του Νίκου Λάιου

Στις 15 Σεπτεμβρίου έκλεισε ένας χρόνος απ’ την εφαρμογή του τελευταίου μιας σειράς νομοθετημάτων, που στην ουσία κατέστησαν υποχρεωτικό τον εμβολιασμό για τον κορωνοϊό SARS-CoV-2, επί ποινή «αναστολής εργασίας». Τα νομοθετήματα αυτά της ελληνικής βουλής, που η κυβέρνηση εφάρμοσε, με την υπογραφή και της Προέδρου της Δημοκρατίας, ήταν τρία, όσα και τα κύματα ανθρώπων που αφορούν. Αναλυτικά:

  • 1ο κύμα: 16 Αυγούστου 2021. Οι εργαζόμενοι/-ες στις δημόσιες και ιδιωτικές δομές πρόνοιας (μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων και ατόμων με αναπηρία – θεραπευτήρια χρονίων παθήσεων, «Βοήθεια στο Σπίτι», ΚΔΑΠ ΑΜΕΑ κ.λπ.).
  • 2ο κύμα: 1 Σεπτεμβρίου 2021. Οι εργαζόμενοι/-ες στις δημόσιες δομές του ΕΣΥ και σε ιδιωτικές κλινικές, στο ΕΚΑΒ και στον ΕΟΔΥ, ελεύθεροι επαγγελματίες γιατροί, φαρμακοποιοί και εργαζόμενοι/-ες στα φαρμακεία.
  • 3ο κύμα: 15 Σεπτεμβρίου 2021. Οι εργαζόμενοι/-ες στις δημόσιες και ιδιωτικές δομές ψυχικής υγείας, στις δομές αντιμετώπισης των εξαρτήσεων, στα ΚΑΠΗ.

Το πρώτο και το τελευταίο κομμάτι του «σαλαμιού» συστηματικά λησμονιούνται, σ’ επίπεδο δημόσιου λόγου και συνειδήσεων. Χάρις, κυρίως, στη σύμπλευση ΜΜΕ, κομμάτων κοινοβουλευτικών κι εξωκοινοβουλευτικών, αρκετών επιστημόνων υγείας και μεγαλοσυνδικαλιστών, να ταυτίζουν ολοκληρωτικά τις «αναστολές» με το δεύτερο κύμα (και εκεί, πάλι, με τα δημόσια νοσοκομεία αποκλειστικά).

Υπάρχουν πιθανές εξηγήσεις γι’ αυτό, σε επίπεδο επιλογών των «από πάνω». Υπηρετούν, για παράδειγμα, τη δυνατόν πιο αδιαμαρτύρητη αποδοχή τού αναβαθμισμένου πνεύματος επιβολής, καταναγκασμού, υποχρεωτικότητας (με αιχμή «τον εμβολιασμό») από την κοινωνία, ως ευλογοφανούς, αφού για χρόνια καλλιεργείται η εντύπωση ότι «πρώτη γραμμή της μάχης για την υγεία» είναι τα νοσοκομεία. Και όχι καν η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, λοιπόν – για να μη μιλήσουμε για τους πρωτύτερους γενικούς όρους διαβίωσης και ζωής, που γι’ αυτούς δεν απαιτούνται γραφειοκρατικά συστήματα, αλλά προσωπική αυτονομία, κοινωνικοί δεσμοί και, μέσα απ’ αυτά, αξιοποίηση πείρας επιστημονικής και μη επιστημονικής. Εκφοβισμός, διχασμός και σωφρονισμός της κοινωνίας δια του παραδειγματισμού ευκολύνονται, έτσι, παράλληλα, σε βαθμό επαρκέστατο, ώστε οι συναφείς ρωγμές στον ψυχισμό και στους κοινωνικούς δεσμούς να παγιώνονται αμέσως έπειτα, τσιμενταρισμένες πια με τα σκληρά υλικά δόμησης κοινωνιών υπηκόων.

«Υγειονομικοί σε αναστολή»: Ένα παράδειγμα πολιτικής ανυπακοής

Δεν ειν’ εδώ χώρος, να βυθομετρήσουμε τη σημαντική αυτή –κι όχι μοναδική– όψη μιας ουσίας, που είναι η για δεκαετίες μαινόμενη καθολική κρίση του συστήματος και οι «τεχνικές» διαχείρισής της σε βάρος των λαών. «Τεχνικές» στις οποίες εντάχθηκε, λ.χ., το δημόσιο χρέος, πολύ επιθετικότερα τώρα «ο ιός» (αν και με 98,8% ποσοστό… επιβίωσης της ανθρωπότητας απ’ αυτόν – περιλαμβανομένου του τεχνητού φουσκώματος του αριθμού θυμάτων του, όπως έχει δημοσίως ομολογηθεί) και η «πολεμική οικονομία» κ.λπ.

Ας πιάσουμε, όμως, μια άλλη ερμηνεία τής επιλογής ταύτισης των «αναστολών» με τα δημόσια νοσοκομεία, ανάποδη, με την έννοια ότι βλέπει την κίνηση των «από κάτω»: Είναι κυριότατα οι εργαζόμενοι/-ες στο ΕΣΥ, που γρήγορα συντονίστηκαν και μέχρι σήμερα δίνουν έναν αγώνα ακηδεμόνευτο και πολύμορφο, για την ελευθερία και το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Αξίες πολύ διαφορετικές τόσο απ’ τους ατομικίστικους «δικαιωματισμούς», όσο κι απ’ τους κολλεκτιβίστικους «υγειονομισμούς». Ο αγώνας τους, κι αν θάφτηκε (και θάφτηκε όσο δεν πάει), συντέλεσε κι αυτός στο να γίνουν, «αναστολές» και υγειονομικοί, όροι ταυτόσημοι.

Οι φονικές πολιτικές, που μ’ αφορμή τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 εξαπολύθηκαν σχεδόν παγκοσμίως –μες στα λιβάνια απ’ τα αεικίνητα θυμιατά μιας μισοστρατιωτικοποιημένης-μισοκληρικοποιημένης πτέρυγας της Επιστήμης, ιατρικής κι όχι μόνο– δεν πρέπει να θεωρείται πως εξαφανίζονται «αυτόματα», με το που προκύπτει (και/ή επινοείται) το επόμενο αντικείμενο φόβου, προς απλή αντικατάσταση του προηγούμενου

Το γιατί ήταν οι εργαζόμενοι/-ες του ΕΣΥ, που κατάφεραν να οργανώσουν τέτοιον αγώνα και να σταθούν ραχοκοκαλιά του, έχει να κάνει μ’ όρους αντικειμενικούς (ενιαίο, πανελλαδικό, πολυάνθρωπο σύστημα του ΕΣΥ), αλλά και υποκειμενικούς (θέληση, ανοιχτότητα, όχι αποκλεισμοί βάσει πολιτικοϊδεολογικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, όχι αρχηγισμοί, σύνθεση σε στόχους με κέντρο τον άνθρωπο και τη δημοκρατία). Η αναγκαία συνθήκη θ’ αράχνιαζε χωρίς την ικανή, πόσο μάλλον που η μάχη δίνεται χωρίς στήριξη από εργατικά συνδικάτα, επιστημονικούς φορείς, πολιτικά κόμματα, όταν δεν βρίσκονται κι ανοιχτά απέναντί της. Οι περατζάδες μεγαλοσυνδικαλιστών σε κανάλια, σε διαδηλώσεις ή και στο Συμβούλιο της Επικρατείας (που μέχρι στιγμής όλα τα βλέπει άριστα καμωμένα), οι σκόρπιες ερωτήσεις βουλευτών στη Βουλή, τα δελτία τύπου συνδικάτων με 3ο-4ο θέμα διεκδίκησης την άρση των «αναστολών εργασίας» κ.λπ., φαντάζουν πυροβολισμοί στους αιθέρες του Θεάματος και των διάφορων καλπών, όσο αναιρούνται απ’ τα ίδια τα συμφραζόμενά τους, που χωρίς σταματημό κάνουν πλάτες και βάζουν πλάτη στην υποχρεωτικότητα.

Παραμένουν «σε αναστολή»

Μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι/-ες και των τριών κυμάτων, που στην αρχή αναφέραμε, παραμένουν απαράλλαχτα στο καθεστώς «αναστολών». Όταν, λ.χ., η επί της ουσίας υποχρεωτικότητα «εμβολιασμού» για «τους άνω των 60 ετών», επί ποινή διοικητικού προστίμου, απ’ τον Φλεβάρη του 2022 εφαρμοστέα για ένα τρίμηνο, έχει αρθεί – αν και προσωρινά, μέχρι τις 30 του τρέχοντος μηνός, φαίνεται όμως πως θα «μαζευτεί» πολιτικά, με παραγραφή και των προστίμων της τρίμηνης εφαρμογής.

Έχει τη σημασία του, που η παραμονή της πιο σκληρής εκδοχής της υποχρεωτικότητας, στα τρία κύματα που μνημονεύσαμε στην αρχή, έχει εκδιωχθεί απ’ το συνειδητό του κόσμου. Σε εκπληκτικά πολλούς μιλάς γι’ αυτά κι εκπλήσσονται – φαντάζονταν πως «είχε τελειώσει αυτό το θέμα».

Στο ερώτημα γιατί αυτή η έκπληξη κι ευσεβής πόθος μαζί, στοιχεία αναζήτησης απάντησης προσεγγίζονται, σε βαθμό μικρό και γραμμές πολύ αδρές, απ’ όσα εδώ γράφουμε. Θα μπορούσε να προστεθούν: η χαλαρότητα, η φυσιολογική στον περίφημο «μεταβολισμό ανθρώπου-φύσης» το καλοκαίρι, αλλά και προφανώς η δίνη της ενεργειακής κι επισιτιστικής υπο-κρίσης, τόσο ως αντικειμενική πραγματικότητα όσο και ως μηχανισμός προπαγάνδας/εκφοβισμού/εξανδραποδισμού. Ούτε κι αυτά φτάνουν. Χρειάζεται πολύ καλύτερα να συλλογιστούμε πάνω στο ερώτημα, αν θέλουμε να καταλάβουμε το σημερινό γενικό «στίγμα» της κοινωνίας μας, στο ραντάρ της Ιστορίας. Είναι τραγικό λάθος να πιστεύουμε ότι «στην επόμενη πίστα» πάμε «όπως είμαστε», χωρίς να βγάλουμε συμπεράσματα απ’ την προηγούμενη: Είναι η λογική του συνθήματος «θα λογαριαστούμε μετά [τα lockdown]», που μ’ αυτό πολλοί αριστεροί τράνταζαν τους… τοίχους των «μέσων κοινωνικής δικτύωσης» τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Το γεγονός ότι σήμερα ο «λογαριασμός» επιστρέφεται στην κοινωνία, πολλαπλάσιος, ας ανησυχήσει τους αριστερούς αυτούς στις πραγματικές του διαστάσεις, δηλαδή σ’ αυτές που συμπεριλαμβάνουν και τους ίδιους, ακέραιους.

Όσο πιο καλά συλλογιζόμαστε, τόσο θα εντοπίζουμε, άλλωστε, και στοιχεία επιβεβαίωσης της υπόθεσης εργασίας, για εργαλειοποίηση των ίδιων των υπο-κρίσεων, που το καθολικά κλονισμένο παγκοσμιοποιημένο σύστημα εκδηλώνει. Για μετατροπή τους σε όπλα (weaponization) σε βάρος των λαών, κατά προτίμηση όλων των υπο-κρίσεων ταυτόχρονα, για να πετυχαίνεται η μέγιστη δυνατή παράλυση του λαϊκού παράγοντα, για το μέγιστο εφικτό χρονικό διάστημα – μα και η στρατιωτικοποίηση (διαφορετικό πολύ απ’ το «στράτευση») Επιστήμης και επιστημόνων.

Στον βαθμό που αυτό ισχύει, οι φονικές πολιτικές, που μ’ αφορμή τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 εξαπολύθηκαν σχεδόν παγκοσμίως –μες στα λιβάνια απ’ τα αεικίνητα θυμιατά μιας μισοστρατιωτικοποιημένης-μισοκληρικοποιημένης πτέρυγας της Επιστήμης, ιατρικής κι όχι μόνο (2)– δεν πρέπει να θεωρείται πως εξαφανίζονται «αυτόματα», με το που προκύπτει (και/ή επινοείται) το επόμενο αντικείμενο φόβου, προς απλή αντικατάσταση του προηγούμενου.

Ένας απ’ τους παράγοντες μεγάλης σπουδαιότητας εδώ –κι όχι ο μοναδικός– είναι ο βαθμός ενεργητικής λαϊκής αντίστασης, στη χώρα μας ακόμα χαμηλός, για λόγους διάφορους. Μας το θυμίζει η μοναξιά των ενεργών «υγειονομικών σε αναστολή», με πρωτοπόρους αυτούς/-ές του ΕΣΥ. Μια μοναξιά, πάντως, φτιαγμένη από αδιαφορία, υποκρισία και χυδαία επιθετικότητα σε βάρος τους – όχι τόσο απ’ τους «απλούς ανθρώπους», όσο από δήθεν ή και όντως «περισπούδαστους», βαθιά παραδομένους όμως στον μίζερο κι άσπλαχνο τριαδικό «θεό» Επιστήμης-Τεχνικής-Κεφαλαίου.

Η μοναξιά των ανθρώπων αυτών πρέπει να σπάσει, σπάζοντας κι όλων μας η μοναξιά.

* Ο Νίκος Λάιος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος

Σημειώσεις

1) Η φράση του υπότιτλου του άρθρου ειπώθηκε απ’ τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Στ. Πέτσα (τηλεοπτική εκπομπή «Καλημέρα Ελλάδα» του «ΑΝΤ1», 13 Σεπτεμβρίου 2022), στην κατακλείδα απάντησής του στο ερώτημα πώς θα ζεσταθεί ο κόσμος τον φετινό χειμώνα. Πώς γίνεται, άραγε, οι «υγειονομικοί σε αναστολή» ούτε να «προσαρμόζονται» (βλ.: «συμμορφώνονται») ούτε να πεθαίνουν; Σε αναζήτηση απαντήσεων επιτρέψτε μου, εδώ, την mutatis mutandis επισήμανση της μνημειώδους μελέτης του 1947, υποδείγματος μοναδικού, ίσως, αληθινά ντόπιας επιστήμης στη χώρα μας, «Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους».

2) Υπάρχουν, όμως, πάρα πολλοί επιστήμονες υγείας –μάλιστα πολύ περισσότεροι απ’ αυτούς των κοινωνικών κι ανθρωπιστικών επιστημών–, που δεν φόρεσαν ούτε χιτώνιο ούτε ράσο. Άλλο που εκτρέπεται και θάβεται ο χείμαρρος αποδεικτικών στοιχείων, κλινικών και ερευνητικών, για τον SARS-CoV-2, και συναφών μετα-αναλύσεων, που δημοσιεύουν σε επιστημονικά περιοδικά, θεωρούμενα έγκριτα, και σε επίσημες αναφορές δημόσιων οργανισμών, διεθνώς. Οι διαστάσεις της ταφής αποδεικτικών στοιχείων είναι τέτοιες, που δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί η υπόθεση να οφείλεται στο ότι αναιρούν αποτελέσματα μεροληπτικών [biased] ερευνών -όπως τα έχουν εντοπίσει πολλές μετα-αναλύσεις- απ’ τις οποίες συμβαίνει να αντλούν επιστημοσύνη οι κυρίαρχες πολιτικές «αντιμετώπισης του SARS-CoV-2». Η ταφή τελείται, τέλος, με διάφορους τρόπους: με τη μη αναφορά σ’ αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία από αρμόδιους επιστημονικούς συλλόγους και ΜΜΕ· με τη δήθεν «αποδόμηση» όσων απ’ αυτά συμβεί να διαδοθούν κάποτε στο διαδίκτυο –«αποδόμηση» κατόπιν διαστρέβλωσής τους– από παγκόσμιους δημοσιογραφικούς «fact checkers» (βλ., λ.χ., το ιδιωτικών συμφερόντων Reuters), απ’ όπου αντλούν τα ΜΜΕ κάθε ξεχωριστής χώρας· με τα άνευ προηγουμένου συστήματα λογοκρισίας, που οι μεγάλες «μηχανές αναζήτησης» (δεν δίνουν αποτελέσματα) και τα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» (διαγράφουν λογαριασμούς «μη προσαρμοσμένων» και τους διαπομπεύουν) επέβαλαν στο διαδίκτυο, τα τελευταία δυόμισι χρόνια (ας ιδωθεί ποιες συναφείς «hitec» μεγα-εταιρείες έχουν επενδύσεις σε προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας, άμεσες ή μέσω θυγατρικών)· με την παραμονή εγκεκριμένων επιστημονικών εργασιών σε στάδιο προδημοσίευσης επί μήνες κ.ά.

Για το ζήτημα των μεθοδολογικών μεροληψιών στις επιστημονικές έρευνες και δημοσιεύσεις υπάρχει εκτενέστατη βιβλιογραφία δεκαετιών. Για τις τραγικές διαστάσεις που το ζήτημα πήρε στο διάστημα του «πρώτου έτους covid», ήδη, βλ., λ.χ.: (α) Τη μεγάλη μετα-ανάλυση των Raynaud M., Huanxi Zhang, Kevin Louis, Valentin Goutaudier et al. (2021) COVID-19-related medical research: a meta-research and critical appraisal. BMC Medical Research Methodology, (21:1) και, (β) την εγκρατή συνέντευξη που παραχώρησαν δύο εκ των συντελεστών της στο www.the-scientist.com/news-opinion/high-risk-of-bias-in-early-covid-19-studies-meta-analysis-68353

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!