Του Αντώνη Σουρούπη
Θα ήταν άραγε διαφορετική η τύχη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αν δεν είχε επιτευχθεί κατά τη διάρκειά της η ταυτόχρονη εγγραφή ήχου και εικόνας, δεν είχε προκύψει δηλαδή ο ομιλών κινηματογράφος; Η εν λόγω «πρόοδος» θεωρήθηκε αναπόφευκτη και φυσιολογική και ο τρόπος με τον οποίο μάθαμε να σκεπτόμαστε επικυρώνει αυτήν την αντίληψη: Το λογικό, για μας, τώρα, είναι να αναστρέψουμε το ερώτημα, να αναρωτηθούμε δηλαδή γιατί εκεί και τότε θεωρήθηκε φυσική και αναπόφευκτη η ύπαρξη μιας ομιλούσας εικόνας – όπως και η ύπαρξη αντιύλης άλλωστε.
Ας σκεφτούμε, ωστόσο, αλλόκοτα προς στιγμήν: ναι, τι θα είχε συμβεί αν όλο το φάσμα δεν είχε μετακινηθεί προς το άκρο του λόγου, αν εξακολουθούσαμε να μαντεύουμε τι νιώθει, τι σκέπτεται, τι λέει εντέλει ο/η ηθοποιός μόνον από την κίνηση και τις εκφράσεις του προσώπου του; Γιατί από μιαν άποψη ο λόγος, όταν επιτέλους ακούστηκε, συγκάλυψε και αποδυνάμωσε αυτά τα σήματα, μολονότι, από άλλην άποψη, γέννησε μια διαλεκτική σχέση. Η όρασή μας αναπροσαρμόστηκε, θέλω να πω, κι ίσως χάσαμε την ικανότητα να βλέπουμε κάποιον εκδοχή του προφανούς, αφού μας το έδειχνε ο λόγος…
Αυτό που λέω είναι, βέβαια, τόσο απλοϊκό όσο και το να πω ότι οι τυφλοί έχουν οξυμένη ακοή. Ας το σκεφτούμε παρ’ όλα αυτά: Η διαφορά ανάμεσα στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Χίτλερ και την ανάρρησή του στο αξίωμα του καγκελάριου με λαϊκή εντολή λίγα χρόνια αργότερα ίσως είναι η γένεση, εν τω μεταξύ, του ομιλούντος κινηματογράφου, που επέτρεψε σ’ έναν εμφανώς παλιάτσο ή μαζικό δολοφόνο να κρυφτεί πίσω από την πειστική ρητορική του, που ήταν άλλωστε πειστική (μιαν υπόθεση κάνω) πέραν όλων των άλλων και επειδή απευθυνόταν σ’ ένα κοινό που είχε ξεμάθει να βλέπει-σαν-να-μην-υπήρχε-ήχος.
Δεν υποστηρίζω κάποιον χυδαίο φυσιογνωμισμό, προφανώς. Λέω μόνο ότι τα πρόσωπα στο βωβό κινηματογράφο μιλούσαν στην όρασή μας κι αυτή η γλώσσα έπαψε να μιλιέται και σιγά-σιγά ξεχάστηκε – ή, πάλι, μέσω της διαλεκτικής σχέσης άλλαξε κατά τον ίδιο τρόπο που δεν έχουμε δεκαπέντε λέξεις για το χιόνι, γιατί δεν χρειάζεται να έχουμε… Θα είχε ενδιαφέρον να συζητήσουμε αν εκεί και τότε, τη στιγμή που γεννήθηκε ο ομιλών, ο κινηματογράφος έχασε τον εαυτό του. Όπως και να ’χει, ο πολίτης έχασε κάτι από την όρασή του και δεν το ξαναβρήκε έκτοτε: το Θέαμα, για το οποίο τόσα έχουν ειπωθεί, απορρόφησε τον λόγο μετατρέποντάς τον στο κατ’ εξοχήν θέαμα, έπαψε όμως να είναι όσο πριν ορατό και ελέγξιμο.
Ακούγεται παράδοξο, είναι όμως; Όπως και να ’χει, ας κάνουμε ένα πείραμα. Ας φανταστούμε τον Βορίδη ή τον Γεωργιάδη χωρίς ήχο: Ας κλείσουμε, φερ’ ειπείν, την ώρα του πάνελ, τον ήχο της τηλεόρασης. Βλέπουμε κάτι που δεν βλέπαμε ολοκάθαρα πριν; Βλέπουμε κάτι που το έκρυβαν τα λόγια; Εννοώ, κάτι πέραν του απολύτως προφανούς – που κι αυτό εντούτοις κρύβεται. Γιατί αν δεν κρυβόταν, πώς ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε μ’ έναν κυνικό ή έναν ηλίθιο; Κι έπειτα ας επεκτείνουμε το πείραμα: Κλείστε τον ήχο – και δείτε…