του Δημήτρη Δούκα Σουφλέρη
Οδηγώντας στο επαρχιακό δίκτυο της χώρας, δεξιά και αριστερά των δρόμων, σε μία απόσταση 2-4 μέτρων, σε πολλές περιοχές βλέπετε μόνο ξερά χόρτα και «ξεσκλίδια» – σπασμένα ξεσκισμένα κλαδιά δέντρων και θάμνων. Με τόσο άγριο τρόπο σπασμένα και κατεστραμμένα που δεν μπορεί παρά να διερωτηθεί κάνεις (μπορεί μέσα στην περίοδο των διακοπών όλο και περισσότεροι να το κάνουν αυτό το ερώτημα): Ποιος και γιατί έκανε αυτό το πράγμα και ποια βαρβαρότητα οδήγησε σε αυτή τη συμπεριφορά; Λοιπόν η απάντηση σε αυτό σας το ερώτημα είναι: η Ελληνική Κυβέρνηση και Πολιτεία. Μέσα στα πλαίσια κάποιων πολυδιαφημισμένων προγραμμάτων που τα θεωρεί πολύτιμα και χρήσιμα για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών, προγραμμάτων στην κυριολεξία ή σατανικής εμπνεύσεως. Πρόκειται για τα «ΑΝΤΙΝΕΡΟ», το οποίο δήθεν δημιουργώντας αντιπυρικές ζώνες ουσιαστικά καταστρέφει τεράστιες εκτάσεις δασών και του υπορόφου τους. Το άλλο είναι το πολύ γνωστό, «ΤΑ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΑ ΟΙΚΟΠΕΔΑ», που αν συνεχίσει μερικές χρονιές ακόμα σταματώντας την ανάπτυξη των φυτών από τον Απρίλιο μέχρι και τον Μάιο, σε λίγα χρόνια δεν θα βλέπουμε ούτε Παπαρούνες ούτε Σπαθόχορτο ούτε Μάηδες να ανθίζουν την άνοιξη.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο προγραμμάτων έδωσε την δυνατότητα σε περιφερειακές αυτοδιοικήσεις και δήμους, δήθεν πράττοντας κάτι καλό για την πυροπροστασία, να έχουν μετατρέψει τα πλαϊνά των δρόμων σε εύφλεκτες ζώνες και εικόνες φρικτής και βάρβαρης ασχήμιας.
ΞΕΣΚΛΙΔΙΑ λοιπόν, στους δρόμους της Ελλάδας, που σου συνταράσσουν τα σωθικά.
Αλλά μήπως Ξεσκλίδια δεν είναι ούτως ή άλλως χωροταξικά, πολεοδομικά, ενεργειακά, λειτουργικά όλοι οι δρόμοι Ελλάδας; Όπου σε δήθεν αναπτυγμένες περιοχές δεν βλέπεις τίποτα άλλο παρά οι εισόδους-εξόδους επιχειρήσεων, μάντρες υλικών, σπίτια, όλα ατάκτως ερριμμένα;
Πότε θα γίνει αντιληπτό ότι μόνο μια συνεκτική ανάπτυξη των οικισμών, με σαφή όρια, και τους επαρχιακούς δρόμους αφιερωμένους σε αυτό για το οποίο είναι φτιαγμένοι, δηλαδή την μετακίνηση των οχημάτων, θα έχουμε πολλαπλώς μεγαλύτερα συνολικά οφέλη, λειτουργικά, οικονομικά και βεβαίως αισθητικά;
Αλλά βέβαια τα Ξεσκλίδια δεν υπάρχουν μόνο στους δρόμους, υπάρχουν και στα βουνά, στους κάμπους, υπάρχουν και μέσα στις πόλεις, όπου τα δέντρα καρατομούνται στο όνομα της κλάδευσης, οι αυλές έχουν εξαφανιστεί και έχουν αντικατασταθεί με μπετόν και άσφαλτο και έτσι δήθεν αντιμετωπίζουμε καύσωνες με ρεκόρ (όπως τους 80 βαθμούς στην άσφαλτο της Αθήνας) Κανονικά θα έπρεπε να μιλάμε για ανθρωπογενείς καυσωγόνες πόλεις, για πυρομανείς προστάτες από την φωτιά, για καταστροφείς του γύρω και του μέσα μας!
Τώρα λοιπόν που πολλοί –ας ευχηθούμε– θα έχουν αυτή τη δυνατότητα των διακοπών και έτσι θα βρεθούν κοντά στους ωραίους ή δήθεν ωραίους τόπους της χώρας, ας ρίξουν όλοι μία πιο προσεκτική ματιά, μήπως και καταλάβουν ότι στην πραγματικότητα, με την αφόρητη αναπτυξιολαγνεία, αυτό που έχουμε φτιάξει είναι μία χώρα που οδεύει προς την καθολική ασχήμια. Απλά οι περισσότεροι δεν βλέπουν ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός».
ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ οι ταξιδευτές των «ήσυχων ημερών του Αυγούστου» ας κάνουν λίγο και ένα εσωτερικό ταξίδι, και ας προσπαθήσουν να ακουμπήσουν με λίγη τρυφερότητα αυτόν τον Τόπο. Την τρυφερότητα και σοφία μαζί, που υποδήλωνε παρακάτω ο φίλος μου Μιχάλης Ποντίκης, στο θαυμάσιο κείμενό του «Καταστροφέας του μέσα μας»:
«Παρατηρούσα άφωνος το έργο του “καταστροφέα”, του χορτοκοπτικού μηχανήματος που χρησιμοποιείται (ευρέως πια) για τον καθαρισμό των παρυφών των δρόμων από τα χόρτα και τα “ανεπιθύμητα” φυτά: λωρίδες οι φλούδες των κομμένων θάμνων να κρέμονται στον αέρα, κλαδιά που έχουν κοπεί με βίαιο τράβηγμα, άλλα που έχουν γείρει τσακισμένα, στριμμένοι και ξεφλουδισμένοι βλαστοί, ξεμασχαλισμένοι κορμοί, ξεριζωμένα μικρά φυτά, να αφήνει πίσω του μια εικόνα απερίγραπτη. Πολλοί θάμνοι έχοντας χάσει με αυτό τον τρόπο κάποιο κλαδί τους, ξεράθηκαν τελικά. Όχι, δεν έχω να προβάλω ορθολογικά επιχειρήματα για να πείσω κάποιους να μην χρησιμοποιούν αυτό το τρομερό μηχάνημα. Απλά τους μεταφέρω την αίσθηση (που ίσως δεν είναι μεταφυσική, γιατί την έχουν και άλλοι εκτός από μένα) ότι τα φυτά, όταν υφίστανται αυτή τη βάναυση μεταχείριση, ΠΟΝΑΝΕ. Και ας μη λαμβάνεται ως απόδειξη του ότι τα φυτά δεν πονάνε, το ότι δεν σκούζουν. Δεν σκούζουν, δεν ουρλιάζουν από τον πόνο, προφανώς επειδή δεν έχουν φωνή. Δυστυχώς. Γιατί ίσως έτσι θα μπορούσαν να εξηγήσουν πιο πειστικά στους αρμόδιους ότι το μηχάνημα “τους”, αφήνει πίσω του μια έλλειψη πολιτισμού, τρομακτική».
* Δεν μπορεί παρά να θυμάμαι και την Βάνα Σ. που είχαμε βρεθεί μαζί στο ίδιο μετερίζι για τα βουνά μας…