Πού πραγματικά κρίνεται κάθε προτεινόμενο μέτρο και πρόγραμμα
«Πού θα βρείτε τα λεφτά;». Μια φράση που ακούγεται συνεχώς και επίμονα από πολιτικούς και συστημικούς δημοσιογράφους που αμφισβητούν τη δυνατότητα οποιασδήποτε διαφορετικής πορείας για τη χώρα. Αλλά και από πολίτες που έχουν βαρεθεί να ακούν υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και στέκονται επιφυλακτικοί απέναντι σε προεκλογικά μέτρα, προγράμματα και εξαγγελίες. Έτσι, για κάθε πολιτική ή μέτρο που προτείνεται, δημοσιογράφοι και πολιτικοί ζητούν την άμεση κοστολόγησή του. Το «λεφτά υπάρχουν» του, πρόσφατα επανεμφανισθέντα, Γ. Παπανδρέου και η κατάληξή του, φαίνεται να έχουν στοιχειώσει την πολιτική συζήτηση.
Πέρα, όμως, από την οικονομική, υπάρχει και η πολιτική κοστολόγηση κάθε μέτρου που εξαγγέλλεται. Τι όρους και προϋποθέσεις έχει η εφαρμογή της μίας ή της άλλης πολιτικής. Τι μέσα χρειάζεται και ποιος συσχετισμός δυνάμεων επιτρέπει την άσκησή της. Αλλά και τι πολιτικούς σκοπούς έχει ακόμα και η οικονομική πολιτική.
Είναι χαρακτηριστική η ανάλυση των Νέων για την ομιλία Σαμαρά στη ΔΕΘ. «Οι φοροελαφρύνσεις που προωθούνται με φειδώ και το τέλος του Μνημονίου που διαγράφεται πιο καθαρά στον ορίζοντα, είναι το μέσον. Όχι ο πολιτικός στόχος», τονίζει η φιλοκυβερνητική εφημερίδα, εκτιμώντας ότι «Σαμαράς και Βενιζέλος δεν ανέβηκαν το Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη για να προβάλουν ένα νέο εθνικό αφήγημα, αλλά για να προειδοποιήσουν ότι η χώρα δεν πρέπει, ακόμα και για λόγους εθνικής επιβίωσης, να αλλάξει αφήγημα». Για να καταλήξει ότι η κυβερνητική στρατηγική, ουσιαστικά, απευθύνεται στη «σιωπηλή πλειοψηφία» της κοινωνίας που δεν θέλει πολιτικές αναταράξεις, ούτε να ρισκάρει τον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας».
Πράγματι, η κυβέρνηση δεν ποντάρει σε ελαφρύνσεις και μέτρα ανακούφισης, μια και είναι φανερό ότι αποτελούν εμπαιγμό, ενόψει, μάλιστα, της νέας αξιολόγησης της τρόικας, των υποχρεώσεων απέναντί της και των μέτρων που ακολουθούν. Αυτά στα οποία, στην πραγματικότητα, Σαμαράς και Βενιζέλος επενδύουν, είναι ο φόβος και η υποταγή. Επενδύουν στο φόβο μπροστά στο «άγνωστο» ενός νέου «αφηγήματος», αξιοποιώντας και το επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον. Επενδύουν στην υποταγή της «σιωπηλής πλειοψηφίας», στην απώλεια φρονήματος της κοινωνίας, στην έλλειψη εμπιστοσύνης ότι μπορεί να χαραχθεί μια διαφορετική, αξιοπρεπής πορεία. Με σκοπό να κλείσει οριστικά το ρήγμα του 2010-2012, ανάμεσα στους πολίτες και το πολιτικό σύστημα και αυτό να μπορέσει να αναστηλωθεί.
Αν η κυβερνητική στρατηγική έχει στο επίκεντρό της την κάμψη του φρονήματος του λαού, το ερώτημα που τίθεται είναι ποια θα μπορούσε να είναι η αντίπαλη στρατηγική. Είναι φανερό ότι αυτή δεν μπορεί να είναι ένα σύνολο μέτρων που κάποια κυβέρνηση θα εφαρμόσει για λογαριασμό μιας πλειοψηφίας ή μιας κοινωνίας που θα παραμένει «σιωπηλή». Αυτά από μόνα τους κινδυνεύουν να εκληφθούν σαν μια αντιπολιτευτική παροχολογία, συνηθισμένη σε προεκλογική περίοδο και σε τέτοια περίοδο βρισκόμαστε. Η κυβερνητική προπαγάνδα το γνωρίζει αυτό και επιχειρεί να απαντήσει στις εξαγγελίες της αντιπολίτευσης με το ερωτηματικό της οικονομικής κοστολόγησης. Το φετινό σκηνικό της ΔΕΘ θα παρομοιαστεί με αυτό του 2009 όταν ο Κ. Καραμανλής προειδοποιούσε για τη δημοσιονομική κατάσταση και ο Γ. Παπανδρέου έταζε «λεφτά που υπήρχαν».
Όμως, όσα κι αν λέγονται ή γράφονται, βασικό ζητούμενο παραμένουν οι πολιτικές και όχι οι στενά οικονομικές προϋποθέσεις για μια άλλη πολιτική. Για να εφαρμοστεί ένα αριστερό πρόγραμμα διεξόδου της χώρας, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμμετοχή του λαού. Χωρίς αυτήν ελάχιστα πράγματα μπορούν να γίνουν, ακόμα κι αν βρεθούν πόροι για άλλες πολιτικές. Κάθε μέτρο που είναι σε απόκλιση με τη χρεοκρατία και τη ντόπια διαπλοκή σημαίνει μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σύγκρουσης και άρα χρειάζεται πολιτική δύναμη και στήριξη για να προωθηθεί.
Οι προηγούμενες κυβερνήσεις, για παράδειγμα, δεν υπόσχονταν μόνο οικονομικά μέτρα που δεν εφάρμοζαν στην πράξη. Στα προγράμματά τόσο του Κ. Καραμανλή, όσο και του Γ. Παπανδρέου, για να αναφερθούμε ξανά σε αυτούς, υπήρχε και η ρήξη με τους «νταβατζήδες» και τη διαπλοκή. Αυτή ξεχάστηκε όχι επειδή «δεν υπήρχαν λεφτά», αλλά για λόγους πολιτικούς. Μια διαφορετική πορεία της χώρας μπορεί να επιβληθεί μόνο από το λαό και τη δική του δύναμη, σε ρήξη με το πολιτικό σύστημα. Απαραίτητος όρος η ανάκαμψη του φρονήματος και η συμβολή σε αυτήν.