Με αφορμή την επανέκδοση της ταινίας Η Χάνα και οι αδερφές της
της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Μπεργκμανική ρέπλικα ο θρασύς κωμικός Γούντι Άλλεν αντιμετώπισε με σαρκασμό και χιούμορ τα περίπλοκα ερωτικά γαϊτανάκια που τον καθιέρωσαν, σε αντίθεση με τη βαρύτητα αντίστοιχων θεματικών την ίδια εποχή, στον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Η Χάνα και οι αδερφές της (1986) ξεκινάει και τελειώνει με το πατροπαράδοτο δείπνο την ημέρα των Ευχαριστιών, όπως στο Φάνι και Αλέξανδρος (1982) του Μπέργκμαν, η γιορτή των Χριστουγέννων υπήρξε ορόσημο στην επανένωση της θεατρικής οικογένειας.
Με την Μία Φάροου στο ρόλο της Χάνα, μούσα και σύντροφο του σκηνοθέτη τότε, παρακολουθούμε δυο χρόνια με κωμικοτραγικές καταστάσεις της καθημερινότητας με τις αγαπημένες της αδερφές Χόλυ (Ντάιαν Γουέιστ), μια ατάλαντη και νευρωτική μεγαλοκοπέλα και την αισθησιακή, πρώην αλκοολική Λη (Μπάρμπαρα Χέρσεϊ).
Σχολιάζοντας τον έρωτα ως μάταιη λυτρωτική απάντηση στο νόημα της ζωής, οι χαρακτήρες δρουν σπασμωδικά, διαρκώς σε σύγχυση, ανάμεσα στην εικόνα που πρεσβεύουν και αυτό που πραγματικά είναι, με τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους να αποκαλύπτονται σε εκτός κάδρου αφήγηση, εμπλουτίζοντας με απαράμιλλη ειρωνεία και σαρκασμό τους διαλόγους. Η αφηγηματική δομή διακόπτεται με ενδιάμεσους τίτλους σε μαύρο φόντο, θυμίζοντας βουβές φαρσοκωμωδίες.
Η αρχιτεκτονική ποικιλομορφία της Νέας Υόρκης αποτυπώνεται μέσα από σταθερά κοφτά πλάνα στις όψεις κτιρίων, ανακαλώντας την επιβλητική εισαγωγή στο Μανχάταν (1979). Αυτή η αρχιτεκτονική ματιά στο νεοϋορκέζικο τοπίο εγκαταλείπεται αργότερα.
Πετυχημένη θεατρική ηθοποιός, αφοσιωμένη σύζυγος και πολύτεκνη μητέρα, η Χάννα τα καταφέρνει θαυμάσια, σε αντίθεση με τις αδερφές της. Τον υποχονδριακό αντι-ήρωα Μίκυ, άλτερ έγκο του Γούντι Άλλεν, πρώην σύζυγο της Χάνα και σεναριογράφο τηλεοπτικών σειρών υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Ο Έλιοτ (Μάικλ Κέιν), σύζυγος της Χάνα, ερωτεύεται τρελά την Λη και προσπαθεί να την ρίξει επιστρατεύοντας ποιητικούς στίχους, ενώ το εξωσυζυγικό τους φλερτ φουντώνει μέσα σε ψαγμένα βιβλιοπωλεία, σε μια επιδερμική χρήση της τέχνης. Αντίστοιχα στο Μανχάταν, οι πομπώδεις συζητήσεις περί τέχνης σε μουσεία δεν καλύπτουν βαθυστόχαστες υπαρξιακές ανησυχίες των εγωκεντρικών ηρώων, αλλά προσωπικές μικρότητες πρόσκαιρης συναισθηματικής επιβεβαίωσης, σε αντίθεση με τον σκληροπυρηνικό υπαρξισμό του Μπέργκμαν.
Σκληρός με τους χαρακτήρες του, ο Γούντι Άλλεν υπήρξε από τους πρώτους που στηλίτευσε τη μόδα του προσωπικού «ψυχαναλυτή», με την χαρακτηριστική ατάκα «όλα τα χρόνια που έκανα ψυχανάλυση τι κατάλαβα; Ο αναλυτής μου βάλθηκε να φτιάχνει σαλάτες την ώρα της επίσκεψης από ανία», αφού όχι μόνο επαναλαμβάνουν όλοι τα ίδια λάθη, αλλά τα δικαιολογούν, καλλιεργώντας υπερατομικιστική συνείδηση. Κολακεία, ναρκισσισμός και αθεράπευτη υποκρισία υπηρετούν την αβασάνιστη ικανοποίηση ενός προσωπικού ερωτικού πόθου, αδιαφορώντας αν κάποιος πληγωθεί.
Το πρόβλημα ακοής του Μίκυ εισάγει ως νέο σεναριακό στοιχείο την αγωνία του θανάτου, σε υποβαθμισμένη σημασία, καταλήγοντας στον χλευασμό μέσα από το χιούμορ. Γεμάτος ακόμα απ’ τα σουρεαλιστικά κατάλοιπα της πρώτης του κινηματογραφικής περιόδου, ο Γούντυ Άλλεν σαρώνει με γλαφυρότητα τις υπαρξιακές-θεολογικές αναζητήσεις του πρωταγωνιστή, με διάθεση αποκαθήλωσης των μεγάλων του επιρροών, διακωμωδώντας υπαρξιακά ερωτήματα που απασχολούσαν τον Μπέργκμαν. Δείχνει την Χόλυ να επιδίδεται σε σαρκαστική διαπόμπευση όσων δυσκολεύεται να φτάσει, καταλήγοντας συγγραφέας σεναρίων, όπου δημοσιοποιεί τα μυστικά των γύρω της, μην έχοντας τίποτα δικό της να αφηγηθεί. Κάτι που ενδεχομένως παραπέμπει και σε αυτοσαρκασμό του ίδιου του Γούντι Άλλεν, που σεναριακά πράττει ό,τι και η Χόλυ, αφού η Μορίν Ο’ Σάλιβαν, η Τζέιν στις ταινίες του Ταρζάν με τον Τζόνυ Βαϊσμίλερ, στο ρόλο της αλκοολικής μητέρας της Χάνα, είναι και πραγματική μητέρα της Μία Φάροου. Κατεξοχήν μπεργκμανικός ηθοποιός, ο Μαξ Φον Σίντοφ, ενσαρκώνει έναν διανούμενο ζωγράφο, σύζυγο και μέντορα της Λη, χαρακτήρα αντίστοιχο με τον ώριμο άντρα στην ταινία του Μπέργκμαν Μετά την Πρόβα (1984). Ωστόσο, η μπεργκμανική επιρροή του σκηνοθέτη υπογραμμίζεται από τη χρήση της μουσικής του Μπάχ, που συμπληρώνει τη θεολογική και υπαρξιακή προσέγγιση στις ταινίες του Μπέργκμαν. Στην Χάνα και τις αδερφές της το λάργκο, το γαλήνιο δεύτερο μέρος, από το Κονσέρτο για τσέμπαλο, σε Φα Ελάσσονα, BWV 1056, του Μπαχ, λειτουργεί ως μουσικό μοτίβο της εξωσυζυγικής έλξης Έλιοτ-Λη, καλύπτοντας κάθε ερωτική τους συνάντηση, ενώ οι όπερες του Πουτσίνι στην ταινία διαχέουν έντονο μελοδραματισμό σχολιάζοντας τα ερωτικά παθήματα των πρωταγωνιστών.
Στην «κλασική» αυτή περίοδο του Γούντι Άλλεν, έχουν πλέον καθιερωθεί ως μουσική επένδυση στις ταινίες του τα τζαζ σουίνγκ των ’30-’40, μεταφέροντας με χιούμορ καταστάσεις που μπορούσαν να χαρακτηριστούν τραγικές, ανάγοντας αυτό το είδος, ως το πλέον αναγνωρίσιμο μουσικό «γουντιαλενικό» ύφος. Σουίνγκ συνοδεύει και τον πανικό στα πλατό του καναλιού όπου δουλεύει ο Μίκυ, καθώς και τις μονταρισμένες σε κοφτά πλάνα σκηνές με εγκεφαλογραφήματα και αξονικές, διαχέοντας ελαφράδα και αυτοσαρκαστική διάθεση, αλλά και τις φάσεις που ο Εβραίος Μίκυ, διερωτώμενος για την ύπαρξη Θεού, αποπειράται να ασπαστεί καθολικισμό και βουδισμό.
Ο Γούντι Άλλεν χρησιμοποιεί τζαζ μελωδίες της ορχήστρας του Κάουντ Μπέιζι, αλλά και τζαζ στάνταρντ του Ρίτσαρντ Ρότζερς, βραβευμένου συνθέτη του Μπρόντγουέι, καθώς ο σκηνοθέτης συσχετίζει στίχους με πλοκή. Η Χάνα και οι αδερφές της όμως, χαρακτηρίζεται απ’ το I’ ve heard that song before, μεγάλη επιτυχία του 1943 από την ταινία Youth on Parade (1942), ερμηνευμένο από την Έλεν Φόρεστ και την ορχήστρα του Χάρυ Τζέιμς.
Φιλτράροντας τα προσωπικά του δεδομένα μαζί με τα μπεργκμανικά του κατάλοιπα, ο Γούντι Άλλεν τονίζει τη λυτρωτική αίσθηση του χιούμορ, όταν ο Μίκυ, αναζητά μια ορθολογική προοπτική στη σουρεαλιστική κωμωδία Σούπα πάπιας (1933) των αδερφών Μάρξ, για να καταλήξει σε μια διασκεδαστική, βουτηγμένη στην ειρωνεία, χαρακτηριστική «γουντιαλενική» κωμωδία, από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
INFO
H ταινία του Γούντι Άλλεν Η Χάνα και οι αδερφές της (1986) βγήκε σε επανέκδοση από τις 6/7, αποκλειστικά στον κινηματογράφο Ζέφυρος στα Πετράλωνα.