Σκέψεις με αφορμή πρόσφατα ερεθίσματα
της Μαργαρίτας Δρίτσα*
Το ζήτημα της αειφορίας εισέβαλε πρόσφατα και κινητοποίησε ευαίσθητους πολίτες, περιβαλλοντικές οργανώσεις, καθώς και επιστήμονες που μελετούν την κλιματική αλλαγή. Ενδιαφέρθηκαν και όσοι ασχολούνται με τη μελέτη του τουρισμού και τις αρνητικές επιδράσεις του. Οι προειδοποιήσεις και εκκλήσεις διεθνών οργανισμών και ειδικών που ζητούν ριζικές λύσεις για τη ρύπανση, αλλά και η αναβλητικότητα για τα απόβλητα, η χρήση τοξικών προϊόντων στη γεωργία, οι αποψιλώσεις δασών, οι καταπατήσεις αιγιαλών, η οικοδόμηση μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων κ.ά., θα έπρεπε να έχουν εδώ και χρόνια απασχολήσει πολιτικούς σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Η απουσία ωστόσο κάθε προεκλογικής αναφοράς στο θέμα των περισσότερων κομμάτων – πλήν εκείνου των Οικολόγων – αποκάλυψε το πόσο χαμηλά βρίσκεται στον κατάλογο των αυτοδιοικητικών και εθνικών προτεραιοτήτων, ίσως και στη συνείδηση της πλειονότητας των πολιτών. Κι όμως, σε κάθε επίσκεψη σε τουριστική περιοχή διαπιστώνεται έλλειψη στοιχειώδους πρόνοιας για περιορισμό της ρύπανσης, πλήρης ασέβεια προς τη φύση, το δομημένο περιβάλλον και τον ευρύτερο πολιτισμό μας. Από τις κυριότερες αιτίες είναι η συνεχώς διευρυνόμενη τουριστική εμπορευματοποίηση και η σχετική άγνοια για το χαρακτήρα και τις δυνατότητες της χώρας μας.
Η Ελλάδα ανήκει στους ώριμους (και όχι αναδυόμενους όπως συχνά χαρακτηρίζεται) προορισμούς που διαθέτουν τεράστιο πολιτισμικό πλούτο – κυρίως ιστορικού χαρακτήρα – o οποίος εντάσσεται σε ιδιαίτερου κάλλους και ποικιλίας φυσικό περιβάλλον. Αυτός ο πολιτισμός ήδη από την πρώτη περίοδο τουριστικής ανάπτυξης τον 19ο αι. (και όχι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως ισχυρίζονται πολλοί μελετητές), σφράγισε την εικόνα της χώρας, ως πρωτεργάτη του τουρισμού. Μαζί με την Ιταλία, αποτέλεσε κύριο προορισμό της Μεγάλης Περιοδείας (Grand Tour) που προσλαμβανόταν πρωτίστως ως παιδευτικό ταξίδι ανακάλυψης και εσωτερίκευσης πολιτισμού και αυτογνωσίας. Η «Μεγάλη Περιοδεία» επηρεάστηκε από όλα τα κινήματα ιδεών της Ευρώπης παγιώνοντας την εικόνα της Ελλάδας ως χώρα πολιτισμού μέχρι τον προχωρημένο μεσοπόλεμο της δεκαετίας 1930. Τα περιηγητικά κείμενα του 19ου αι. δίδαξαν στους νεότερους επισκέπτες τι να παρατηρούν στα ταξίδια τους και πώς να αντιλαμβάνονται τον ελληνικό πολιτισμό. Κεντρικό ρόλο στη διαδικασία εμπορευματοποίησής τους και δημιουργίας των πρώτων στερεοτύπων της τουριστικής αγοράς είχαν Ευρωπαίοι εκδότες και οργανωτές ταξιδιών.
Branding
Αν το αρχικό branding της Ελλάδας με άξονα τον πολιτισμό ετεροκαθορίστηκε από τη ζήτηση, προσπάθειες αυτοκαθορισμού δεν έλειψαν. Από το 1870 κι ύστερα, μεγάλες εκδηλώσεις όπως το βασιλικό Ιωβηλαίο, επέτειος του Πανεπιστημίου Αθηνών, διεθνείς εκθέσεις, Ολυμπιακοί αγώνες (1896) πρόβαλλαν τον ελληνικό πολιτισμό και ευνόησαν τον τουρισμό της Αθήνας προσελκύοντας μεγάλο αριθμό ξένων επισκεπτών και ομογενών της διασποράς. Η μακρά κρίση μετά την τραγωδία του 1922 και η οικονομική κρίση των ετών 1929-32 αφύπνισαν ταυτόχρονα το διψασμένο για συνάλλαγμα παρεμβατικό ελληνικό κράτος καθώς ο τουρισμός αποδείχθηκε σοβαρή πηγή πόρων και παράγων ισοσκέλισης του ισοζυγίου πληρωμών, σε περίοδο μείωσης των μεταναστευτικών εμβασμάτων και των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων. Το 1929, η πρώτη συστηματική εκστρατεία του νεοσύστατου Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού τόνισε πρωτίστως το φυσικό κάλλος και τον λαϊκό πολιτισμό στο πλαίσιο των κυρίαρχων πολιτικών του μεσοπολέμου. Από τότε χρονολογείται και η εμμονή με τη μέτρηση αριθμού επισκεπτών και προσόδων. Όπως συνέβη στη Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία κ.ά., έτσι και στην Ελλάδα, ο τουρισμός χρησιμοποιήθηκε για τόνωση της κατανάλωσης, άμβλυνση της οικονομικής ύφεσης και νομιμοποίηση των αυταρχικών καθεστώτων της περιόδου στη συνείδηση των πολιτών. Η ακόμη ατελής εισαγωγή του ελληνικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων, το 1936, συνέβαλε στην ανάπτυξη του εσωτερικού τουρισμού συγκροτούμενου κυρίως από μορφωμένους φυσιολάτρες μεσοαστούς που μαζί με Έλληνες του εξωτερικού συνέβαλαν στην ανάδυση του ιαματικού τουρισμού. Στα υπό ιταλική διοίκηση Δωδεκάνησα αναπτύχθηκε ο τουρισμός για Ιταλούς δημοσίους υπαλλήλους.
Ιδεολογία της απελευθέρωσης
Μεταπολεμικά, η ιδεολογία της απελευθέρωσης κυριάρχησε σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ανακάλυψη της «παραλίας» ευνοήθηκε από την τεχνολογική πρόοδο (εκτόξευση των αεροπορικών μεταφορών) και, σε χώρες όπως η Ελλάδα, σχεδιάστηκε με περιορισμένες επενδύσεις τουριστική ανάπτυξη σε τόπους μη ανεπτυγμένους, όπως τα νησιά. Ξένοι φορείς (αμερικανικοί μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ, αλλά και ευρωπαϊκοί, όπως το Club Mediterannee) συνέβαλαν με συμβουλές και κεφάλαια. Το ελληνικό κράτος, ανέλαβε να εφαρμόσει τη νέα πολιτική μιμούμενο ολοένα περισσότερο την Ισπανία του Φράνκο, ευνοώντας μια νέα φιλελεύθερη επιχειρηματικότητα χαμηλής σχετικά ποιότητας με δυνατότητα γρήγορου πλουτισμού. Μετά την υποτίμηση της δραχμής, το 1953-54, η Ελλάδα, ως φθηνός προορισμός, υπέκυψε στην πίεση της αγοράς και στην αδυναμία ή απροθυμία των Ελλήνων αρμοδίων να τη διαχειριστούν υπέρ του πολιτισμού. Ο τουρισμός εισήλθε σε τροχιά κρίσης, από το 1970 κι ύστερα, ευρύτερα στη Νότια Ευρώπη και τη Μεσόγειο, μέχρι να προωθήσει η ΕΕ, από τα τέλη της δεκαετίας 1990, την αειφορία ως νέο πρότυπο τουριστικής ανάπτυξης για τον 21ο αιώνα.
Εξαίρεση στον κανόνα υποβάθμισης αποτέλεσε το ελληνικό πείραμα των ΞΕΝΙΑ στον τομέα της φιλοξενίας καθώς βασιζόταν σε συγκεκριμένο σχέδιο λειτουργικής σύνδεσης ελληνικού πολιτισμού, οικονομίας και φυσικού περιβάλλοντος, που αν δεν είχε αλλοιωθεί θα είχε μάλλον οδηγήσει την Ελλάδα σε μια ιδιότυπη αειφορία πριν την εισαγωγή του όρου. Ο μαρασμός των μονάδων, όμως, απέτρεψε την παραγωγή ενός σύγχρονου εθνικού, ρεαλιστικού προτύπου τουριστικής ανάπτυξης που θα αξιοποιούσε τις ελληνικές δυνατότητες και ιδιαιτερότητες.
Στο πλαίσιο της σημερινής ευρωπαϊκής πολιτικής αειφορίας, οι χώρες μέλη καλούνται να ακολουθήσουν γενικές οδηγίες και αρχές, π.χ., διατήρηση της βιοποικιλότητας, εξοικονόμηση υδάτινων πόρων και διατήρηση του κοινωνικού ιστού. Η δράση για την ώρα περιορίζεται μάλλον στην αφύπνιση των Ευρωπαίων και την εισαγωγή γενικών κανόνων, ενώ οι εισηγήσεις των διεθνών οργανισμών απευθύνονται σε μικρά ακροατήρια. Ο όρος αειφορία παραμένει ασαφής και επιτρέπει διαφορετικές ερμηνείες. Οι πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί παραμένουν πειραματικές και αβέβαιες. Εξάλλου, αναφέρονται μόνο στο φυσικό περιβάλλον παραγνωρίζοντας τη σημασία της προστασίας της ιστορικής και πολιτισμικής ποικιλότητας.
Αειφορία και πολιτισμός μέσα από το παράδειγμα ιστορικών πόλεων, οικισμών, τόπων
Αν η σχέση μεταξύ κοινωνίας και φυσικού περιβάλλοντος διέπεται από ανθρώπινες ανάγκες, ήθος και αξίες, αντίστοιχη είναι και εκείνη με το δομημένο περιβάλλον. Η συντήρηση πόλεων, ιστορικών τόπων, οικοδομημάτων ή μνημείων, συντελείται μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες που σύμφωνα με τον John Urry είναι: φροντίδα του περιβάλλοντος (συνήθως συνδεδεμένη με την αλληλεγγύη των γενεών), οικονομική εκμετάλλευσή του, πρόσληψή του ως αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης (που απαιτεί έλεγχο και προστασία συνήθως από το κράτος, π.χ., για χρήσεις γής, προστασία ειδικών περιοχών, σχεδιασμό και στρατηγική συντήρησης) και, τέλος – όταν πρόκειται για ιστορικούς χώρους – πρόσληψή τους ως στοιχεία ή προϊόντα για οπτική/αισθητική κατανάλωση. Οι μορφές αυτές, συνήθως, διαπλέκονται και αποκρύπτεται πολύ συχνά η σχέση μεταξύ οικονομικής εκμετάλλευσης και συντήρησης των οικισμών ή κτιρίων, π.χ., όταν τα διατηρητέα εμπορευματοποιούνται και πωλούνται ή αξιοποιούνται. Γενικότερα, η κωδικοποίηση μέσω της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομιάς λειτουργεί ως βάση για την οικονομική εκμετάλλευση, ή την αξιοποίηση, ή την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση τουριστικών προσόδων. Η συντήρηση χώρων αυξάνει τις ευκαιρίες εκμετάλλευσης λόγω βελτιώσεων στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών, ενώ αποτελούν ταυτόχρονα και διαδικασία εξωραϊσμού για οπτική κατανάλωση ή αναψυχή. Μεγαλύτερη θα ήταν η αξία συντηρημένων χώρων αν η συντήρησή τους εντασσόταν σε εκείνη ευρύτερων περιοχών με παράλληλη αποκατάσταση του κάλλους και της αισθητικής τους. Ελλοχεύει, όμως, συχνά, ο κίνδυνος, η δράση να είναι επιφανειακή, δηλαδή να πρόκειται για «συντήρηση για τη συντήρηση», ή κατασκευή ενός απλού περιτυλίγματος για ένα προϊόν που καταναλώνεται από διαρκώς μεγαλύτερα και απαιτητικότερα τμήματα της τουριστικής αγοράς. Η συγκέντρωση μεγάλων αριθμών επισκεπτών σε τέτοιους χώρους, η αναζήτηση νέων τουριστικών εμπειριών είναι γνωστό ότι προκαλεί σοβαρά προβλήματα στο σχεδιασμό και τη διαχείρισή τους. Όταν τέτοιες περιοχές λειτουργούν ως χώροι κανονικής διαβίωσης και εργασίας δημιουργούνται μοιραία αντιθέσεις, π.χ., μεταξύ κατοίκων και «εισβολέων» επισκεπτών ή και μεταξύ επαγγελματιών.
Μεγάλοι κίνδυνοι
Η ανάγκη νέων επενδύσεων και εργασιών στις περιοχές αυτές επίσης προκαλεί αντιθέσεις. Αν ο ποιητής Coleridge, στις αρχές του 19ου αι., αγανακτούσε με τη «χυδαιότητα» των τουριστών, επειδή προσπαθούσαν να κοιτάξουν από τα παράθυρα το εσωτερικό σπιτιών στις περιοχές που επισκέπτονταν, αναρωτιέμαι τί θα έλεγε σήμερα για τις καταχρήσεις τουριστών στα Μάλια ή στη Ρόδο. Ή πώς θα αντιδρούσαμε όλοι όταν μερικά εκατομμύρια Κινέζοι και άλλοι νέοι επισκέπτες, έστω κι αν θαυμάζουν την ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό, θα κατακλύσουν τα ελληνικά νησιά, τους αρχαιολογικούς χώρους, την ελληνική ύπαιθρο και τα μουσεία. Κάτι τέτοιο προκαλείται ήδη με τους επισκέπτες κρουαζιέρας που εισβάλλουν ως παλιρροϊκά κύματα. Τί και πόσο άραγε μπορούν να καταναλώσουν και ποιές πλευρές των τοπικών οικονομιών ευεργετούν;
Στις περιοχές όπου η ιστορία κυριαρχεί και η ιστορική μνήμη αξιοποιείται τουριστικά, τα διακυβεύματα και οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι καθώς ο παγκόσμιος ανταγωνισμός συμπιέζει το χώρο και το χρόνο, και η ιδιαιτερότητα ενός τόπου – το περιβάλλον, η ιστορία, η αρχιτεκτονική, ο πολιτισμός – αποκτά γρήγορα φήμη, σημασία και αξία για τους επισκέπτες. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι αυτοί τόποι μπορούν να προσελκύουν επενδυτικά κεφάλαια και ανθρώπους, να εμπνέουν καλλιτέχνες, να παράγουν γνώση. Η διατήρηση και προβολή της ιστορίας, της κληρονομιάς και του πολιτισμού, είναι λοιπόν, σήμερα, και δυναμικοί παράγοντες ανάπτυξης. Για την Ελλάδα, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει συγκριτικό πλεονέκτημα για την προσέλκυση πόρων με στόχο την αναβάθμιση και ανάπτυξη τους σε ευρύτερες περιοχές. Ορθολογικός σχεδιασμός χωρίς αποκλεισμούς θα μπορούσε να διατηρήσει τις ιδιαιτερότητες και να βελτιώσει τις τοπικές οικονομίες, γεωργικές, βιοτεχνικές, εμπορικές, να διατηρήσει την παράδοση και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και αξίας.
Πολιτισμική ποικιλότητα
Η πολιτισμική ποικιλότητα της Ελλάδας αποτελεί δυναμικό στοιχείο προβολής της χώρας και παράγοντα που ευνοεί συνέργειες ανάμεσα σε διάφορα επίπεδα ικανές να αναβαθμίσουν ποιοτικά τον τουρισμό στοχεύοντας προς την αειφορία. Ωστόσο, προσοχή! Δεν σημαίνει ότι οι δυνατότητες είναι ανεξάντλητες. Κάθε άλλο, η υπερκατανάλωση και ο συνωστισμός τουριστών υποβαθμίζουν. Η κόπωση ανθρώπων, μνημείων και υποδομών απαιτεί διαρκείς επεκτάσεις, προκαλεί κοινωνικές αντιθέσεις και ρήξεις. Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα και η μεγάλη κλίμακα εγκαταστάσεων αποτελεί πρόκληση και ύβρι για την αισθητική, την οικονομία, τον πολιτισμό. Αντίθετα η αειφορία επιβάλλει κοινή λογική, «το μικρό και όμορφο» ως εναλλακτικό πρότυπο ισορροπημένης ανάπτυξης.
Μακρόπνοη στρατηγική και αυστηρά κριτήρια είναι αναγκαία ώστε να περιοριστεί κάθε εξάντληση πόρων που μπορεί να προκληθεί, α. από υπερκατανάλωση της ιστορικής ιδιαιτερότητας και εξαφάνισης του ξεχωριστού χαρακτήρα των ιστορικών τόπων, β. υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, και γ. εξάντληση των υδάτινων πόρων, υποβάθμιση του δομημένου περιβάλλοντος και αλλοίωση του κοινωνικού ιστού. Χρειάζονται κατάλληλες παρεμβάσεις, έλεγχος και λογική διαχείριση ώστε η δημοφιλία των τόπων να διαρκέσει και να συνεχιστεί η επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης, π.χ., συνύπαρξη διαφορετικών δραστηριοτήτων, όπως αρχαιολογίας και βιομηχανίας σε ενιαίους χώρους προστασίας. Δυστυχώς, υπάρχουν σήμερα μόνο θλιβερά παραδείγματα απουσίας κατάλληλης πολιτικής. Ανάμεσά τους η περίπτωση της Ελευσίνας, χώρου πανέμορφου και εξίσου σημαντικού με εκείνον των Δελφών που θα μπορούσε να συμπληρωθεί με την αναβάθμιση και της παράκτιας ζώνης και του βιομηχανικού και προσφυγικού ιστού. Επίσης, ο Ελαιώνας, λίκνο της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας με ανεκτίμητης αξίας αρχαία κατάλοιπα που θα έπρεπε να συνδυάζει και να περιλαμβάνει βιβλιοθήκες, θέατρα, χώρους μουσικής και άλλης καλλιτεχνικής έκφρασης με στόχο την αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής. Αντίθετα, σήμερα, βρίσκεται εγκαταλειμμένος σε πλήρη και προκλητική αντίθεση με το πρόσφατα ανακαλυφθέν Λύκειο του Αριστοτέλους στην οδό Ρηγίλλης.
Ουτοπικά;
Ίσως όλα αυτά φαντάζουν ουτοπικά, μια και η έννοια της αειφορίας σε περίοδο κρίσης μάλλον ελάχιστα (αν όχι καθόλου) εμπνέει πολιτικούς και επιχειρηματίες, μικρούς ή μεγάλους, του τουρισμού συμπεριλαμβανομένου. Απαιτεί αυξημένες δαπάνες και συνεπάγεται μειωμένα κέρδη, αυστηρότερο έλεγχο και υποχρεώσεις, νέου τύπου και μάλλον ασυνήθιστη πειθαρχία για την τοπική αυτοδιοίκηση και την κεντρική διοίκηση. Παραμένει αμφίβολο αν υπάρχει επαρκής αφύπνιση και γνώση σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο για τη σημασία της αειφορίας, αν υπάρχει στοιχειώδης αντίληψη της ατομικής ευθύνης που συνεπάγεται η εφαρμογή της. Αποφάσεις των τελευταίων ετών απογοητεύουν, η δημόσια συζήτηση σπανίζει. Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί που θα όφειλαν εδώ και χρόνια να προωθούν προγράμματα αειφορίας, δυστυχώς, χρησιμοποιούν ευρωπαϊκά κονδύλια για νέα προγράμματα αναπαράγοντας γνωστά στερεότυπα σπουδών συνήθως διοίκησης επιχειρήσεων. Ούτε ένα παλαιότερο ή νέο πρόγραμμα τουριστικής εκπαίδευσης πανεπιστημιακού επιπέδου, προπτυχιακό ή μεταπτυχιακό, δεν περιλαμβάνει το μάθημα της Ιστορίας του Τουρισμού, ή τη σύγκριση με άλλες χώρες και τη μελέτη εφαρμογής νέων προτύπων. Ελάχιστες νέες πρωτοβουλίες προωθούνται μόνον από το Διεθνές Πανεπιστήμιο. Η συμβατική και χαμηλή τελικά επιμόρφωση συμβούλων επιχειρήσεων ή στελεχών της αυτοδιοίκησης, χωρίς όραμα και επαρκή καλλιέργεια, δεν μπορεί ν’ αλλάξει τη σχέση του ελληνικού τουρισμού με την παγκόσμια αγορά, ούτε να μεταβάλει τη νοοτροπία όσων ασχολούνται με τον τουρισμό. Η πρόσφατη αναγόρευση του τομέα σε κινητήρα ανάπτυξης συνεπάγεται με βεβαιότητα περαιτέρω υποβάθμιση υπηρεσιών και προϊόντων καθώς ο ανταγωνισμός εντείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και ασκούνται μεγάλες πιέσεις και στην Ελλάδα να διατηρήσει ή να αυξήσει το μερίδιο αγοράς που κατέχει. Διαφοροποιούνται έτσι συνεχώς προϊόντα και υπηρεσίες, προωθούνται ρυθμίσεις που καταστρέφουν φυσικούς και πολιτισμικούς πόρους. Πρωτοβουλίες για εξοικονόμηση νερού ή χρήση φιλικών προς το περιβάλλον απορρυπαντικών ή περιορισμένη καλλιέργεια βιολογικών προϊόντων από διάφορες ξενοδοχειακές μονάδες, δεν αρκούν. Μάλλον προκλητικά αντιφάσκουν με τις τεράστιες πισίνες, συχνά μάλιστα δίπλα στη θάλασσα των ίδιων μονάδων, ή με γήπεδα γκόλφ σε άνυδρες περιοχές που αποστερούν κάθε ρανίδα από τον υδροφόρο ορίζοντα ολόκληρων περιοχών τις οποίες καταλαμβάνουν. Ή την καταπάτηση και καταστροφή αρχαιολογικών χώρων και οικισμών για να οικοδομηθούν γιγαντιαία ξενοδοχεία, ολόκληρα χωριά σε μικρά νησιά, ή ακόμη σκανδαλώδεις παραχωρήσεις και παράνομες οικοδομήσεις σε περιοχές ΝΑΤΟΥΡΑ, ανεξέλεγκτη επέκταση της κρουαζιέρας στα νησιά, εξαφάνιση των σπόρων ελληνικών τοπικών καλλιεργειών για παραγωγή ειδικών προϊόντων. Αποκορύφωμα, το πρόσφατο νομοσχέδιο/τερατούργημα για τη διαχείριση ή καλύτερα οριστική καταστροφή του αιγιαλού. Ο ανεξάντλητος κατάλογος αυθαιρεσιών προκαλεί τρόμο.
Συμπερασματικά, η αειφορία, παρά τις αδυναμίες της, αποτελεί πρόκληση για αναστοχασμό της ιστορίας και του ρόλου του τουρισμού τα τελευταία 100 χρόνια. Έστω και ασαφής ως έννοια, θέτει το ερώτημα. Σε τί θα στοχεύει: Αυστηρή προστασία πόρων που θα δεσμεύει μελλοντικές γενιές, θα περιορίζει την αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και θα διέπεται από κοινωνική δικαιοσύνη; Ή μήπως υποκριτική πολιτική με κάποια περιστασιακά μέτρα που δεν θα περιορίζουν τη μεγέθυνση (growth), που θα εξακολουθήσουν να προστατεύουν καταπατητές, «αυθαιρετούχους», και κάθε λογής παρανομούντες ιδιώτες και θεσμούς;
*Η Μαργαρίτα Δρίτσα είναι Πανεπιστημιακός και ασχολείται με την Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία. Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύεται στο πλαίσιο των παρουσιάσεων-συζητήσεων που πραγματοποιούνται στη Λέσχη «Δρόμοι Φιλίας και Πολιτισμού» με ευθύνη της Ομάδας Ιστορίας σχετικά με τις οικονομικές κρίσεις, το δημόσιο χρέος, το συνεταιριστικό κίνημα και την αυτοδιαχείριση.