Η αύξηση του κοστολογίου δημιουργεί πρόβλημα στην παραγωγή

του Νίκου Γεωργιάδη

 

Η παραγωγή ελιάς αποτελεί έναν πολύ βασικό πυλώνα της αγροτικής παραγωγής. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως η ελαιοπαραγωγή, αν και συνεισφέρει μόλις το 1% του αγροτικού ΑΕΠ, η προστιθέμενη αξία της διπλασιάζεται και συμμετέχει στις εξαγωγές του αγροτικού κλάδου με ποσοστό 20%. Από τους περίπου 150.000 τόνους που παράγονται ετησίως, μόνο οι 15.000 καταναλώνονται στην εγχώρια αγορά. Ενώ οι υπόλοιποι 130.000 τόνοι, αξίας 400 εκατ. ευρώ, προωθούνται σε ξένες αγορές και κυρίως σε Γερμανία, Ιταλία και Βόρεια Αμερική, καθιστώντας την Ελλάδα την 3η χώρα σε εξαγωγές ελιάς.

Η ελιά Χαλκιδικής, ειδικότερα, κατέχει εξέχοντα ρόλο καθώς στον νομό Χαλκιδικής παράγεται το 55% της παραγωγής όλης της χώρας, δηλαδή 80.000 τόνοι και η περιοχή κατέχει το 43% των συνολικών εξαγωγών ελιάς. Η δυναμική στην παραγωγή της πράσινης ελιάς Χαλκιδικής δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός καθώς ο δεσμός της παραγωγής με την περιοχή ξεκινά από τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους, με την παραγωγή να παίρνει συστηματικά χαρακτηριστικά στα μέσα του 19ου αιώνα και τον ελαιώνα της Πορταριάς να φτάνει το 1887 τα 5.000 στρέμματα και τα 32.000 ελαιόδεντρα. Σήμερα, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις ελιάς φτάνουν τα 310.000 στρέμματα και τα 5 εκατ. δέντρα, δηλαδή καλύπτουν το 1/3 των καλλιεργούμενων εκτάσεων της Χαλκιδικής. Η συνεισφορά της ελαιοπαραγωγής γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν αναλογιστεί κανείς πως στις συνολικά 22.000 εκμεταλλεύσεις απασχολούνται περίπου 60.000 κάτοικοι. Δηλαδή, το 80% του πληθυσμού του νομού ασχολείται με την παραγωγή ελιάς, είτε κατά αποκλειστικότητα είτε σαν δεύτερη καλλιέργεια ή ακόμη σαν συμπληρωματική δραστηριότητα. Στην ενίσχυση της τοπικής –κατά συνέπεια και της κεντρικής οικονομίας– θα πρέπει να συγκαταλεχθούν και οι 80 περίπου μεταποιητικές μονάδες καθώς και τα 44 ελαιοτριβεία.

Παρόλα αυτά, η παραγωγή ελιάς στη Χαλκιδική βρίσκεται σε οριακό σημείο. Η συνεχής αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, σε συνδυασμό με τη –σχεδόν– μονοκαλλιέργεια, καθώς το κοστολόγιο διαρκώς αυξάνει, σε συνδυασμό με την κάθε χρόνο χαμηλότερη τιμή αγοράς της ελιάς, έχει οδηγήσει σε έντονη λειψυδρία. Έμποροι, μεταποιητές και μεσάζοντες, προφασιζόμενοι την ποιότητα του προϊόντος συμβάλλουν στη συμπίεση του αγροτικού εισοδήματος. Το 2016 η τιμή αγοράς άγγιξε ιστορικό χαμηλό με 0,80 ευρώ το κιλό για την α’ ποικιλία. Φέτος η τιμή είναι οριακά αυξημένη, στα 0,95 ευρώ, με τη διαβάθμιση ανά κατηγορία όμως να αυξάνει και να διαμορφώνεται στα 0,15 ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι η μέση τιμή να διαμορφώνεται στα 0,60 και η βάση να πέφτει από τα 0,55 στα 0,40 ευρώ.

Για να μπορέσει να αντιστραφεί η κατάσταση, είναι κρίσιμο να προωθηθεί η ομαδοποίηση, ο συνεργατισμός και ο συνεταιρισμός των παραγωγών. Ο συντονισμός των παραγωγών την περίοδο της συγκομιδής ώστε να μειώνεται το συλλεκτικό κόστος καθώς και η δυνατότητα των εμπόρων να «παίξουν» με τις τιμές αγοράς, η δημιουργία ελαιουργικών συνεταιρισμών, αλλά και η διαφοροποίηση από τους «συνδικαλιστές» που κάνουν συμφωνίες κάτω από το τραπέζι με τους μεσάζοντες, θα μπορούσαν να είναι κάποια πρώτα βήματα που θα αμβλύνουν κάπως τα προβλήματα.

Χρειάζονται επιπλέον κινήσεις που άπτονται και των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου και αφορά σε ένα γενικότερο σχεδιασμό για την πράσινη ελιά. Καθώς και για άλλα ισχυρά εξαγώγιμα προϊόντα που μπορούν να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Πρωτοβουλίες που θα αφορούν επιμέρους ζητήματα όπως αυτό της τυποποίησης, καθώς μεγάλο μέρος της παραγωγής εξάγεται είτε χύμα ή σε μεγάλες συσκευασίες μέχρι την οργανωμένη προώθηση και προβολή των εκάστοτε τοπικών προϊόντων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!