Tης Γιάννας Γιαννουλοπούλου*

 

Οι ανθρωπιστικές επιστήμες έρχονται συχνά τα τελευταία χρόνια στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης, όπως άλλωστε συνέβαινε και σε παλιότερες δεκαετίες. Ο φανερά ιδεολογικός χαρακτήρας που έχουν, καθώς και το γεγονός ότι το αντικείμενό τους (γλώσσα, λογοτεχνία, ιστορία) είναι πιο εύκολα προσβάσιμο στο μέσο μορφωμένο άνθρωπο συγκριτικά με τις «σκληρές» θετικές επιστήμες, όπως η φυσική ή τα μαθηματικά, τις καθιστούν εύκολα αντικείμενο δημόσιας αντιπαράθεσης ή/και πολεμικής μεταξύ ειδικών ή λιγότερο ειδικών ή καθόλου ειδικών, οι οποίοι όμως δεν έχουν επίγνωση του θεωρητικού και μεθοδολογικού στάτους που και αυτές έχουν. Έτσι, τους τελευταίους μήνες όλοι παρακολουθήσαμε αντιπαραθέσεις για τα διδακτικά εγχειρίδια της Ιστορίας, των Θρησκευτικών, για το πόσο και το πώς πρέπει να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά στα σχολεία σε σχέση με τη διδασκαλία των νέων ελληνικών, για το πόσο και πώς πρέπει να διδάσκονται οι ξένες γλώσσες και πολλά άλλα.

Παρόλο που καμιά επιστημονική εξέλιξη ή θεωρία δεν είναι αποκομμένη από το γενικότερο φιλοσοφικό, ιδεολογικό, κοινωνικό περιβάλλον –και επομένως άμοιρη κριτικής– είναι νομίζω αναγκαίο να διακρίνουμε ανάμεσα στο λόγο των ειδικών (και την κριτική που πρέπει να του γίνεται) και των μη ειδικών (και την ανάλογη κριτική). Η έλλειψη προσδιορισμών και ορίων, η έλλειψη καθορισμού της οπτικής γωνίας από την οποία κάθε άποψη τοποθετείται, δεν μπορεί να είναι γόνιμη και παραγωγική, δεν βοηθά ούτε στην προώθηση της επιστημονικής συζήτησης ούτε στην απαραίτητη εκλαΐκευση της επιστήμης, ούτε τελικά και στην κριτική που πρέπει να γίνεται στην επιστήμη. Νομίζω ότι η γενική «παντογνωσία» των δημοσιολογούντων είναι στην τρέχουσα συγκυρία υπαρκτός κίνδυνος, ευθέως ανάλογος με την έλλειψη στέρεων μεθοδολογικών και γνωστικών βάσεων. Ως παράδειγμα θα αναφερθώ στο σημερινό σημείωμα της στήλης στις συνθήκες που διαμορφώνονται για τις ανθρωπιστικές επιστήμες στα νέα περιβάλλοντα γνώσης. Με αυτόν τον όρο αναφερόμαστε συνήθως στις δυνατότητες που παρέχουν οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες, το Διαδίκτυο και η εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Εδώ και αρκετές δεκαετίες πια, γίνεται λόγος για τις «ψηφιακές ανθρωπιστικές σπουδές». Με αυτόν τον όρο εννοείται ο κλάδος που συνδυάζει τις παραδοσιακές ανθρωπιστικές επιστήμες με την μεθοδολογία των νέων τεχνολογιών, είτε το αποτέλεσμα είναι η ψηφιοποίηση κειμένων και εικόνων είτε η δημιουργία ακόμη και εικονικών βιβλιοθηκών και εκθέσεων. Η «επανάσταση» της μετανεωτερικότητας έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους υποστηρικτές κάθε καινοτομίας και νεωτερισμού και ένα νέο στάδιο δόξης μοιάζει να ανοίγεται γι’ αυτούς και στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Άλλωστε, η εν λόγω επανάσταση ανήκει και στο παράδειγμα των νέων μορφών γνώσης που πραγματοποιείται βέβαια και στο ομόλογο οικονομικό περιβάλλον, εκείνο του νεοφιλελευθερισμού. Θεωρείται, επομένως, από τους θιασώτες του, η σύγχρονη τάση που πρέπει όλοι ασμένως να ακολουθήσουμε. Ακόμη και στο ελληνικό πανεπιστήμιο γίνονται πλέον προτάσεις δημιουργίας προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων –εννοείται με δίδακτρα και εννοείται αρχικά για πολίτες αρχικά άλλων χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης– όπου θα διδάσκονται στο χώρο παραγωγής τους, δηλαδή την Ελλάδα, οι βασικές αρχές του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με τη χρήση και των ψηφιακών τεχνολογιών. Νομίζω ότι το θέμα δεν είναι καθόλου απλό ούτε αθώο. Βρίσκεται, αντιθέτως, στον πυρήνα της αλλαγής παραδείγματος γνώσης που το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα θέλει να επιβάλει. Εξίσου δύσκολη είναι και η απάντηση σε αυτήν την τάση.

Η αυτονόητη διευκόλυνση που παρείχαν και παρέχουν οι νέες τεχνολογίες –και στην επιστημονική έρευνα– είναι δεδομένη. Οι ερευνητικές δυνατότητες για τη μελέτη γλωσσικών δεδομένων, κειμένων συγχρόνων ή παλαιότερων είναι αυτονόητα θετικές για τη δουλειά των γλωσσολόγων, των φιλόλογων, των ιστορικών. Εξίσου σημαντικές προοπτικές ανοίγονται με τη χρήση αυτών των δυνατοτήτων στην εκπαίδευση. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να μας στερεί τη δυνατότητα να διακρίνουμε τα όρια των δυνατοτήτων και να αναρωτιόμαστε για τις πιθανές συνέπειες που η χρήση των νέων τεχνολογιών μπορεί να έχει στα συστατικά ερωτήματα των ανθρωπιστικών επιστημών. Πρόσφατα, τρεις καθηγητές (D. Arlington, S. Brouillette, D. Golumbia) σε άρθρο τους προειδοποιούν για τη μετατροπή των ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών σε νεοφιλελεύθερα εργαλεία, καθώς ο μηχανιστικός τρόπος παραγωγής και ανάκλησης αποτελεσμάτων και η εργαλειοποίηση των αποτελεσμάτων αυτών για τις ανάγκες της αγοράς έχει οδηγήσει στον ευτελισμό των ανθρωπιστικών σπουδών, στη χειραγώγηση της έρευνας και στον περιορισμό της ακαδημαϊκής ελευθερίας.

Το κεντρικό πρόβλημα που τίθεται, επομένως, και μάλιστα για την ελληνική έρευνα είναι εάν η «διευκόλυνση» του ψηφιακού μέσου θα υποκαταστήσει τη συζήτηση για τη μέθοδο και τη θεωρία. Διότι, επιστημονική εργασία σημαίνει βασικά ύπαρξη μεθοδολογίας και εμπλοκή με τη θεωρία. Εάν αυτά καταστούν δευτερεύοντα έως ασήμαντα γιατί η ψηφιοποίηση «διευκολύνει» και πουλιέται ευκολότερα, τότε η οπισθοχώρηση για την επιστήμη –και βέβαια για την κριτική της– θα είναι πολύ μεγάλη. Θα είναι δε, μεγάλη ιστορική ήττα εάν αυτή η υποκατάσταση γίνει και στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών με το επιχείρημα ότι μόνο έτσι αυτές θα επιβιώσουν. Μάλλον θα επιβιώσουν καταργούμενες. Τα κεντρικά ερωτήματα των ανθρωπιστικών επιστημών (η μελέτη της ιστορίας, της γλώσσας, της λογοτεχνίας των ανθρώπινων πολιτισμών, τα θεμελιώδη ερωτήματα της φιλοσοφίας) παραμένουν ανοιχτά και οι απόπειρες απάντησής τους εξανθρωπίζουν. Η επαπειλούμενη σιωπηρή κατάργηση των ερωτημάτων μέσω αφενός της αυτοματοποίησης και αφετέρου της εμπορευματοποίησης των ανθρωπιστικών σπουδών θα έχει δύσκολα αναστρέψιμες συνέπειες για τον πολιτισμό μας.

 

* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!