Ο Γιώργος Κόρος ήταν η αποθέωση αυτού που θαυμάζαμε, με την έννοια του απορώ, εκτιμώ και αγαπώ ταυτόχρονα, στους αυτοδίδακτους μουσικούς.

Ένας άνθρωπος που δεν έγραφε ούτε διάβαζε παρτιτούρες, αλλά μπορούσε να παίξει όλα τα είδη της λαϊκής μουσικής, ελληνικής και ξένης, με το «αφτί» και με την πρώτη ακρόαση! Τις περισσότερες φορές πριν κι από την πρώτη ακρόαση, αφού ολοκληρωμένο κομμάτι δεν υπήρχε για να το ακούσει! Οι συνθέτες ιδίως του παραδοσιακού τραγουδιού, δημοτικού ή δημοτικοφανούς, συχνά παρουσίαζαν μία μελωδία κι ένα τέμπο σε πρωτόλεια μορφή, με το δικό τους όργανο, ένα κλαρίνο, ένα σαντούρι ή ένα λαούτο, και όχι σπάνια μόνο με το στόμα και το λαρύγγι εάν ο συνθέτης δεν ήταν και οργανοπαίχτης. Τα υπόλοιπα, δηλαδή να πάρει την τελική του μορφή το τραγούδι, ήταν δουλειά της παρέας των μουσικών που αναλάμβανε την εκτέλεση. Όλοι οι καλοί αυτοδίδακτοι μουσικοί έπιαναν, και πιάνουν, στην κυριολεξία, αντί για πουλιά, τραγούδια στον αέρα. Παίρνουν το τόσο και το κάνουν τόοοσο! Κι έτσι συναρμολογήθηκαν χιλιάδες τραγούδια με τα οποία αναστέναξαν, κι ακόμα αναστενάζουν, τα βουνά και οι κάμποι, οι λίμνες και τα ποτάμια, τα λιμάνια και οι θάλασσες. Πρώτος μεταξύ ίσων, ο Γιώργος Κόρος, μαζί με τον κλαριτζή Γιάννη Βασιλόπουλο, που όταν έπαιζαν αντάμα κατέβαιναν επί γης οι αγγέλοι και ανέβαιναν στον πάνω κόσμο οι αποθαμένοι!
Από την Άρτα και το Αγρίνιο ως την Κόρινθο, τη Λαμία, τον Μαραθώνα και την Εύβοια, η μερίδα του λέοντος ανήκε στους τσιγγάνους μουσικούς, πολλοί από τους οποίους κατάγονταν από τη Ρούμελη. Γι’ αυτό, στον προσεκτικό παρατηρητή, ο Κόρος ήταν σαν τη μύγα μες το γάλα. Άλλη γλώσσα, άλλη εμφάνιση, άλλος τρόπος ζωής. Αλλά στη μουσική, δικός τους, 110%, αφού οι ορίζοντες και οι δυνατότητές του ήταν άνευ ορίων, γι’ αυτό και δέχτηκαν την ευεργετική επιρροή του, όπως φάνηκε και στο αποχαιρετιστήριο παίξιμό τους, στο νεκροταφείο Κηφισιάς, την Παρασκευή, 10 Γενάρη, με τον εξαίρετο Λευτέρη Ζέρβα πρώτο βιολί!
Τον κυνηγούσαμε τον Κόρο, για την ακρίβεια, τον παίρναμε από πίσω. Είτε έπαιζε στα χωριά της Θήβας, είτε έπαιζε στα Κιούρκα, είτε έπαιζε στην Κάρυστο, όπου γεννήθηκε πριν από 91 χρόνια, εμείς από κοντά. Και τολμήσαμε να τον υιοθετήσουμε, αν και όσο το σκέφτομαι, μάλλον αυτός μας είχε υιοθετήσει, αφού μας έκανε τα χατίρια, πάντα με εγκαρδιότητα και αυθεντικό χιούμορ. Έπαιζε για όλους ανεξαιρέτως, κι ας αισθανόμασταν εμείς ότι παίζει μόνο για μας. Ξεκινούσαμε από την Αθήνα, με τον Γιώργο Κοντογιάννη και τον Τάσο Φαληρέα, προσθέτοντας κάθε φορά στην παρέα μας κάθε διαθέσιμο φίλο ή συνεργάτη, σαν τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Μάκη Κοντιζά ή τον Γρηγόρη Φαληρέα, που ηχογράφησε κι ένα δίσκο με οργανικά του Κόρου, ή τον Μανόλη Ρασούλη και τον Τζίμη Πανούση, για να ακούσουμε τον «κύριο Γιώργο» όρθιο πάνω στο πάλκο με τις σανίδες, τα τσουβαλόπανα και τα νέον, να παίζει «Για το χατίρι μιας παλιάς αγάπης» με ταξίμια και τσαλκάντζες που ξεχύνονταν σαν αγέλη ανυπότακτων αλόγων στα άβατα πεδία της ψυχής μας.
Τι κι αν ο ήχος έβγαινε μέσα από φτηνές μικροφωνικές, τι κι αν η ατμόσφαιρα ήταν ποτισμένη από το διοξείδιο που έβγαζαν οι ψησταριές με τα αρνιά, τι κι αν οι σαλάτες και τα κοψίδια τρώγονταν με πλαστικά μαχαιροπήρουνα πάνω στη λαδόκολα! Απωθούσαμε τα κοσμοπολίτικα γούστα μας, ξεχνούσαμε τον Ζαν Λικ Ποντί, ξεχνούσαμε και τον Στέφανο Γκραπέλι, διεθνούς φήμης βιολιστές που μας έρχονταν τροπαιούχοι από την Ευρώπη, συνεπαρμένοι από τις καλοζυγισμένες και ευφάνταστες δοξαριές του Γιώργου Κόρου. Επιστροφή στις ρίζες, όχι από εθνικοφροσύνη ούτε μέσα στα οριοθετημένα πεδία της πνευματικής αφρόκρεμας του τόπου. Στις ρίζες που απλώνονταν στο σήμερα, σε δρόμους παράλληλους, χωρίς τη διαμεσολάβηση των βιβλίων και των ωδείων. Φυσικά, όσο φυσικά γίνεται μέσα σε ένα κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο.

Τα ταξίμια μας…
«Τα ταξίμια είναι σαν να μιλάμε και ο ένας απαντάει στον άλλο και λέει το παράπονό του, το αίσθημά του, την ιστορία του, κάτι που του έτυχε, κι ο άλλος πάλι του λέει, τι λες βρε παιδί μου, αυτά έπαθες; και πάει λέγοντας…» (συνέντευξη στον Γιώργο Παπαδάκη, ντέφι, τ. 3, 1982)
Ο Κόρος έπαιζε από βυζαντινούς ύμνους και τσιγγανορουμάνικα μέχρι νησιώτικα, τσιφτετέλια και ζεϊμπέκικα. Με την ίδια άνεση και φαντασμαγορική δεξιοτεχνία. Με τον Καζαντζίδη και τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, με τον Αγγελόπουλο και τον Σκαφίδα, με την Γκρέυ και την Αλεξίου, με τη Φιλιώ Πυργάκη και τη Μαρίζα Κωχ. Και έγραφε τραγούδια, τύπου δημοτικών, αυτά που ονομάσαμε λαϊκοδημοτικά, ένα ανάμεικτο είδος με στοιχεία από την παράδοση και το αστικό λαϊκό τραγούδι, που διαδίδονταν αφενός με τις κασέτες που πουλούσαν οι πλανόδιοι στα χωριά και αφετέρου με το παίξιμό τους στα πανηγύρια, τους γάμους και τα γλέντια, στην ύπαιθρο και στις λαϊκές γειτονιές που εγκαθίσταντο οι εσωτερικοί μετανάστες. «Αδέρφια μη μαλώνετε» τραγούδησε ο Τάκης Καρναβάς, «Μες τη ζωή μου έχω ζήσει τόσες πίκρες» ο Μιχάλης Μενιδιάτης, «Κλαίει ο Όλυμπος» η Γιώτα Λύδια, «Κάτω από ξένους ουρανούς» η Σοφία Κολλητήρη και πολλά άλλα τραγουδήθηκαν από δεκάδες άλλους γνωστούς και άγνωστους τραγουδιστές. Μερικά έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες, όπως η «Φαράχ» που τραγούδησε ο Καζαντζίδης, «Χαμένο κορμί με φωνάζουν κι αλήτη» ο Σκαφίδας και «Αδειανό το προσκεφάλι» ο Χριστοδουλόπουλος.
Εμείς, τα παιδιά της πόλης, καθώς έκθαμβοι τον ανακαλύπταμε μεγαλώνοντας, τον αξιοποιήσαμε και τον αναδείξαμε στο δικό μας περιβάλλον, το πιο αριστερό και το πιο αστικό. Συνεργαστήκαμε για πολλά χρόνια. Κορυφαία στιγμή ήταν η πρώτη συναυλία, διήμερη, που οργάνωσε το ντέφι μας στο Λυκαβηττό, το καλοκαίρι του 1982, με Πάνο Γαβαλά, Ρία Κούρτη, Γλυκερία, Νίκο Παπάζογλου, Μπάμπη Γκολέ, Δημήτρη Κοντογιάννη, Ρεμπέτικη Κομπανία, Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης και Κατερίνα Κόρου, με τις ενορχηστρώσεις του Νάκη Πετρίδη και του Στέλιου Φωτιάδη, και σολίστες τον Αριστείδη Μόσχο-σαντούρι, τον Θανάση Πολυκανδριώτη-μπουζούκι, τον Γιάννη Βασιλόπουλο-κλαρίνο και τον Γιώργο Κόρο-βιολί! Ήταν μια αποκάλυψη! Δώδεκα χιλιάδες θεατές κρέμονταν επί ώρες από τα στόματα, τα λαρύγγια, τα πνευμόνια και τα δάχτυλα των μεγάλων βιρτουόζων που αυτοσχεδίαζαν και έπαιζαν τα πάντα! Ο Κόρος έκανε κόντρες με τον Βασιλόπουλο, όπως συνήθιζαν στα πανηγύρια, έχοντας πλήρη επίγνωση της ίσης αξίας τους.
Άλλος ήταν ο Κόρος του «ζωντανού» κι άλλος ο Κόρος του στούντιο, όπως διαπίστωσα από την πρώτη συνεργασία μας, το 1979, από τη θέση του παραγωγού, για την ηχογράφηση ενός διπλού άλμπουμ βινιλίου με 24 από τα ωραιότερα νησιώτικα τραγουδισμένα από τη Μαρίζα Κωχ, με τίτλο «Αιγαίο». Στο πάλκο, οι αυτοσχεδιασμοί δεν υπόκεινται στο χρονικό όριο που επιβάλλει η ηχοληψία, ούτε στο στούντιο τα «γκάζια» είναι στο φουλ. Ο Κόρος ήταν διαφορετικός, αλλά εξίσου καλός, είτε φορτσάτος είτε τρυφερός, είτε σύντομος είτε παρατεταμένος στα σόλο του. Η δεξιοτεχνία του προσαρμοζόταν καταλλήλως χωρίς ποιοτικές απώλειες τόσο στο τρίλεπτο των ηχογραφημένων τραγουδιών όσο και στο τριήμερο των πανηγυριών, από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 10 το πρωί! Επί δεκαετίες, όταν τα λαϊκά δισκάδικα, τα καρότσια στην Ομόνοια και οι πάγκοι στις λαϊκές αγορές και τα πανηγύρια, ξεχείλιζαν από πειρατικές κασέτες με παράνομες ηχογραφήσεις από τα πανηγύρια και τα κέντρα διασκέδασης, τα ταξίμια, «εισαγωγές» και «γέφυρες», του Γιώργου Κόρου ήταν περιζήτητα. Τον απολαύσαμε τον Γιώργο Κόρο, πολλάκις, αλλά ποτέ δεν τον χορτάσαμε!

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!