Πασχαλιάς λουλούδια

Του Μάρκου Δεληγιάννη

Πασχαλιάς ανθούν λουλούδια σε ανοιξιάτικη γη. Των πουλιών οι αρμάδες καταπλέουν στους όρμους του έρωτα. Το γκρίζο του χειμώνα εκδιώκεται. Η ζωή ανάσκελα, σε κρεβάτι μυρωμένο, στήνει ενέδρα στους εραστές της. Όσοι άνθρωποι, νέοι παρέμειναν ακόμη, απαλλαγμένοι απ’ των ρούχων τη ματαιότητα, κατέβηκαν στα ήρεμα ακρογιάλια, με κόκκινο κρασί στο χέρι και με τη δίψα του φιλιού στο στόμα, τις αστραπές της αγάπης να συναντήσουν. Ενώ, την ίδια τη στιγμή, ο αυγερινός θα εισέρχεται στων κοριτσιών τ’ απόκρυφα, από μισάνοιχτα παραθύρια, τα ολόγυμνα κορμιά τους να χαϊδέψει. Δυο σπάρτα, κάτω απ’ του βράχου τη σκιά, αμέριμνα φιλιούνται. Δίνουν το σύνθημα. Τρεχάτε! Η ζωή αδημονεί. Ανέτοιμους της άνοιξης ο οργασμός να μη μας βρει.

Πασχαλιάς ανθούν λουλούδια και ζυγώνει η λευτεριά, πάντα οι υπόδουλοι θα τραγουδούνε. Του χειμώνα, οι νύχτες οι ατέλειωτες ταιριάζουν μόνο με του σκλάβου την υποταγή. Μα ακόμη και στα μυαλά τα παγωμένα και στις καρδιές τις πετρωμένες, πάντα μια χαραμάδα, του Μαγιού ο αγέρας θε’ να βρει, φιλί στη θάλασσα την αφροστόλιστη να δώσει κι οι κάμποι να σκιρτήσουνε από λαχτάρα ερωτική. Στης φύσης το χορό κι εμείς, σύντροφε, ας μπούμε δίχως δισταγμό. Η ζωή κάθε μέρα μάθημα σοφό μας διδάσκει. Κι όμως, μες της άνοιξης τη γιορτή, καβάλα σ’ άρματα σιδερόφρακτα καλπάζουνε της κόλασης οι αγγελιαφόροι. Είναι αυτοί που ποτέ δεν στάθηκαν έκπληκτοι μπροστά σε παιδικό χαμόγελο, που ποτέ δεν ένοιωσαν ρίγος στο άκουσμα της κραυγής μιας ετοιμόγεννης, που ποτέ δεν λάτρεψαν κάθιδρο τριαντάφυλλο φυτρωμένο ανάμεσα σε δυο πάλλευκα κρίνα, που ποτέ δεν έκαναν τραγούδι και χορό το στεναγμό τους. Είναι αυτοί, που σκοπό μοναδικό έχουν ψυχές να κουρελιάζουν, χαμόγελα να ξεριζώνουν, αξιοπρέπειες να εκποιούν. Μα όσο κι αν επιθυμούν, οι επίδοξοι βιαστές της ζωής να τη φιμώσουν, αυτή πάντα τρόπο θα βρίσκει τη δύναμή της την αδιαφιλονίκητη, να δείχνει. Κι όμως τούτες τις ανοιξιάτικες μέρες πάτησε την Αττική γη η φαιά πατούσα της Μέρκελ. Ήλθε για να τονίσει στους πάντα πρόθυμους να υπακούουν τις επιταγές της, με του καταχτητή την έπαρση, πως ακόμη το βασίλειο της σιωπής και της ερήμωσης δεν έχει στηθεί. Πως πρέπει οι μνήμες απ’ τις λεύτερες μέρες να διαγραφούν. Κι όσοι αρνούνται τη λήθη να ενστερνισθούνε, καλό είναι να εξαφανίζονται απ’ τη μάταιη αυτή ζωή. Άλλωστε γι’ αυτό κατεδαφίζονται της περίθαλψης οι δομές, της γνώσης οι ναοί, της κατοικίας η ασφάλεια, της μετακίνησης το αναφαίρετο δικαίωμα. Θα πρέπει οι ιθαγενείς να μάθουνε μέσα σε τάφο ζωντανοί να ζούνε. Αυτή είναι η επιδίωξή τους. Γλώσσα άλλη να μην ακούγεται, εκτός από ουρλιαχτά και οιμωγές. Αυτό θα ’ναι το γλωσσικό ιδίωμα του καινούργιου πολιτισμού, του μοντέρνου πολιτικού βίου. Ας αναρωτηθούμε, σύντροφε, πώς έγινε πάλι και το πλήθος να χειροκροτεί ακατάπαυστα τους διορισμένους ρήτορες, πώς πάλι μας πολιορκούν με λέξεις-ψιμύθια, στολίδια ενός ιδιόμορφου ολοκληρωτισμού; Το ψέμα το χοντροκομμένο, το θάμβος της ρεκλάμας, των αριθμών ο κομπασμός εκλύεται καθημερινά, απ’ των τηλεοράσεων τις οθόνες. Επιστρατεύεται ο χλευασμός της αλήθειας, το μένος κατά της λογικής. Ξεθάβουν φαντάσματα του παρελθόντος, ανασύρουν απολιθώματα απ’ τα ορυχεία του πλέον άκρατου συντηρητισμού. Ξαφνικά, όλοι όσοι είχαν αναγάγει την πατριδοκαπηλία σε θεάρεστο έργο, εκείνα τα χρόνια τα περίλαμπρα, της ενδόξου μετεμφυλιακής περιόδου, βρέθηκαν στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής. Νεόκοποι μεσσίες. Θλιβεροί εθνοσωτήρες. Ύαινες πεινασμένες, έτοιμες το κορμί της πατρίδας να ξεσκίσουν. Κανείς δεν μιλάει για τη μεγάλη στρατιά των ανέργων, για τις χιλιάδες άστεγους, για τις θηριωδίες που διαπράττονται εις βάρος των αδυνάτων, των ξεριζωμένων, των μεταναστών. Ύστερα απ’ το φιάσκο της περίφημης εξόδου στις αγορές δεν απέμεινε παρά μόνο η μέθοδος η γνωστή: Η ακούραστη επανάληψη του ψεύδους. Όσο πιο τρανταχτό είναι, τόσο περισσότερη εντύπωση προκαλεί στ’ αφτιά και στα μάτια των ιθαγενών.

Είδαμε πάλι στα πάνελ να κατασκηνώνουν ειδικοί, ξεχασμένοι πολιτικοί μαϊντανοί, ευρωπαϊστές, φιλάνθρωποι, να συκοφαντούν την Αριστερά. Είναι, αυτή η αιτία όλων των κακών. Κι εμείς, σύντροφε, βουλιάζουμε σε ψεύδη αυτάρεσκα. Κατεβήκαμε πάλι στο δρόμο. Δεν καταφέραμε στην ίδια κοίτη την οργή μας την πολιτική να διοχετεύσουμε. Η φύση όμως το δρόμο μας δείχνει. Κάτω απ’ τα πέλματα των κυνηγημένων από δακρυγόνα και ρόπαλα, σε μια γωνιά, μια τούφα ατίθασο μυρωδάτο χορτάρι, μες απ’ της ασφάλτου τις ρωγμές, καγχάζει -θάμνος της πόρνης- πόλης που περιφρονεί τις στύσεις των βιαστών. Κι όμως, κανείς δεν έστερξε την έκπληξη του δρόμου ν’ αφουγκραστεί. Κανείς δεν σκέφτηκε τη γύμνια της χλόης με της σημαίας το κόκκινο να σκεπάσει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!