμως ότι είναι η Δύση, και του μίζερου, βαλκανικού και εν μέρει τουλάχιστον ανατολίτικου παρόντος. Ιδού για παράδειγμα τι εντολές έδινε στις 11 Δεκέμβρη 1794 στον πρόξενό του στη Θεσσαλονίκη το ανώτατο όργανο της Γαλλικής Επαναστατικής κυβέρνησης: «Να εξεταστεί ποιος είναι ο χαρακτήρας αυτού του ξεπεσμένου (dégradé) λαού, σε ποιο βαθμό έχει διατηρήσει τα ίχνη των Ελλήνων του Μεγαλέξανδρου, τι είδους ομοιότητα υπάρχει μεταξύ τους και αν παραμένει δυνατό να δημιουργηθούν, συν τω χρόνω, οι συνθήκες που θα του ξαναδώσουν την παλαιά του ενέργεια και θα ξαναζωντανέψουν το πνεύμα των Αρχαίων Ελλήνων».
Ασφαλώς θα ήταν ένα λάθος συμμετρικό του οριενταλίστικου στερεότυπου να θεωρήσουμε ότι η εικόνα της Ελλάδας που έχουν διαμορφώσει οι (Δυτικο)Ευρωπαίοι παρέμεινε αναλλοίωτη στο χρόνο. Ας μην ξεχνάμε ότι στην μετεμφυλιακή περίoδο η Ελλάδα ήταν το προχωρημένο φυλάκιο του δυτικού στρατοπέδου, η χώρα όπου είχε επιτυχώς αναχαιτισθεί η επέκταση του «εξ Ανατολών» προερχόμενου «κομμουνιστικού κινδύνου». Το γεγονός παραμένει, όμως, ότι η ίδια η έννοια της «Ευρώπης» όπως έχει διαμορφωθεί ιστορικά δεν μπορεί να διαχωριστεί από μια ιεραρχημένη αναπαράσταση του κόσμου (άρα και της ανθρωπότητας), τόσο «εσωτερικά» όσο και «εξωτερικά». «Εσωτερικά» γιατί όλοι οι Ευρωπαίοι δεν είναι ίσοι, γιατί δεν θεωρούνται εξίσου Ευρωπαίοι. Κάποιοι είναι περισσότερο «Ευρωπαίοι» από άλλους και αυτό το όριο χωρίζει το Βορρά από τον Νότο της Γηραιάς Ηπείρου και, ίσως ακόμη περισσότερο, το «ανατολικό» από το «δυτικό» μέρος, όπου αυτοί οι προσδιορισμοί δεν είναι αυστηρά γεωγραφικοί αλλά πρωτίστως γεωπολιτικοί και πολιτισμικοί. Η Σλοβενία και η Κροατία θεωρούνται πλέον για παράδειγμα «δυτικές», όχι σαν τη Γαλλία ή τη Γερμανία αλλά περισσότερο από την Ελλάδα και σίγουρα από τη Σερβία. Όσο για την «εξωτερική» ιεραρχία, η Ετερότητα έναντι της οποίας η Ευρώπη όρισε την υπόστασή της ήταν αυτή ενός κατώτερου και κατά κανόνα άξιου αποικιοποίησης Άλλου.
Το «σύμπλεγμα της υποτέλειας» διαπότισε βαθιά την ελληνική κοινωνία, γιατί αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό της κυρίαρχης τάξης, του κράτους της και της ελίτ, και πρωτ’ απ’ όλα της διανόησης που ταυτίστηκε μαζί τους. Όταν βρέθηκαν σε θέση να διεκδικήσουν την αντι-ηγεμονία οι λαϊκές και επαναστατικές δυνάμεις της νεοελληνικής κοινωνίας μπόρεσαν να το αμφισβητήσουν στο βαθμό που επεξεργάστηκαν τη δική τους «εθνική-λαϊκή» (σύμφωνα με τον όρο του Γκράμσι) αφήγηση που συνέδεε σε μια νέα οικουμενικότητα τις αγωνιστικές παραδόσεις του ελληνικού λαού με αυτές της Ευρώπης αλλά και όλου του υπόλοιπου κόσμου, δίνοντας νέο νόημα σε αυτές τις αναφορές. Αυτό ακριβώς οφείλουν να κάνουν και τώρα, τη στιγμή που ο ευρωπαϊστικός λόγος δεν έχει να προσφέρει τίποτε περισσότερο από μια υστερική εκστρατεία φόβου που προσπαθεί να αναδείξει ένα φετιχοποιημένο «κοινό νόμισμα» σε ύστατο καταφύγιο ενός ιδεώδους που καταρρέει.
(1) Χαρακτηριστικό δείγμα το editorial της γαλλικής Le Monde της 10ης Δεκεμβρίου του 2008.
(2) «Οριενταλισμός» ονομάζεται ο λόγος, συχνά με επιστημονικές αξιώσεις, περί «Ανατολής» που διαμορφώνεται στην ευρωπαϊκή Δύση τον 19ο αιώνα και χαρακτηρίζεται από έντονα αποικιοκρατικά και ρατσιστικά στερεότυπα.