Επιχείρηση συγκάλυψης και αποπροσανατολισμού από τον συνένοχο πρωθυπουργό. Του Γιάννη Τσούτσια
Παρά την ειδησεογραφική υποτονικότητα των ημερών και το κράτημα των μηχανών όσων ΜΜΕ μονοπωλούν την κοινή γνώμη, το ζήτημα που προέκυψε με την υπόθεση του κ. Παπακωνσταντίνου, πληροί κάθε προϋπόθεση για να μονοπωλήσει το επόμενο διάστημα την επικαιρότητα. Και, κυρίως, έχει τις προδιαγραφές για να αποτελέσει το κρίσιμο στοιχείο για την πορεία των πολιτικών εξελίξεων, αναλόγως βέβαια, των προθέσεων, των χειρισμών, αλλά και το αποτέλεσμα των αντιπαραθέσεων που θα εκδηλωθούν.
Προς το παρόν, πάντως, η κοινή γνώμη παραμένει μετέωρη και απληροφόρητη, στο ημίφως της συσκότισης και επιφανειακά αδιάφορη, δεδομένου του εθισμού στην ατιμωρησία ή της δυσπιστίας της απέναντι στις συγκεκριμένες λεπτομέρειες των γεγονότων. Κάθε εκδοχή ή απίθανη ασυναρτησία, βρίσκει τώρα έδαφος αναπαραγωγής, πλάι στην οργή του κόσμου και τις πρώτες αυθόρμητες προσεγγίσεις. Είναι η ώρα που επανεμφανίζονται οι συνήθεις μυστικιστικές προσεγγίσεις και τα σενάρια συνωμοσιολογίας, που συστηματικά αποπροσανατολίζουν και καθηλώνουν τους φορείς τους. Ιδιαιτέρως μάλιστα στον κόσμο της Αριστεράς, λογικά ερωτήματα ή οι προεκτάσεις τους, σχετικά με τη φύση των διεθνών αντιθέσεων, διαπλέκονται με τις γνωστές γενικεύσεις, ότι δηλαδή ποτέ δεν φταίνε μόνον τα πρόσωπα αλλά το ίδιο το σύστημα κ.λπ., οπότε το πράγμα συσκοτίζεται και μπερδεύεται ακόμη περισσότερο.
Απουσία προσανατολισμού
Απ’ αυτή την άποψη, παρά το ότι η συγκυρία διαμορφώνεται δύσοσμη, αποπνικτική για τους τροϊκανούς και τους υποστηρικτές τους, ο δρόμος για την εκτροπή από την ουσία της υπόθεσης είναι ανοιχτός, δεκτικός σε ελιγμούς που θα θολώσουν τα συμπεράσματα και θα περιορίσουν το πολιτικό κόστος. Εν ολίγοις, λείπει ο προσανατολισμός. Καταρχήν γύρω από τα αυτονόητα και μετά για τις ουσιαστικές προεκτάσεις τους. Μέσα από τα δαιδαλώδη αστυνομικά ερωτήματα, «ποιος», «τι» και «γιατί», χάνονται και οι αυτονόητες διαστάσεις ενός σαφούς πολιτικού γεγονότος. Ότι, δηλαδή, στην περίπτωση Παπακωνσταντίνου έχουμε απτά δείγματα διαπλοκής και διαδρομή μαύρου πολιτικού χρήματος, τα επεισόδια της οποίας, ίσως αποκαλυφθούν στο αμέσως επόμενο διάστημα. Όμως για να συμβεί αυτό, απαιτείται πρώτα μια διαδικασία αποσυσκότισης.
Πρέπει, καταρχήν, να επισημανθεί προς όσους διατυπώνουν επιφυλάξεις και παραινούν υπέρ μιας συγκρατημένης στάσης (να περιμένουμε το καταστάλαγμα των αρμοδίων και εν γένει να παγώσει το γεγονός), ότι ανεξάρτητα και από την αρχική προέλευση των χρημάτων (έστω και τυπικά νόμιμης), ανεξάρτητα ακόμη και από το σε ποιους ανήκουν οι λογαριασμοί που έχουν δημοσιοποιηθεί, η ίδια η αναμφισβήτητη επιχείρηση συγκάλυψης και οι συνακόλουθοι εκτεταμένοι χειρισμοί, δεσμεύουν τον προορισμό του χρήματος και το καθιστούν, στην πορεία, μαύρο και πολιτικό. Δηλαδή και μόνον η συγκάλυψη που επιχείρησε ο Παπακωνσταντίνου (πρωτοφανής ακόμη και για τα διεθνή δεδομένα), αρκεί για να καταδειχθεί η τελική κατάληξη των χρημάτων, ανεξάρτητα από το πώς σχεδιάστηκε η διαδρομή και η κυκλοφορία τους.
Επ’ αυτού συνηγορεί και η συσσωρευμένη εμπειρία από τα κατορθώματα της κλεπτοκρατίας στη χώρα μας, διαχρονικής μεν, κραυγαλέας ωστόσο τα τελευταία χρόνια. Πάντοτε το αρχικό νήμα των αποκαλύψεων περιελάμβανε παρένθετα πρόσωπα, συγγενείς, ανώνυμους κατόχους χρήματος (μέσω υπεράκτιων εταιριών) πριν καταδειχθεί η σχέση τους με τους υπουργούς της σήψης και της διαφθοράς (βλ. περιπτώσεις Τσουκάτου, Μαντέλη, Τσοχατζόπουλου, Βατοπεδίου, κουμπάρων κ.λπ.).
Η μορφή εξουσίας
Η ουσία λοιπόν του «αδικήματος» δεν προκύπτει από ερωτήματα του τύπου, αν ο Παπακωνσταντίνου ήταν τόσο αφελής, ώστε να εμπλέξει τις εξαδέλφες του, αλλά από το γεγονός ότι εκείνος, ως ο μνημονιακός άνθρωπος, ως ο καταγγελλόμενος στην προηγούμενη φάση, με πολιτικούς όρους, για διαπλοκή, αυτός που οδήγησε την Ελλάδα στις χιλιάδες αυτοκτονίες, στην απέραντη δυστυχία και την απειλή εξόντωσης εκατομμυρίων ανθρώπων, στον εκτροχιασμό της ιστορικής οντότητας της χώρας, τώρα «συλλαμβάνεται» επ’ αυτοφώρω συναλλασσόμενος. Αυτό είναι το θέμα. Και ας μην αγνοούμε ότι όλα όσα βλέπουν σήμερα το φως της δημοσιότητας αφορούν την προ του 2007 περίοδο, δηλαδή μια εποχή που φαντάζει «αθώα» σε σχέση με τη σημερινή! Διότι, αντίστοιχα, τι άραγε θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι επακολούθησε, όταν μιας τέτοιας ποιότητας πολιτικό προσωπικό εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα με το Μνημόνιο, για να λειτουργήσει ανεξέλεγκτο, εκτός θεσμών και συνταγματικών ορίων, ως μια απόλυτη μοναρχία, εξουσιοδοτημένη να δεσμεύει το μέλλον της χώρας με μια απλή -εκτός κάθε κοινοβουλευτικής διαδικασίας- υπογραφή;
Το κεντρικό θέμα λοιπόν δεν είναι τα επιμέρους επεισόδια της πορείας του χρήματος. Είναι η συγκεκριμένη μορφή εξουσίας, που εγκαθιστά το αίσθημα της ατιμωρησίας και λειτουργεί υπεράνω των νόμων, με χειρισμούς και προκλητικές συμπεριφορές. Για να αποδειχθεί, τελικά, ότι το Μνημόνιο, που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε σε εξυγίανση, κοινωνική και δημοσιονομική, την καθυστερημένη χώρα, δεν ήταν παρά το άλλοθι για να θεριέψουν οι μίζες και η διαπλοκή.
Αυτό είναι το πολιτικό ζήτημα των ημερών που παραπέμπει και πάλι κατευθείαν στο πολιτικό σύστημα. Η υπόθεση Παπακωνσταντίνου υπενθυμίζει ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι μόνο η οικονομική της κατάσταση, αλλά και αυτοί που την κυβερνούν. Και αντίστροφα, ότι προϋπόθεση για την –υπό όποιους όρους- ανάταξη της οικονομίας είναι το γκρέμισμα του συστήματος της διαπλοκής. Η στοχοποίηση και η αλλαγή συνεπώς του πολιτικού συστήματος, συνιστά τη μόνη διέξοδο που συμβαδίζει με την τιμωρία των ενόχων. Αυτό παραμένει ακόμη το κύριο ζήτημα, που όσο κι αν κάποιοι το παραγνωρίζουν ή το αγνοούν, τόσο αυτό πεισματικά επανακάμπτει, με κάθε αφορμή, εξαναγκάζοντας τον καθένα να πάρει θέση.