Του Ηρακλή Λογοθέτη
Ολοένα και πιο συναρπαστικό γίνεται το περιπετειώδες, εξερευνητικό αφήγημα που τιτλοφορείται «Ο Τάφος της Αμφίπολης» και αφού δημοσιεύεται σε συνέχειες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αναπαράγεται σε ποικίλες εκδοχές από τα υπόλοιπα μέσα μαζικής επιρροής. Κάθε μέρα αποκαλύπτονται καινούργιες λεπτομέρειες για τα στάδια της προσπάθειας να βρεθεί ο νεκρός βασιλιάς κι έρχονται στο φως νέες πτυχές της ανασκαφικής εποποιίας που αποτελεί το θέμα του αφηγήματος. Καθώς πρόκειται για έργο εθνικής πνοής είναι φυσικό να ξεσηκώνει το υστερικό ενδιαφέρον του κοινού που παρακολουθεί με αδηφάγο διάθεση την όλη υπόθεση. Πρόκειται, αναμφίβολα, για μεγάλη επιτυχία της Εφημερίδας που πάει να ρεφάρει τα φύλλα που έχασε με τον ΕΝΦΙΑ – κάποιοι μάλιστα από το συντακτικό επιτελείο ευελπιστούν σε επανάληψη του θριάμβου που κατήγαγε ο Μανώλης Ανδρόνικος με τον Τάφο του Φιλίππου. Φοβάμαι, ωστόσο, ότι ο διευθυντής της κυβερνητικής Εφημερίδας, κ. Αντώνης Σαμαράς, βιάζεται λιγάκι να εξαργυρώσει αυτή την ομολογουμένως απρόσμενη επιτυχία και επηρεασμένος από τη λαχτάρα του κόσμου για την τελική, συνταρακτική αποκάλυψη διαπράττει λάθη τακτικής. Πιέζει τη συγγραφέα, κ. Περιστέρη, να προχωρήσει πιο γρήγορα στη διαλεύκανση του μυστηρίου, ενώ είναι γνωστό από τις λογοτεχνικές επιφυλλίδες των μεγάλων εφημερίδων του δέκατου ένατου αιώνα ότι όλο το ζήτημα συνίσταται στις καθυστερήσεις και στα εμπόδια. Υπάρχουν ειδικές και δοκιμασμένες τεχνικές για την ανακοπή της δράσης, την παροχέτευση της πλοκής σε πλάγιες ατραπούς και τη διαχείριση των απροόπτων που αναστέλλουν την αποκάλυψη. Το θέμα είναι να κορυφώνεις την υποσχετική ένταση αλλά να απομακρύνεις την εκπλήρωση. Έτσι κρατάς ζωντανό, κάτι περισσότερο, ενθουσιώδες, το ενδιαφέρον του κόσμου, απογειώνεις τις εντάσεις και κρατάς τον αναγνώστη με κομμένη την ανάσα μέχρι την επόμενη συνέχεια.
Βέβαια, η κ. Περιστέρη είναι έμπειρη συγγραφέας και τα ξέρει όλ’ αυτά, γι’ αυτό και είμαι σίγουρος ότι θα πείσει τον διευθυντή της Εφημερίδας πως η επιβράδυνση της δράσης είναι προς το συμφέρον του εθνικού αφηγήματος. Οπότε, δεν αποκλείεται μετά τον τρίτο τοίχο που μας χωρίζει από το θαμμένο μυστικό να βρεθεί τέταρτος ή και πέμπτος ακόμα, και στην περίπτωση αυτή το αφήγημα να βαδίσει επιφυλακτικά, σύμφωνα δηλαδή με το λαϊκό τραγουδάκι: Περπατάω τοίχο-τοίχο μέχρι που να σε πιτύχω… Δεν αποκλείεται επίσης από την υποδαυλιζόμενη φούρια των ηρώων της ανασκαφικής περιπέτειας, να συμβεί κανένα ατύχημα. Να καταρρεύσει κανένα υποστύλωμα ή να πέσει κανένας θόλος και μέχρι να απομακρυνθούν τα χώματα που σκεπάζουν τη μεγάλη κρύπτη και τον εξαίσιο νεκρό της να χρειαστούν πολλές αγωνιώδεις συνέχειες. Σοβαρό, δυστυχώς, παραμένει και το ενδεχόμενο η συγγραφέας να κουραστεί από την παρατεινόμενη επιτυχία της εν λόγω επιφυλλίδας, να ζαλιστεί από τον θόρυβο των απανταχού θαυμαστών και η επινοητικότητά της να στερέψει. Τότε μπορεί θαρραλέα και χωρίς διόλου να πτοηθεί από τα γραφεία τύπου που έχουν ανοίξει διάφοροι επιτήδειοι εν ονόματι του Νεάρχου, της Ρωξάνης ή του Ηφαιστίωνα, να δώσει ένα απροσδόκητο πλην συνταρακτικό τέλος στο μεγαλειώδες της αφήγημα. Να αποκαλύψει, δηλαδή, με μια καταληκτήρια αποστροφή ότι «Ο τάφος της Αμφίπολης» είναι άδειος όπως το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Ο τελευταίος, εξάλλου ,προίκισε με τόσο νόημα αυτό το αδειανό κιβώτιο ώστε πλέον δεν φοβόμαστε το κενό.