Mια ξεχασμένη αλλά επίκαιρη έννοια. Του Χρίστου Καραμάνου
Η Αριστερά στη δεκαετία του ’90 σχεδόν έσβησε από το λεξιλόγιό της την αναφορά στο ξένο κεφάλαιο. Κατά βάση -σε όλες μάλιστα τις εκδοχές της, ευρωπαϊστική, αντικαπιταλιστική, ταξικιστική- επηρεάστηκε από την αστική προπαγάνδα για «ισχυρή Ελλάδα του ευρώ» και μεταλλάχθηκε η αντίληψή της για την χαρακτήρα της χώρας. Κυριαρχεί πλέον η αντίληψη για «ιμπεριαλιστική Ελλάδα» ή για «μικροϊμπεριαλιστική Ελλάδα». Οι φορείς των αντιλήψεων αυτών προφανώς δεν μπορούσαν να δουν στην πραγματική διάσταση τον παράγοντα χρέος. Έτσι, από το 2010 και μετά οι αναφορές αυτές περιορίζονται, καθώς η χώρα βαδίζει στη χρεοκοπία, οι αντιλήψεις, όμως, παραμένουν και εκφράζονται με την υποτίμηση των ζητημάτων της χούντας και της Κατοχής, την υποτίμηση του στόχου της ανεξαρτησίας, καθώς και με την υποτίμηση του ρόλου του ξένου κεφαλαίου στη χώρα.
Για να αποφύγουμε τις ιδεοληψίες, μια μέθοδος υπάρχει: να υπερισχύσει το κριτήριο της πραγματικότητας. Αυτό λοιπόν που εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία «φώναζε» η πραγματικότητα -αλλά η Αριστερά κατά βάση το παρέβλεπε- ήταν ότι το χρέος ήταν ο κεντρικός παράγοντας των αρνητικών εξελίξεων στην οικονομία της χώρας, σταθερά πάνω από 100% του ΑΕΠ, με τους τόκους να απορροφούν σταθερά πάνω από 20% των κρατικών εσόδων, τα χρεολύσια ούτε καν να πληρώνονται, απλά να ανακυκλώνονται με νέα, με το δημόσιο πλούτο να ξεπουλιέται, τους εργαζομένους να ληστεύονται και το όποιο κοινωνικό κράτος υπήρχε να κατεδαφίζεται για να τραφεί η αδηφάγος χρεομηχανή.
Αν με βάση το κριτήριο της πραγματικότητας εξετάσουμε το ρόλο του ξένου κεφαλαίου στη χώρα μας, θα διαπιστώσουμε ότι από την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ εντείνεται με γεωμετρική πρόοδο η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα. Η δεκαετία της ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ ήταν -εκτός των άλλων- η δεκαετία του ξένου κεφαλαίου. Πρώτον έχουμε μια μεγάλη ανατροπή στον παραγωγικό ιστό, με την ντόπια παραγωγή να αποδιαρθρώνεται και τις εισαγωγές να αυξάνονται αλματωδώς. Δεύτερον, το ξένο κεφάλαιο ελέγχει τη χρεομηχανή και απολαμβάνει άκοπα μεγάλα κέρδη. Τρίτον, σε ό,τι αφορά την ντόπια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών το ξένο κεφάλαιο ελέγχει τους πιο βασικούς τομείς της οικονομίας. Κι αυτά ισχύουν ήδη πριν η χώρα μπει στη φάση της χρεοκοπίας το 2010.
Για να αποφύγουμε τις ιδεοληψίες, μια μέθοδος υπάρχει: να υπερισχύσει το κριτήριο της πραγματικότητας. Αυτό λοιπόν που εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία «φώναζε» η πραγματικότητα -αλλά η Αριστερά κατά βάση το παρέβλεπε- ήταν ότι το χρέος ήταν ο κεντρικός παράγοντας των αρνητικών εξελίξεων στην οικονομία της χώρας, σταθερά πάνω από 100% του ΑΕΠ, με τους τόκους να απορροφούν σταθερά πάνω από 20% των κρατικών εσόδων, τα χρεολύσια ούτε καν να πληρώνονται, απλά να ανακυκλώνονται με νέα, με το δημόσιο πλούτο να ξεπουλιέται, τους εργαζομένους να ληστεύονται και το όποιο κοινωνικό κράτος υπήρχε να κατεδαφίζεται για να τραφεί η αδηφάγος χρεομηχανή.
Αν με βάση το κριτήριο της πραγματικότητας εξετάσουμε το ρόλο του ξένου κεφαλαίου στη χώρα μας, θα διαπιστώσουμε ότι από την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ εντείνεται με γεωμετρική πρόοδο η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα. Η δεκαετία της ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ ήταν -εκτός των άλλων- η δεκαετία του ξένου κεφαλαίου. Πρώτον έχουμε μια μεγάλη ανατροπή στον παραγωγικό ιστό, με την ντόπια παραγωγή να αποδιαρθρώνεται και τις εισαγωγές να αυξάνονται αλματωδώς. Δεύτερον, το ξένο κεφάλαιο ελέγχει τη χρεομηχανή και απολαμβάνει άκοπα μεγάλα κέρδη. Τρίτον, σε ό,τι αφορά την ντόπια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών το ξένο κεφάλαιο ελέγχει τους πιο βασικούς τομείς της οικονομίας. Κι αυτά ισχύουν ήδη πριν η χώρα μπει στη φάση της χρεοκοπίας το 2010.
Η πραγματική κατάσταση
Προβάλλεται η αντίρρηση στους παραπάνω ισχυρισμούς ότι «εθελοντικά» ο ελληνικός μεγαλοαστισμός αποδέχθηκε όλα τα παραπάνω και ότι κράτησε για τον εαυτό του τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες, επί παραδείγματι τις τράπεζες. Ως προς το «εθελοντικά», αν κυριολεκτήσουμε, ισχύει. Δεν είδαμε καμιά αστική πτέρυγα να αντιδρά στη διείσδυση του ξένου κεφαλαίου. Προσαρμόστηκε ο αστισμός της Ελλάδας σε μια διαδικασία που, στην ουσία, γι’ αυτόν ήταν μονόδρομος, αλλά που οδηγούσε αντικειμενικά σε υποβάθμιση τόσο του ιδίου όσο και της χώρας συνολικά. Απλά προσπάθησε αυτήν την υποβάθμιση να την αντιρροπήσει με μια μεγάλη επίθεση στη ζωντανή εργασία, καθώς και με «αρπαχτές» στο εσωτερικό και τα Βαλκάνια -οι τελευταίες κράτησαν λίγο. Η εικόνα ότι έχουμε έναν «ανθηρό ελληνικό αστισμό, μέρος της διεθνούς πλουτοκρατίας» -όπως επιμένουν οι πτέρυγες της Αριστεράς που προαναφέραμε- είναι μια ψευδής εικόνα. Είναι απόρροια της ίδιας ιδεοληψίας περί «ισχυρής Ελλάδας», ιμπεριαλιστικής, μικροϊμπεριαλιστικής κ.λπ. Κι εδώ η πραγματικότητα δίνει αδιάσειστα στοιχεία. Ας επιμείνουμε λίγο σε αυτά πριν περάσουμε στα κρίσιμα πολιτικά συμπεράσματα.
Υποτίθεται ότι βασικό στοιχείο της ανθηρότητας του αστισμού είναι οι ελληνικές τράπεζες. Σχεδόν το 40% του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ελέγχεται από τον Όμιλο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΕΤΕ). Αν δούμε τη μετοχική σύνθεση της ΕΤΕ, εκεί που θα περιμέναμε να δούμε την ελληνική κεφαλαιοκρατία, αν ίσχυαν οι ιδεοληψίες περί ανθηρότητας, τι διαπιστώνουμε; Ότι το 47,4% είναι θεσμικοί επενδυτές του εξωτερικού, ενώ μόλις το 28,4% είναι ντόπιοι ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές. Ανάλογα ισχύουν στην Alpha Bank, όπου οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές ελέγχουν το 40%. Η δε Eurobank ουσιαστικά ελέγχεται από το κοσμοπολίτικο κεφάλαιο – σε αυτό εντάσσεται ο Όμιλος Λάτση που έχει έδρα τη Γενεύη και μόλις το 15% των δραστηριοτήτων του είναι στην Ελλάδα. Άλλωστε, τι καλύτερη απόδειξη χρειάζεται από το γεγονός ότι στην υπό διαμόρφωση νέα τράπεζα από τη συγχώνευση Alpha Bank – Eurobank πρώτος και κύριος μέτοχος είναι αμοιβαίο κεφάλαιο του Κατάρ. Ο μύθος για το ισχυρό άλογο του ντόπιου αστισμού, που είναι οι τράπεζες, καταρρέει αμέσως, αν κάποιος αναζητήσει τα πραγματικά στοιχεία, που διατίθενται εύκολα στο Διαδίκτυο.
Ας ρίξουμε, όμως, μια ενδεικτική ματιά στους βασικούς τομείς της ντόπιας παραγωγής. Στις τηλεπικοινωνίες υπάρχει πλέον μετά την απόκτηση του ΟΤΕ από την Deutshe Telekom σχεδόν αποκλειστικά ξένο κεφάλαιο (Vodafone, Wind κ.λπ). Η πάλαι ποτέ κραταιή Intracom του Σ. Κόκκαλη ελέγχεται κατά 50% από τη ρωσική Sistema, ενώ η Siemens παίρνει πλέον τις δουλειές του ΟΤΕ χωρίς να χρειάζεται Έλληνα υπεργολάβο –αυτό τον ρόλο έπαιζε παλιά ο Κόκκαλης. Στις κατασκευές γαλλογερμανικά κονσόρτσιουμ ελέγχουν το Αεροδρόμιο των Σπάτων, τη Γέφυρα Ρίου Αντίρριου καθώς και τους 5 μεγάλους οδικούς άξονες –με τους μεγάλους ελληνικούς ομίλους να λειτουργούν ως υπεργολάβοι. Στην τσιμεντοβιομηχανία, ο ένας από τους δύο μεγάλους ελληνικούς ομίλους, η ΑΓΕΤ, πέρασε πλέον στη γαλλική Lafarge.
Στην καπνοβιομηχανία ο Παπαστράτος εξαγοράστηκε από τη Phillip Morris. Στην ακτοπλοΐα το ίδιο, με τις πάλαι ποτέ Μινωικές Γραμμές να είναι πλέον Grimaldi group. Στα λιμάνια ήδη έγινε η αρχή με την Cosco στον Πειραιά. Στην ενέργεια, οι προμηθευτές και οι κατασκευαστές των μονάδων της (ακόμη δημόσιας) ΔΕΗ είναι κυρίως γερμανικές, γαλλικές και ιταλικές εταιρίες. Ήδη δε, έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα και κατασκευάζουν δικά τους εργοστάσια όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές πολυεθνικές – η γαλλική EdF, οι γερμανικές RWE και EON, η ιταλική ENEL, η ισπανική Endessa. Οι ελληνικοί όμιλοι παραμένουν σε ρόλο υπεργολάβου -Κοπελούζος, Βαρδινογιάννης, Μυτιληναίος κ.λπ. Στον τουρισμό, η τουριστική κίνηση ελέγχεται από τους μεγάλους tour operators, όπως π.χ. η TUI, που εισπράττουν το μεγάλο ποσοστό από τα τουριστικά πακέτα. Στα χημικά είδη οικιακής χρήσης κυριαρχούν η Colgate και η Procter & Gamble, έχοντας εξαγοράσει τις ελληνικές εταιρίες. Το ίδιο στο χώρο του φάρμακου με τις Glaxo, Aventis, Sanofi. Ανάλογη η κατάσταση στο χώρο της διαφήμισης. Η αναφορά θα μπορούσε να είναι πολύ πιο εκτενής και αναλυτική – κι ας μην ξεχνάμε ότι επιπροσθέτως όλων αυτών υπάρχουν οι εισαγωγές και η χρεομηχανή, όπως προαναφέρθηκε.
Προβάλλεται η αντίρρηση στους παραπάνω ισχυρισμούς ότι «εθελοντικά» ο ελληνικός μεγαλοαστισμός αποδέχθηκε όλα τα παραπάνω και ότι κράτησε για τον εαυτό του τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες, επί παραδείγματι τις τράπεζες. Ως προς το «εθελοντικά», αν κυριολεκτήσουμε, ισχύει. Δεν είδαμε καμιά αστική πτέρυγα να αντιδρά στη διείσδυση του ξένου κεφαλαίου. Προσαρμόστηκε ο αστισμός της Ελλάδας σε μια διαδικασία που, στην ουσία, γι’ αυτόν ήταν μονόδρομος, αλλά που οδηγούσε αντικειμενικά σε υποβάθμιση τόσο του ιδίου όσο και της χώρας συνολικά. Απλά προσπάθησε αυτήν την υποβάθμιση να την αντιρροπήσει με μια μεγάλη επίθεση στη ζωντανή εργασία, καθώς και με «αρπαχτές» στο εσωτερικό και τα Βαλκάνια -οι τελευταίες κράτησαν λίγο. Η εικόνα ότι έχουμε έναν «ανθηρό ελληνικό αστισμό, μέρος της διεθνούς πλουτοκρατίας» -όπως επιμένουν οι πτέρυγες της Αριστεράς που προαναφέραμε- είναι μια ψευδής εικόνα. Είναι απόρροια της ίδιας ιδεοληψίας περί «ισχυρής Ελλάδας», ιμπεριαλιστικής, μικροϊμπεριαλιστικής κ.λπ. Κι εδώ η πραγματικότητα δίνει αδιάσειστα στοιχεία. Ας επιμείνουμε λίγο σε αυτά πριν περάσουμε στα κρίσιμα πολιτικά συμπεράσματα.
Υποτίθεται ότι βασικό στοιχείο της ανθηρότητας του αστισμού είναι οι ελληνικές τράπεζες. Σχεδόν το 40% του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ελέγχεται από τον Όμιλο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΕΤΕ). Αν δούμε τη μετοχική σύνθεση της ΕΤΕ, εκεί που θα περιμέναμε να δούμε την ελληνική κεφαλαιοκρατία, αν ίσχυαν οι ιδεοληψίες περί ανθηρότητας, τι διαπιστώνουμε; Ότι το 47,4% είναι θεσμικοί επενδυτές του εξωτερικού, ενώ μόλις το 28,4% είναι ντόπιοι ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές. Ανάλογα ισχύουν στην Alpha Bank, όπου οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές ελέγχουν το 40%. Η δε Eurobank ουσιαστικά ελέγχεται από το κοσμοπολίτικο κεφάλαιο – σε αυτό εντάσσεται ο Όμιλος Λάτση που έχει έδρα τη Γενεύη και μόλις το 15% των δραστηριοτήτων του είναι στην Ελλάδα. Άλλωστε, τι καλύτερη απόδειξη χρειάζεται από το γεγονός ότι στην υπό διαμόρφωση νέα τράπεζα από τη συγχώνευση Alpha Bank – Eurobank πρώτος και κύριος μέτοχος είναι αμοιβαίο κεφάλαιο του Κατάρ. Ο μύθος για το ισχυρό άλογο του ντόπιου αστισμού, που είναι οι τράπεζες, καταρρέει αμέσως, αν κάποιος αναζητήσει τα πραγματικά στοιχεία, που διατίθενται εύκολα στο Διαδίκτυο.
Ας ρίξουμε, όμως, μια ενδεικτική ματιά στους βασικούς τομείς της ντόπιας παραγωγής. Στις τηλεπικοινωνίες υπάρχει πλέον μετά την απόκτηση του ΟΤΕ από την Deutshe Telekom σχεδόν αποκλειστικά ξένο κεφάλαιο (Vodafone, Wind κ.λπ). Η πάλαι ποτέ κραταιή Intracom του Σ. Κόκκαλη ελέγχεται κατά 50% από τη ρωσική Sistema, ενώ η Siemens παίρνει πλέον τις δουλειές του ΟΤΕ χωρίς να χρειάζεται Έλληνα υπεργολάβο –αυτό τον ρόλο έπαιζε παλιά ο Κόκκαλης. Στις κατασκευές γαλλογερμανικά κονσόρτσιουμ ελέγχουν το Αεροδρόμιο των Σπάτων, τη Γέφυρα Ρίου Αντίρριου καθώς και τους 5 μεγάλους οδικούς άξονες –με τους μεγάλους ελληνικούς ομίλους να λειτουργούν ως υπεργολάβοι. Στην τσιμεντοβιομηχανία, ο ένας από τους δύο μεγάλους ελληνικούς ομίλους, η ΑΓΕΤ, πέρασε πλέον στη γαλλική Lafarge.
Στην καπνοβιομηχανία ο Παπαστράτος εξαγοράστηκε από τη Phillip Morris. Στην ακτοπλοΐα το ίδιο, με τις πάλαι ποτέ Μινωικές Γραμμές να είναι πλέον Grimaldi group. Στα λιμάνια ήδη έγινε η αρχή με την Cosco στον Πειραιά. Στην ενέργεια, οι προμηθευτές και οι κατασκευαστές των μονάδων της (ακόμη δημόσιας) ΔΕΗ είναι κυρίως γερμανικές, γαλλικές και ιταλικές εταιρίες. Ήδη δε, έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα και κατασκευάζουν δικά τους εργοστάσια όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές πολυεθνικές – η γαλλική EdF, οι γερμανικές RWE και EON, η ιταλική ENEL, η ισπανική Endessa. Οι ελληνικοί όμιλοι παραμένουν σε ρόλο υπεργολάβου -Κοπελούζος, Βαρδινογιάννης, Μυτιληναίος κ.λπ. Στον τουρισμό, η τουριστική κίνηση ελέγχεται από τους μεγάλους tour operators, όπως π.χ. η TUI, που εισπράττουν το μεγάλο ποσοστό από τα τουριστικά πακέτα. Στα χημικά είδη οικιακής χρήσης κυριαρχούν η Colgate και η Procter & Gamble, έχοντας εξαγοράσει τις ελληνικές εταιρίες. Το ίδιο στο χώρο του φάρμακου με τις Glaxo, Aventis, Sanofi. Ανάλογη η κατάσταση στο χώρο της διαφήμισης. Η αναφορά θα μπορούσε να είναι πολύ πιο εκτενής και αναλυτική – κι ας μην ξεχνάμε ότι επιπροσθέτως όλων αυτών υπάρχουν οι εισαγωγές και η χρεομηχανή, όπως προαναφέρθηκε.
Πολιτικό συμπέρασμα
Απέναντι στην ορμητική διείσδυση του ξένου κεφαλαίου και την υποτελή, υπεργολαβική, διαμεσολαβητική στάση του ντόπιου αστισμού -σε συνδυασμό, προφανώς, με την πολιτική πλευρά της κατοχής στην οποία δεν αναφερθήκαμε στο παρόν άρθρο- η Αριστερά οφείλει να σταματήσει το στρουθοκαμηλισμό, οφείλει να τοποθετηθεί. Να αποκαλύψει με συστηματική δουλειά στο λαό το πώς φθάσαμε ώς εδώ, το ρόλο του αστισμού και του ευρωπαϊσμού. Και πρώτιστα οφείλει να αναδείξει τη σημασία του αγώνα για οικονομική και πολιτική, δηλαδή, εθνική ανεξαρτησία και παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου. Αυτό πλέον το συνειδητοποιεί κάθε άνθρωπος του λαού. Ο λαός ζητά «ανεξαρτησία και όχι κατοχή». Σ’ αυτό το σύνθημα βρίσκεται μια κεντρική κατεύθυνση για το λαϊκό κίνημα.
Επίσης, το γεγονός πως έχουμε απέναντί μας έναν υποβαθμισμένο αστισμό, δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι λιγότερο επιθετικός. Το αντίθετο μάλιστα ισχύει. Είναι πιο επιθετικός, πιο κυνικός, πιο καταπιεστικός. Το ότι ο αστισμός υποβαθμίζεται δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι υπάρχουν περιθώρια συνεργασίας ή αναζήτησης μια προοδευτικής τάσης μέσα σε αυτόν. Αυτό το λάθος έγινε από σύσσωμη την επίσημη Αριστεράς στο παρελθόν (π.χ. συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες του ’70 και του ’80). Αυτό το λάθος, όμως, δεν ξεπερνιέται κάνοντας ένα νέο και εξίσου μεγάλο λάθος, δηλαδή υποτιμώντας το ρόλο του ξένου κεφαλαίου και τη σημασία του αγώνα για ανεξαρτησία. Αυτό που χρειάζεται είναι η ανάδειξη του κοινωνικού και πολιτικού περιεχόμενου της ανεξαρτησίας.
Από την άποψη αυτή ας σημειώσουμε ότι ο αστισμός μας δεν είχε ούτε έχει αντιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά – πόσο πιο καθαρά να φανεί αυτό από το γεγονός ότι σύσσωμος και χωρίς καμιά αναστολή παρέδωσε τη χώρα πρώτα στους δανειστές και στο τέλος της πορείας στην τρόικα;
Η ιδιαίτερη πολιτική σημασία αυτών των διαπιστώσεων είναι ότι ο αστισμός αδυνατεί πια να έχει ένα όραμα για την Ελλάδα, ότι πλέον βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση να αναπαράγει την ηγεμονία του σε μικροαστικά στρώματα, ότι έχει κυρίως εναποθέσει τις ελπίδες για τη διάσωσή του στους ιμπεριαλιστές πάτρωνές του -κάτι που γίνεται όχι για πρώτη φορά- και ότι πλέον οδηγεί τη χώρα στο γκρεμό της κατοχής. Κι όλα αυτά σημαίνουν για την Αριστερά πως έχει τη μεγάλη ευθύνη να οικοδομήσει ένα παλλαϊκό μέτωπο στη βάση μιας πρότασης για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική διέξοδο, στη βάση μιας πρότασης για τη σωτηρία του λαού και της χώρας.
Απέναντι στην ορμητική διείσδυση του ξένου κεφαλαίου και την υποτελή, υπεργολαβική, διαμεσολαβητική στάση του ντόπιου αστισμού -σε συνδυασμό, προφανώς, με την πολιτική πλευρά της κατοχής στην οποία δεν αναφερθήκαμε στο παρόν άρθρο- η Αριστερά οφείλει να σταματήσει το στρουθοκαμηλισμό, οφείλει να τοποθετηθεί. Να αποκαλύψει με συστηματική δουλειά στο λαό το πώς φθάσαμε ώς εδώ, το ρόλο του αστισμού και του ευρωπαϊσμού. Και πρώτιστα οφείλει να αναδείξει τη σημασία του αγώνα για οικονομική και πολιτική, δηλαδή, εθνική ανεξαρτησία και παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου. Αυτό πλέον το συνειδητοποιεί κάθε άνθρωπος του λαού. Ο λαός ζητά «ανεξαρτησία και όχι κατοχή». Σ’ αυτό το σύνθημα βρίσκεται μια κεντρική κατεύθυνση για το λαϊκό κίνημα.
Επίσης, το γεγονός πως έχουμε απέναντί μας έναν υποβαθμισμένο αστισμό, δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι λιγότερο επιθετικός. Το αντίθετο μάλιστα ισχύει. Είναι πιο επιθετικός, πιο κυνικός, πιο καταπιεστικός. Το ότι ο αστισμός υποβαθμίζεται δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι υπάρχουν περιθώρια συνεργασίας ή αναζήτησης μια προοδευτικής τάσης μέσα σε αυτόν. Αυτό το λάθος έγινε από σύσσωμη την επίσημη Αριστεράς στο παρελθόν (π.χ. συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες του ’70 και του ’80). Αυτό το λάθος, όμως, δεν ξεπερνιέται κάνοντας ένα νέο και εξίσου μεγάλο λάθος, δηλαδή υποτιμώντας το ρόλο του ξένου κεφαλαίου και τη σημασία του αγώνα για ανεξαρτησία. Αυτό που χρειάζεται είναι η ανάδειξη του κοινωνικού και πολιτικού περιεχόμενου της ανεξαρτησίας.
Από την άποψη αυτή ας σημειώσουμε ότι ο αστισμός μας δεν είχε ούτε έχει αντιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά – πόσο πιο καθαρά να φανεί αυτό από το γεγονός ότι σύσσωμος και χωρίς καμιά αναστολή παρέδωσε τη χώρα πρώτα στους δανειστές και στο τέλος της πορείας στην τρόικα;
Η ιδιαίτερη πολιτική σημασία αυτών των διαπιστώσεων είναι ότι ο αστισμός αδυνατεί πια να έχει ένα όραμα για την Ελλάδα, ότι πλέον βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση να αναπαράγει την ηγεμονία του σε μικροαστικά στρώματα, ότι έχει κυρίως εναποθέσει τις ελπίδες για τη διάσωσή του στους ιμπεριαλιστές πάτρωνές του -κάτι που γίνεται όχι για πρώτη φορά- και ότι πλέον οδηγεί τη χώρα στο γκρεμό της κατοχής. Κι όλα αυτά σημαίνουν για την Αριστερά πως έχει τη μεγάλη ευθύνη να οικοδομήσει ένα παλλαϊκό μέτωπο στη βάση μιας πρότασης για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική διέξοδο, στη βάση μιας πρότασης για τη σωτηρία του λαού και της χώρας.
* Σε επόμενο άρθρο θα αναλυθούν οι πολιτικές που άνοιξαν το δρόμο και επιδότησαν την εισβολή του ξένου κεφαλαίου.
Σχόλια