του Μάριου Διονέλλη
Η εβδομαδιαία διαμονή στους χώρους ενός δημόσιου νοσοκομείου δίνει πολλές αφορμές για συζητήσεις, καθώς υπάρχουν πολλά που δεν θα τα δεις ποτέ κάνοντας απλώς «ρεπορτάζ» Υγείας.
Αναμένοντας τον ερχομό του δικού μου «πρωινού άστρου» σκέφτηκα πολλές φορές τι είδους «αξιολόγηση» μπορεί να γίνει στο προσωπικό π.χ. της μαιευτικής κλινικής όπου βρέθηκα.
Πώς να αξιολογήσω τις δύο μαίες κάθε βάρδιας που «καλύπτουν» 25 έγκυες ή λεχώνες; Που δεν είναι δύο στην πραγματικότητα, αφού σε περίπτωση τοκετού η μία μαία θα πάει αποκλειστικά δίπλα στην γυναίκα που γεννά, άρα η άλλη θα μείνει πίσω μόνη της με την ευθύνη για τις υπόλοιπες 24 που βρίσκονται στους θαλάμους. Παρόμοια είναι η κατάσταση και για τους νοσηλευτές, τους γιατρούς, τους τραυματιοφορείς κ.λπ.
Τι να αξιολογήσω, λοιπόν, ερωτώ (εμένα πρώτα κατά τις μακρές ώρες της αναμονής και κατόπιν όσους εσχάτως μας προέκυψαν φαν της αξιοκρατίας και του «μαζί τα φάγαμε»). Να τις κρίνω και τελικά να διώξω το 15% αυτών, δηλαδή όποια βγει δεύτερη; Και ομοίως τους τραυματιοφορείς, τους τραπεζοκόμους κ.λπ.; Και μετά;
Στα δημόσια νοσοκομεία, όπως και σε όλες τις δουλειές του κόσμου, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν για σένα (τον πολίτη) το παραπάνω και με όλη τους την καρδιά. Και υπάρχουν και εκείνοι που κοιτούν απλώς το ωράριό τους και φεύγουν χωρίς να επιδιώξουν ποτέ ένα χαμόγελό σου ως ανταμοιβή. Μα και οι δύο κατηγορίες κρίνονται μόνο από όσους έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για την Υγεία, και άλλοι τέτοιοι καλύτεροι από τους ασθενείς δεν υπάρχουν.
Ο διοικητής του νοσοκομείου όπου βρέθηκα αυτές τις μέρες έχει δηλώσει, απερίφραστα, πως επέλεξε να λειτουργεί κάτω από τα όρια ασφαλείας το νοσοκομείο του, αντί να χάσει τη θέση του, όπως τον απείλησε ο Βορίδης. Και έτσι έστειλε τα φύλλα της αξιολόγησης.
Με το εξιτήριο στο χέρι, σκεφτόμουν ότι η πραγματική αξιολόγηση έχει ήδη γίνει. Από όλους εμάς.