του Βασίλη Κεχαγιά

 

Δεν υπάρχει κυβέρνηση που να μην παντρεύτηκε κάποιον επιχειρηματία (κάποιες κυβερνήσεις υπήρξαν και πολυγαμικές). Από την ΕΡΕ του Καραμανλή, με τον Μποδοσάκη και τον Αγγελόπουλο στην ξεφτίλα του γάμου ΠΑΣΟΚ-Κοσκωτά (ειδικότητα του ΠΑΣΟΚ οι ξεφτιλισμένοι γάμοι) κι από ‘κει στο ζευγάρι Μητσοτάκη-Εμφιετζόγλου. Λίγο μετά Σημίτης και Κόκκαλης είδαν τη σχέση τους να απειλείται από τον Μπόμπολα, ενώ ο Καραμανλής, αντίστοιχα, απατούσε τους Βαρδινογιάννηδες με διάφορες ευκαιριακές «ξεπέτες», κάτι που μάλλον εξόργισε τη «φαμίλια». Έψαχνε καιρό τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κάποιον που να μπορέσει να παίξει το ρόλο του επιχειρηματικού συζύγου, γνώριζε ότι οι γεροντοκόρες δε μακροημερεύουν. Ήταν η ώρα να ζητήσει το χέρι της «ελεύθερης» κυβέρνησης ο Ρώσος νεόπλουτος Ιβάν Σαββίδης. Είχε πολλά προτερήματα ο γαμπρός… Εντάξει, ήταν λίγο άξεστος, ντυνόταν με λουστρίνι και φόρμα στα γήπεδα, αλλά έμοιαζε να αγαπάει την παρθένα και «αμόλυντη» Αριστερά..

Πέρα από αυτά, ο Ιβάν ήταν ο ίδιος άφθαρτος στην κοινή γνώμη, δε βαρυνόταν από αμαρτίες του παρελθόντος. Ξεκίνησε δειλά τη σχέση, ποντάροντας στο συναίσθημα και όχι στη σωματική «εκμετάλλευση» της συντρόφου του, γνωρίζοντας τις… τεχνικές δυσκολίες. Κραδαίνοντας με καμάρι την ποντιακή καταγωγή του, καμάρωνε για την προσκόλλησή του στην παράδοση, έπειθε ότι έχοντας κάνει λεφτά στην καρδιά μιας χαμένης και ξεχασμένης Ελλάδας, ερχόταν τώρα να τα ακουμπήσει στα πόδια αυτής που θα διάλεγε για νύφη και που θα ανταποκρινόταν στην προσέγγισή του. Είχε ένα πρώτο διακριτικό φλερτ με εκείνη την πόρνη, τη Νέα Δημοκρατία. Εκείνη είχε συνηθίσει στα εξόφθαλμα πλούτη, στη λατρεία του φαίνεσθαι, στη γοητεία της πρόσοψης. Πού να καταλάβει αυτόν τον Καυκάσιο λεβέντη, που είχε για προίκα του μια ομάδα, για να τη σαγηνεύσει. Άντε μετά κι ένα ξενοδοχείο και μια παλιοκαπνοβιομηχανία. Πήγε μιά και σ’ εκείνο το ψώνιο το Σαμαρά, στου Μαξίμου, αλλά ο απόγονος των Μπενάκηδων δε φάνηκε να συγκινείται ιδιαίτερα.

Είχε χάσει την ευκαιρία… Έμεινε να ψάχνει γαμπρό, αναζήτηση που δεν τελεσφόρησε και βρέθηκε στο ράφι ο Αντωνάκης και το κόμμα του. Κλαψούριζε σαν τον Αντωνάκη της ταινίας «Η δε γυνή…», αλλά ήταν αργά πλέον, το πουλάκι είχε πετάξει. Και δεν ήταν απλώς πουλάκι, αποδείχθηκε ότι ήταν προσοντούχο πτηνό. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ γυρνούσε μόνη κι έρημη, νάσου μπροστά της ο Ρώσος. Γιατί είχε κι αυτό το προσόν ο Ιβάν, ερχόταν από την πατρίδα της Επανάστασης. Συγχρόνως όποιους θα έβλεπαν με δυσπιστία το παλληκάρι από τον Πόντο, θα ξυπνούσε το αίσθημα της Ορθοδοξίας, αυτό δε θα μπορούσαν να το παραβλέψουν στη χώρα του Παΐσιου και του Αγίου Όρους, όσοι δεν καλοέβλεπαν την προέλευση των χρημάτων του γαμπρού. Τι κι αν ήταν βγαλμένα από το πλυντήριο της Επανάστασης. Τώρα θα έμπαιναν στην υπηρεσία «ιερών σκοπών». Γιατί ο Ιβάν ήταν πιστός, έχτιζε και εκκλησιές.

Ο Ρώσος ξαναπήγε στου Μαξίμου. Τώρα θα ζητούσε το χέρι της Αριστεράς. Ξέμαθη αυτή στην τήρηση των προσχημάτων και των καθωσπρεπισμών, άρχισε να του δίνεται, δειλά στην αρχή, με πάθος στη συνέχεια. Πρώτα του χάρισε κάτι πρόστιμα της ομάδας του, μετά άρχισαν οι απαιτήσεις του Ρώσου να αυξάνονται. Και να τα κανάλια, να τα κόλπα, να τα λιμάνια, να κι άλλοι χαρισμένοι τόκοι, να κι εφημερίδες, να κι ένα κύπελλο, να κι ένα πέτσινο γκολ. Ως κι εκείνος ο φλούφλης, ο επίζηλος αντεραστής, έμαθε τι πα να πει «πέτσινο» κι ας μην ήξερε αν το γήπεδο είναι τετράγωνο ή στρόγγυλο. Ο Ιβάν ευχαριστημένος βγήκε και χλεύαζε τον φλούφλη, διαφημίζοντας με το αντριλίκι του τον επιτυχημένο γάμο του. Έζησε αυτός καλά κι εμείς χειρότερα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!