Συγκερασμός τέχνης και πολιτικού στοχασμού από τους αδελφούς Ταβιάνι
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Στην τρίωρη ταινία Χάος (1984) των αδελφών Ταβιάνι (Πατέρας-Αφέντης/1977, Η νύχτα του Σαν Λορέντζο/1982) προσεγγίζεται το πρωτογενές λαογραφικό υλικό της κακοτράχαλης Νότιας Σικελίας, στην τοπική διάλεκτο του Αγκριτζέντο, με ιστορίες εμπνευσμένες από διηγήματα του Σικελού θεατρικού συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλο (1867-1936). Επιχειρώντας μια ψυχαναλυτική διάσταση του ατόμου στις απομονωμένες αγροτικές κοινωνίες, οι αδελφοί Ταβιάνι πετυχαίνουν ένα συγκερασμό τέχνης και πολιτικού στοχασμού, μέσα από πέντε αυτοτελείς ιστορίες.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα ακολουθεί με αγωνία ένα μπουλούκι συγχωριανών της, που ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στην Αμερική, πασχίζοντας να στείλει ένα γράμμα στους δυο γιους της που βρίσκονται εκεί, πάνω από 12 χρόνια.
Στην απομονωμένη αγροικία ενός νιόπαντρου ζευγαριού, αποκαλύπτεται πως όταν φτάνει η πανσέληνος, ο άντρας παθαίνει νευρωτικές κρίσεις εκτός ελέγχου, σαν να μεταμορφώνεται σε λυκάνθρωπο. Η τρομαγμένη και ανικανοποίητη σύζυγος, στην επόμενη πανσέληνο ζητά τη συμπαράσταση της μάνας και του αγαπημένου της ξάδερφου.
Ένας αυταρχικός γαιοκτήμονας παραλαμβάνει ένα γιγαντιαίο πιθάρι για το ελαιόλαδο της σοδιάς, αλλά την επομένη, το αγγείο βρίσκεται μυστηριωδώς σπασμένο και ο τεχνίτης που θα το επισκευάσει με τη μαγική του κόλλα εγκλωβίζεται μέσα σε αυτό.
Μια ομάδα βουνίσιων βοσκών διεκδικεί μάταια από τον αυταρχικό υπερόπτη γαιοκτήμονα ένα νεκροταφείο στην απομονωμένη περιοχή τους. Τελικά, αποφασίζουν να συγκρουστούν μαζί του, κατεβαίνοντας στην πόλη.
Στον επίλογο, ο σπουδαίος Ομέρο Αντονούτσι ερμηνεύει τον Πιραντέλο, που επιστρέφει στο πατρικό αρχοντικό και ξαναζεί τα παιδικά του βιώματα.
Ανάμεσα στα επεισόδια επαναλαμβάνεται το οπτικό μοτίβο ενός κατάμαυρου κορακιού που πετάει, προσδίδοντας μυστήριο με τον μακάβριο ήχο που προκαλείται από ένα καμπανάκι κρεμασμένο στο λαιμό του, προμηνύοντας ηχητικά την αρχή κάθε αλλόκοτης ιστορίας.
Οι εναέριες λήψεις αποκαλύπτουν εκτάσεις γεμάτες πέτρα και ξερολιθιές. Η τοποθέτηση του ορίζοντα ψηλά αφήνει χώρο να ξεδιπλωθεί το σκληρό τοπίο σε πρώτο πλάνο. Αυτή η εικαστική απεικόνιση της θέας ενός ξερότοπου, που ωθεί τα σπλάχνα του στη μετανάστευση, προσδίδει αίσθηση ματαιότητας. Το σταθερό οπτικό σημείο καταγραφής από ψηλά διευρύνει το κινηματογραφικό πεδίο, δίνοντας στον θεατή τη δυνατότητα να παρακολουθεί παράλληλες κινήσεις ενός συνόλου (χωρικοί που ξενιτεύονται, αγρότες που διεκδικούν τη γη τους) θυμίζοντας θεατρική σκηνή, ενώ ο συνδυασμός με κοντινά πλάνα, που αποκαλύπτουν σταδιακά τι συμβαίνει, επαναφέρει τη γοητεία των κινηματογραφικών συμβάσεων.
Το καδράρισμα που επιλέγουν οι Ταβιάνι ορίζει και την ιδεολογικοπολιτική τους διάσταση, αποτυπώνοντας το πνεύμα μιας εποχής, στην οποία σκηνοθέτες όπως και ο Αγγελόπουλος κινηματογραφούσαν από απόσταση, τονίζοντας τη δυναμική ενός κοινωνικού συνόλου (χωριάτες, εργάτες, στρατιώτες) μέσα στο κάδρο, αντανακλώντας το συλλογικό πνεύμα που επικρατούσε πριν από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, που συμπαρέσυρε και την εξαφάνιση κάθε ουτοπικού οράματος. Η απεικόνιση του συνόλου, ως ενιαίας ομάδας ιδωμένης από μακριά, δεν υπάρχει στο σημερινό σινεμά, που επικεντρώνει το αφηγηματικό βάρος στον πρωταγωνιστή. Αντίθετα, ο σύγχρονος τρόπος κινηματογράφησης αντανακλά την αποξένωση και την κοινωνική διάσπαση, αφού έχει εκλείψει ο ταξικός διαχωρισμός. Η περιορισμένη χρήση κοντινών πλάνων, στον κινηματογράφο του δημιουργού, πριμοδοτεί την εννοιολογική λειτουργία της αλληλουχίας πλάνων που ρέουν σε ήρεμους ρυθμούς, ενσωματώνοντας έναν εσωτερικό φιλμικό χρόνο πιο κοντά στους ρυθμούς της ανθρώπινης σκέψης, σε αντιδιαστολή με την εντυπωσιακή ταχύτητα των σύγχρονων ψυχαγωγικών ταινιών.
Οι προϋπάρχοντες συμβολισμοί του Πιραντέλο γίνονται αφηγηματικά υλικά στα χέρια των Ταβιάνι που μεταφέρουν κρυμμένα νοήματα. Η σπαρακτική αγωνία της μάνας να επικοινωνήσει με τους γιους της μεταφέρει την απόγνωση του ξενιτεμού, ενώ καταγράφει τη φτώχεια των αναλφάβητων αγροτών, σε μια αναδρομή στο ιστορικό παρελθόν της φεουδαρχικής Ιταλίας, με αφήγηση μέσα στην αφήγηση, όπως στα λαϊκά παραμύθια.
Βγαλμένη από τις δεισιδαιμονίες και τις τοπικές παραδόσεις ιστοριών τρόμου με λυκάνθρωπους, η ιστορία του σεληνιασμού χρησιμοποιεί συμβάσεις των θρίλερ, στη σκηνή όπου ένα χέρι εισβάλλει από έναν φεγγίτη, βουτώντας από τα μαλλιά τη γυναίκα που ουρλιάζει. Αποσιωπώντας επιμελώς την αντρική νεύρωση, καταγράφονται οι ψυχολογικές διεργασίες αντιμετώπισης των ατομικών προβλήματων στο πλαίσιο μιας κλειστής κοινότητας, με τη δημόσια έκθεση του προβλήματος, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και διακριτικά, με την ανοχή και τη συμπαράσταση όλων.
Με κωμική υπερρεαλιστική ματιά στην αυταρχικότητα της εξουσίας, η λύση του δράματος στην τρίτη ιστορία δίνεται από τον τελετουργικό κυκλωτικό χορό των αγροτών, όπως στην αρχαία τραγωδία, γύρω από το πιθάρι. Αντίστοιχα λειτουργεί και η ομάδα αγροτών στην τέταρτη ιστορία, σε μια σκηνή που θυμίζει το Αλλονζανφάν/1974, όταν κατεβάζουν από το λόφο το φέρετρο του πρεσβύτερου της κοινότητας, με συνθήματα σαν πολεμική ιαχή, ανακαλώντας τους ταξικούς αγώνες των κολίγων, ενάντια στους φεουδάρχες.
Η εξαιρετική πρωτότυπη μουσική του Νικόλα Πιοβάνι συμβάλλει μοναδικά στη διαμόρφωση του μυστηριακού κλίματος, με συμφωνικές συνθέσεις συνυφασμένες με την ιταλική παράδοση, ενός επαναλαμβανόμενου μουσικού μοτίβου, σε παραλλαγές.
Info
Η ταινία Xάος βγαίνει σε επανέκδοση αυτή την εβδομάδα, αποκλειστικά στον Κινηματογράφο Ζέφυρος (Πετράλωνα) καθημερινά στις 21:00.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου ([email protected])