Του Κωνσταντίνου Πουλή
Η πολιτική οπτική κατ’ αρχήν δεν ενδιαφέρεται για τις εξαιρέσεις, για τις μέρες της καλοσύνης, διότι ο ορίζοντάς της είναι η μεγάλη διάρκεια. Όχι η ανακούφιση, αλλά η θεραπεία. Το αρχετυπικό περιστατικό που βεβαιώνει αυτήν τη διάκριση είναι η θρυλούμενη περιφρόνηση του Λένιν για τον Ντίκενς και τη νουβέλα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα, όπως μας την αφηγείται ο Όργουελ: ο Λένιν έβρισκε αφόρητο τον συναισθηματισμό του Ντίκενς, του οποίου το πολιτικό όραμα έλεγε ότι ήταν ο καλόκαρδος καπιταλιστής.
Από αυτή την αντίδραση προκύπτει ο βασικός διχασμός σε σχέση με το εορταστικό πνεύμα: η χριστουγεννιάτικη γενναιοδωρία είναι η αποτύπωση μιας συναισθηματικής στάσης που θεωρείται από κάποιους αδιάφορη, αν όχι και πολιτικά επιζήμια. Στη γλώσσα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου αυτό περιγράφεται ως εξής: «Ένα μέρος της αστικής τάξης θέλει να θεραπεύσει τις κοινωνικές πληγές, για να σταθεροποιήσει την υπόσταση της αστικής κοινωνίας». Είναι μια πρόσκαιρη βαλβίδα εκτόνωσης, για να αποφεύγονται τα χειρότερα.
Σκεφτόμαστε αυθόρμητα όλον αυτόν τον καταιγισμό της φιλανθρωπίας που λουζόμαστε υποχρεωτικά κάθε χρόνο τηλεοπτικώς, ενίοτε ως διαφήμιση των δραστηριοτήτων συζύγων καναλαρχών, που ξεπλένουν την ντροπή της αδικίας με τα ψιχουλάκια που πέφτουν από το τραπέζι των πλουσίων, όπως έλεγε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Μια τέτοια οπτική θα θεωρούσε τη φιλανθρωπία περιττή, διότι στόχος της θα ήταν να μην υπάρχουν φτωχοί που να εξαρτώνται από τη γενναιοδωρία συζύγων καναλαρχών προκειμένου να φάνε γαλοπούλα. Έστω. Μέχρι τότε; Εφόσον δεν έχει επιτευχθεί εμπράκτως η κοινωνική ισότητα, κάθε τέτοια υποβάθμιση του συναισθήματος μεταφράζεται σε αδιαφορία προς τις μικρές χειρονομίες, εν αναμονή των μεγάλων.
Η εικόνα του παχύδερμου που πετάει ένα ξεροκόμματο στον φτωχό στις γιορτές δικαίως επισύρει τη μήνι των αδικημένων, και μέχρι εδώ τα επιχειρήματα είναι ξεκάθαρα. Αν όμως δεν πρόκειται για τη φιλανθρωπία, αλλά για το δώρο; Το δώρο έχει τον χαρακτήρα της αμοιβαιότητας. Αυτή το ξεχωρίζει από τη φιλανθρωπία, που είναι εξ ορισμού άνιση.
Θυμόμαστε τον κύριο Μαυρίδη στην Κάλπικη Λίρα, που λέει πως η χειρότερη μέρα είναι η Πρωτοχρονιά, γιατί δεν μπορείς να ζητήσεις τα νοίκια. Υπονοεί ακριβώς ότι δεν μπορεί να είναι κανείς τόσο άκαρδος την Πρωτοχρονιά. Και αυτό είναι το πολιτικό ερώτημα των εορτών: έχει διαφορά αν κανείς είναι άκαρδος την Πρωτοχρονιά;
Με είχε απασχολήσει κάποια στιγμή η γιορτή του (με το συμπάθιο) Αγίου Βαλεντίνου. Τα επιχειρήματα εναντίον των εορτασμών είναι συμμετρικά. Ο Άγιος Βαλεντίνος είναι «ο άγιος των ανθοπωλών», διότι δεν είναι αυθεντικό κομμάτι της θρησκευτικής μας παράδοσης (όπως ακριβώς ο Άγιος Βασίλης θεωρείται άγιος της Coca Cola), αλλά και γιατί οι δυο τους εδραιώνονται ως διαφημιστικές περσόνες. Για όσους αδιαφορούν για τους αγίους, μεγαλύτερη σημασία έχει η ενόχληση από το κιτσαριό του στολισμού, με καρδούλες στη μία περίπτωση, με φωτάκια στη δεύτερη, προκειμένου να δουλεύουν τα σχετικά μαγαζιά. Το στοιχείο που αφορά την Coca Cola δεν είναι ιστορικά ακριβές, η αλήθεια είναι ότι ο καλοσυνάτος παππούλης υπάρχει πριν να τον ανακαλύψει και εδραιώσει η Coca Cola στη διαφημιστική της καμπάνια, αλλά το σκεπτικό στις δύο περιπτώσεις είναι το ίδιο: αυτό που γιορτάζεται κατά βάση είναι η ίδια η κατανάλωση. Η ικανότητα να ψωνίσουμε. Είτε πρόκειται για τον πλούσιο που βάζει το χέρι στην τσέπη για να φιλέψει τον φτωχό, είτε για τους γονείς που αγοράζουν παιχνίδια, (150 δισ. ετησίως, είναι αυτή η αγορά), γιορτάζουμε την ίδια μας την ικανότητα να ψωνίζουμε.
Εορτασμός των Χριστουγέννων παραδοσιακά δεν υπήρχε με τη σημερινή έννοια, καθώς ο σημερινός εορτασμός είναι πρωτίστως η θυσία στον σύγχρονο ναό των κοινωνιών μας, το shopping center. Ο λαογράφος Δημήτρης Λουκάτος περιγράφει το πέρασμα από το μοίρασμα των δώρων την Πρωτοχρονιά στο μοίρασμα τα Χριστούγεννα και λέει τη φοβερή φράση πως «είναι σκληρό να αφήνουμε τα παιδιά να περιμένουν ως την πρώτη του χρόνου, ιδίως όταν οι βιτρίνες και οι διαφημίσεις προκαλούν»! Η αθώα αυτή μετακίνηση εμπνέεται από τη μακρινή Αμερική και μεταφέρεται μέσω των μεταναστών. Δεν την αναφέρω καθόλου για να δοξάσουμε κάποιο παρελθόν αμόλυντο από αμερικανισμό, αλλά για να επιμείνω στο καταναλωτικό δώρο. Μάλιστα το γεγονός ότι το δώρο θα έπρεπε μετά να εξαπλωθεί και εκτός των γιορτών ήταν πρόβλημα που αντιμετώπισαν συνειδητά οι διαφημιστές στην Αμερική, με την καμπάνια «Κάντε ένα δώρο αντί να πάρετε βεγγαλικά», για την 4η Ιουλίου.
Εγώ θα έλεγα πως έχω πάντα να λογαριάσω την αυθόρμητη αντίδρασή μου που λέει πως οι στιγμές που η καρδιά δεν είναι πέτρα είναι σημαντικές, και πως δεν είναι να τις σνομπάρει κανείς επειδή λείπει το κάτι περισσότερο που θα θέλαμε. Επίσης, όπως έχει υποστηριχτεί απέναντι στην κριτική, το να παραμένει κανείς σε στάση αναμονής αδρανώντας στα μικρά, εν αναμονή των μεγάλων κινήσεων, μπορεί να σημαίνει ότι κρύβεται πίσω από το άλλοθι ενός στόχου που δεν ξέρουμε αν και πότε θα εκπληρωθεί, για να είναι στο μεταξύ άκαρδος. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται ποτέ ότι πρόκειται για διάζευξη, πως είτε όλον τον χρόνο θα είμαστε γενναιόδωροι, είτε μόνο τα Χριστούγεννα. Κι έτσι, μ’ όλη την κατανόηση γι’ αυτά τα επιχειρήματα, θα έλεγα πως έχω μια συμπάθεια για τα λαμπάκια, για τα περιτυλίγματα, για τα δέντρα και τις γιορτές. Ακόμη και για το ξαφνικό ενδιαφέρον για τα προσφυγάκια και τα φτωχόπαιδα, από ανθρώπους που δεν το συνηθίζουν. Δεν το βρίσκω μόνο απωθητικό. Εξάλλου, υπήρχαν λέει περιπτώσεις στην αρχαιότητα που καρναβαλικές τελετές κατέληγαν σε αυθεντικές εξεγέρσεις.
Άμα αναποδογυρίσει για μια στιγμή ο κόσμος, ξαφνικά έχεις αποκτήσει έστω και στιγμιαία την εμπειρία της ανάποδης ματιάς. Ότι αυτό θα λειτουργήσει ως εκτόνωση είναι ένα ενδεχόμενο, αλλά δεν είναι σίγουρο. Και αν αυτά δεν αφορούν βεβαίως την τηλεοπτική φιλανθρωπία, θα αφορούν ενδεχομένως αυτό που λέμε «χριστουγεννιάτικο πνεύμα». Αν πρόκειται για την κατανάλωση ως τέτοια, κατανοώ την ενόχληση. Αν πρόκειται όμως για την εξαίρεση, για την έξοδο από τον καθημερινό εαυτό, με τη γιορτή, ίσως θα ήμουν λίγο πιο μαλακός στην κριτική. Ίσως. Μπορεί να φταίει και η χριστουγεννιάτικη διάθεση που έχω, μια που αυτήν τη στιγμή αναβοσβήνουν λαμπάκια στο σπίτι μου.