Η κουτοπόνηρη κυβερνητική επένδυση στο θρίλερ χρεοκοπίας της Αργεντινής και η ανώμαλη προσγείωση στο πεδίο της σκληρής αξιολόγησης
Νόστιμη η ατάκα του υπουργού Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη ότι «το πολύ δημοσιονομικό “ξύλο” το έχουμε φάει». Και ενδεχομένως να έχει δίκιο, με όρους ποσοτικούς. Ωστόσο, αυτό που δεν έχει φάει η κυβέρνηση στη δέουσα ποσότητα είναι το πολιτικό «ξύλο». Και δεν εννοούμε μόνο την κοινωνική και πολιτική αντίδραση στις καταστροφικές της πολιτικές. Αλλά και τις πιέσεις που υφίσταται από τους εταίρους δανειστές, ιδιαίτερα μέσα από την τελετουργία των εξευτελιστικών αξιολογήσεων από την τρόικα.
Τις προηγούμενες μέρες η κυβέρνηση έκανε μια κουτοπόνηρη προσπάθεια να αποδραματοποιήσει αυτή την τελετουργία και να ενισχύσει το σενάριο ότι η τρόικα είναι υπ’ ατμόν και τα μνημόνια βαίνουν στο τέλος τους, ανακοινώνοντας σχεδόν επίσημα ότι το επόμενο ραντεβού με την τρόικα θα ήταν στο Παρίσι, στις αρχές Σεπτεμβρίου και θα είχε ένα χαρακτήρα χαλαρής, σχεδόν τυπικής αξιολόγησης. Έφαγε χοντρή «χυλόπιτα» από την Κομισιόν, η οποία έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, ξεκαθαρίζοντας ότι η αξιολόγηση θα γίνει κανονικά στην Αθήνα και πως το ραντεβού των Παρισίων είναι απλώς προπαρασκευαστικό. Η κυβέρνηση κατάπιε όπως – όπως τη χυλόπιτα, κι έπειτα το έριξε στην «αργεντινολογία», συνεπικουρούμενη από πλήθος παπαγαλακίων που εόρτασαν τη δεύτερη χρεοκοπία της λατινοαμεριανικής χώρας περίπου ως… ελληνικό θρίαμβο.
Η Λέσχη των πιστωτών
Γιατί, όμως, είχε τόση σημασία για την κυβέρνηση να «μετακομίσει» στο Παρίσι το παζάρι με την τρόικα; Το Παρίσι, εκτός από Πόλη του Φωτός, είναι και η έδρα της Λέσχης των Παρισίων, της ένωσης των 19 πλουσιότερων κρατών του κόσμου που διαμεσολαβούν σε αναδιαρθρώσεις κρατικών χρεών, συχνά σε συνεργασία με το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και την Ε.Ε. Η Λέσχη των μεγάλων πιστωτών (που ταυτόχρονα είναι και οι μεγαλύτεροι οφειλέτες του κόσμου) διαθέτει μεγάλη τεχνογνωσία σε αναδιαρθρώσεις κρατικού χρέους. Ακόμη κι αν μια χώρα δεν ζητήσει επίσημα τη διαμεσολάβησή της (πράγμα αδιανόητο για την υποτελή συγκυβέρνηση), οι «γνωμοδοτήσεις» της είναι χρήσιμες. Η ίδια Λέσχη, άλλωστε, μεσολάβησε επιτυχώς τον Μάιο σε συμφωνία αποπληρωμής χρέους ύψους 10 δισ. δολαρίων της Αργεντινής, πριν τα δύο αμερικανικά κερδοσκοπικά funds την μπλοκάρουν και φέρουν τη χώρα στην κατάσταση «επιλεκτικής χρεοκοπίας» για ένα υπόλοιπο χρέους πολύ μικρότερο, μόλις 1,5 δισ. δολαρίων.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, υπολόγιζε να συνδυάσει τα ραντεβού των υπουργών με την τρόικα στο Παρίσι – με μια, έστω άτυπη, εκκίνηση της συζήτησης για τη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Μια ανάλογη πρωτοβουλία «τεχνοκρατικού χαρακτήρα» είχε λάβει ο Γιάννης Στουρνάρας, λίγο μετά τις Eυρωεκλογές, με ένα μυστηριώδες ταξίδι στο Παρίσι, όπου συνάντησε και την επικεφαλής του ΔΝΤ. Άλλωστε, στο θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους η κυβέρνηση υπολογίζει και στη «συμμαχία» του ΔΝΤ, το οποίο με κάθε ευκαιρία -προ ημερών διά στόματος Κριστίν Λαγκάρντ- υπενθυμίζει στην Ε.Ε. και στην ΕΚΤ το «χρέος» τους για το ελληνικό χρέος.
Η «χρήσιμη» Αργεντινή
Στη συγκεκριμένη συγκυρία, ωστόσο, στους κυβερνητικούς εγκεφάλους φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη και η νέα περιπέτεια της Αργεντινής. Πέρα από την αξιοποίηση της νέας χρεοκοπίας, ως ατράνταχτου επιχειρήματος εναντίον της στάσης πληρωμών και της άρνησης αποπληρωμής του χρέους, η κυβέρνηση επένδυε και στις δύο εκβάσεις του αργεντίνικου θρίλερ: Αν μεν τελεσφορούσαν οι διαπραγματεύσεις της Αργεντινής με τους κερδοσκόπους, η εξέλιξη θα αποφόρτιζε τις πιέσεις στις υπερχρεωμένες χώρες, διευκολύνοντας μεταξύ άλλων και την πολυπόθητη έξοδο στις αγορές. Αν ναυαγούσαν πάλι, όπερ και εγένετο, οι αγορές θα εστίαζαν τόσο πολύ το ενδιαφέρον τους στην δις χρεοκοπημένη Αργεντινή, ώστε η ελληνική περίπτωση -και τα αντίστοιχα ομόλογα- θα τους φαινόταν ελκυστική.
Η κουτοπόνηρη κυβερνητική στρατηγική κατέρρευσε, πριν καταρρεύσει το παζάρι της Αργεντινής με τους κερδοσκόπους. Το μήνυμα της Κομισιόν ήταν ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να τρώει «πολιτικό ξύλο» από την τρόικα, η αξιολόγηση θα γίνει κανονικά και με το νόμο στην Αθήνα, το φθινόπωρο, η κυβέρνηση θα πρέπει στο μεταξύ να έχει κάνει τις «ασκήσεις» λιτότητας και εκποίησης του δημόσιου πλούτου, ενώ το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους δεν την αφορά. Αφορά αυτούς που το κατέχουν, ήτοι το ΔΝΤ, τα κράτη της Ε.Ε. και την ΕΚΤ. Τελεία.
Ποια ανάκαμψη;
Η ατυχήσασα κυβερνητική σκηνοθεσία, βέβαια, είχε έναν ακόμη μπαλαντέρ: Την πολυαναμενόμενη ανακοίνωση της Moody’s για την πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδας (σ.σ. μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε εκδοθεί η σχετική ανακοίνωση). Ανεξάρτητα από την εξέλιξη αυτή, τις τελευταίες μέρες συσσωρεύτηκαν ποικίλες αρνητικές ενδείξεις που «γκριζάρουν» το καλό σενάριο πάνω στο οποίο κυβέρνηση θα ήθελε να στηρίξει την αναδιάρθρωση του χρέους (με επιμήκυνση και βελτίωση επιτοκίων), μια ακόμη έξοδο στις αγορές και, κυρίως, να αποφύγει νέο δανεισμό και νέο μνημόνιο. Το καλό σενάριο απαιτεί βιώσιμο πρωτογενές πλεόνασμα, κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού των 12 δισ. ευρώ και αύξηση του ΑΕΠ, έστω και συμβολική, εντός του έτους. Η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε τις τελευταίες μέρες μείωση του ΑΕΠ (α’ τρίμηνο) κατά 0,9%, μείωση του τζίρου της βιομηχανίας αλλά και των εξαγωγών κατά 4,9% μέχρι και τον Μάιο, ανεργία 27,8%, υποχώρηση του δείκτη οικονομικού κλίματος τον Ιούλιο, αύξηση των τιμών παραγωγού, παρά τον αρνητικό πληθωρισμό και ποικίλες ενδείξεις χρηματοδοτικής ασφυξίας.
Συν τοις άλλοις, η καλοπληρωμένη από το ελληνικό κράτος Black Rock ενημερώνει τους εκτός Ελλάδος πελάτες της ότι η χώρα παραμένει στη ζώνη υψηλού κινδύνου για χρεοκοπία, ενώ ο μέχρι τώρα χρηματοδοτικός στραγγαλισμός δημοσίων υπηρεσιών και ασφαλιστικών ταμείων υποχρεώνει την κυβέρνηση να βάλει το χέρι στην τσέπη και ν’ ανοίξει άλλη μια δημοσιονομική τρύπα ύψους τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ.
Είναι πιθανό, βεβαίως, τα προσχήματα και για τη κυβέρνηση και για τους δανειστές να τα διασώσει η Moody’s, αλλά και ο τουρισμός, κι έτσι στα μέσα του φθινοπώρου να έχουν να παρουσιάσουν την πρώτη ένδειξη για το «τέλος της ύφεσης». Ωστόσο, ακόμη και μια μικρή αύξηση του ΑΕΠ, φέτος, είναι αδύνατο να αντισταθμίσει την βαθιά παραγωγική αποσάθρωση της χώρας, η οποία μάλιστα θα επιταθεί μέσω της ρύθμισης των «κόκκινων δανείων». Αλλά για τα παπαγαλάκια των δανειστών, αρκεί που «δεν γίναμε Αργεντινή». Αρκεί, δηλαδή, που για να αποφύγουμε τη χρεοκοπία και τον αποκλεισμό από τις αγορές συσσωρεύσαμε τις επιπτώσεις τουλάχιστον δυο χρεοκοπιών και καταδικαστήκαμε σε ισόβια κάθειρξη στη φυλακή του χρέους.