του Ειδικού Ανταποκριτή
Η «διαφοροποιημένη αυτονομία» είναι ένας ακόμα ιταλικός νεολογισμός. Περιγράφει την εξελισσόμενη διαδικασία αυτονόμησης του πλούσιου Βορρά από τον φτωχό Νότο, η οποία επισημοποιεί μια Ιταλία πολλών ταχυτήτων και, μακροπρόθεσμα, υποσκάπτει το ίδιο το μέλλον του ιταλικού κράτους. Σε αντίθεση με την περίπτωση των Καταλανών, Βάσκων κ.ά. (τα κινήματα των οποίων θέτουν ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, εθνικής αναγνώρισης και ενός εκδημοκρατισμού που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ στο μεταφρανκικό ισπανικό κράτος), εσωτερική κινητήρια δύναμη της αποκλίνουσας πορείας είναι η προσπάθεια των ελίτ του Βορρά να απαλλαγούν από το βαρίδι του «τεμπέλη» Νότου. Ενώ γίνεται αισθητή και μια ευνοϊκή εξωτερική αντιμετώπιση αυτής της τάσης, από ευρωπαϊκά συστημικά κέντρα – και πάλι σε αντίθεση με την ισπανική περίπτωση, όπου σύμπασα η Ε.Ε. συντάχθηκε αναφανδόν με τη Μαδρίτη.
Αυτή η διαδικασία κλιμακώνεται εδώ και δύο δεκαετίες – σε αντίθεση με την αντίληψη που καλλιεργείται, ότι πρόκειται για πρόσφατο φαινόμενο, και μάλιστα με ευθύνη της σημερινής «λαϊκίστικης» ιταλικής συγκυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, όλα αρχίζουν πολύ νωρίτερα, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Τότε κυβερνούσε η Κεντροαριστερά, αρχικά υπό τον Ντ’ Αλέμα κι έπειτα υπό τον Αμάτο («Δημοκράτες της Αριστεράς», προπομποί του σημερινού Δημοκρατικού Κόμματος, μαζί με το κεντρώο τμήμα της χριστιανοδημοκρατίας, τους Πράσινους και το Κόμμα Ιταλών Κομμουνιστών του Κοσούτα). Το ιταλικό πολιτικό σύστημα δεν υπέφερε ακόμη από τη σημερινή «ανωμαλία» των 5 Αστέρων, αλλά ένιωθε την πίεση της Λέγκας, που αλώνιζε στον Βορρά. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα, με ευθύνη της Κεντροαριστεράς…
Πρωτοστατεί η… Κεντροαριστερά
Για να ανακόψει την άνοδο της Λέγκας του Βορρά, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να ξεκινήσει εκείνη τη διαδικασία καλοπιάσματος του πλούσιου Βορρά. Έτσι πρωτοστάτησε το 2001 στην αλλαγή του 5ου κεφαλαίου του Συντάγματος, που αφορούσε τις σχέσεις των περιφερειών με το κράτος. Στόχος, οι εξουσίες του κράτους να περιοριστούν στα στοιχειώδη: εξωτερική πολιτική, άμυνα, ασφάλεια, νόμισμα κ.λπ. Όλες οι υπόλοιπες εξουσίες (υγεία, παιδεία, εργασιακές σχέσεις, κοινωνική πρόνοια, φορολογία κ.ο.κ.) θα περνούσαν στις περιφέρειες. Στο μεταξύ όμως η Λέγκα συμμάχησε με τον Μπερλουσκόνι, δίνοντας του τη νίκη, και η γενικόλογη συνταγματική τροποποίηση δεν συνοδεύτηκε ποτέ από τους αναγκαίους εφαρμοστικούς νόμους. Όμως μέχρι και σήμερα τόσο η παραδοσιακή ιταλική Δεξιά όσο και –κυρίως– η Λέγκα συνεχίζουν τη ρατσιστική αντιμετώπιση εκατομμυρίων Ιταλών: «Αυτό που χρειάζονται στο Νότο δεν είναι λεφτά, αλλά να μάθουν να δουλεύουν και να κάνουν θυσίες», ήταν το τελευταίο απόφθεγμα υπουργού του Σαλβίνι…
Η διαδικασία αυτονόμησης των πλούσιων περιφερειών του ιταλικού Βορρά δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο για το οποίο ευθύνονται τα κόμματα που κυβερνούν σήμερα: πρόκειται για τάση που κλιμακώνεται εδώ και δύο δεκαετίες με την ενεργητική στήριξη της Κεντροαριστεράς
Το ζήτημα ανακινήθηκε εκ νέου πριν λίγα χρόνια, με την και πάλι κεντροαριστερή κυβέρνηση –υπό τον Ρέντσι, πλέον– να διαπραγματεύεται το βαθμό αυτονομίας 3 πλούσιων περιφερειών του Βορρά: δύο που ελέγχονταν από τη Λέγκα (Λομβαρδία και Βένετο) και μίας από το Δημοκρατικό Κόμμα (Εμίλια Ρομάνα). Βάσει δημοψηφισμάτων στις δύο πρώτες, και συμφωνίας της τρίτης με την κυβέρνηση, οι περιφέρειες αυτές απέκτησαν αυτόνομη διαχείριση σε δεκάδες θέματα: από την εκπαίδευση (προσλήψεις και μισθοί εκπαιδευτικών, πρόγραμμα διδασκαλίας κ.λπ.) ως το σύστημα υγείας, την εργασιακή ασφάλεια, την πολιτική προστασία κ.λπ. Επίσης σταδιακά, στο βαθμό που ολοκληρωθεί η «μεταρρύθμιση», θα ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών εσόδων, που πλέον δεν θα αποδίδονται στο κεντρικό κράτος. Έτσι θα καταρρεύσει π.χ. το εθνικό σύστημα υγείας και θα καταργηθεί το μίνιμουμ παροχών που εγγυώνταν το κράτος σε κάθε πολίτη.
Μια αντιδραστική περιφερειοποίηση
Στην πραγματικότητα αυτή η εξελισσόμενη διαδικασία κόβει στα δύο το ιταλικό κράτος και βαθαίνει το χάσμα και τις ανισότητες Βορρά-Νότου. Ταυτόχρονα, ευνοεί τα σχέδια ισχυρών πυλώνων της ευρωκρατίας για αδυνάτισμα των «ενοχλητικών» εθνικών κρατών και ενίσχυση της λεγόμενης Ευρώπης των περιφερειών. Η αίσθηση που υπάρχει είναι ότι, και σ’ αυτό το ζήτημα, η γραμμή διαφόρων πολιτικών δυνάμεων καθορίζεται ανεύθυνα, με μικροπολιτικά κριτήρια της στιγμής. Ό,τι μοιάζει να συμφέρει άμεσα, υιοθετείται εύκολα – κι ας γυρίσει αύριο μπούμερανγκ στους εμπνευστές του. Έτσι το μέλλον της Ιταλίας αντιμετωπίζεται περίπου όπως ένας… εκλογικός νόμος. Αποτελεί μακρινό παρελθόν η εποχή όπου η αμαρτωλή, κατά τα άλλα, Χριστιανοδημοκρατία συνδιαχειριζόταν ουσιαστικά τα θέματα εξωτερικής πολιτικής με το (αποκλεισμένο τότε από τους κυβερνητικούς θώκους) Ιταλικό Κ.Κ.
Τι στάση θα κρατήσουν στη βουλή οι διάφορες πολιτικές οικογένειες όταν έρθει προς ψήφιση –και πάλι χωρίς συζήτηση!– η «διαφοροποιημένη αυτονομία» των περιφερειών, είναι άγνωστο. Μόνη εξαίρεση οι 5 Αστέρες και τα υπολείμματα της αριστεράς, που αντιτίθενται στα σχέδια αυτά. Το Δημοκρατικό Κόμμα εμφανίζεται διασπασμένο, ενώ ακόμη και στο Νότο υπάρχουν κλίκες που ευνοούν την παραχώρηση όλο και περισσότερων εξουσιών στις περιφέρειες. Πρόκειται για φαινόμενο από πρώτη ματιά περίεργο, αλλά εξηγήσιμο αν σκεφτεί κανείς ότι το πολιτικό προσωπικό των περιφερειακών θεσμών είναι ακόμη πιο διεφθαρμένο από αυτό της κεντρικής εξουσίας. Άρα μια αυτονόμηση θα διευκολύνει και τις λοβιτούρες… Όπως έγινε και σε προηγούμενες μεγάλες μάχες (π.χ. το δημοψήφισμα που έχασε, τελικά, ο Ρέντσι), λίγα μπορεί να περιμένει κανείς από οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις. Μονάχα η λαϊκή ενεργοποίηση μπορεί να βάλει φρένο στα σχέδια των ευρωπαϊκών και ιταλικών ελίτ για ανατίναξη, ουσιαστικά, του εθνικού κράτους σε μια καταφανώς αντιδραστική κατεύθυνση.
Όλοι μαζί για την εξάλειψη της «ανωμαλίας»
Ο Σαλβίνι διαβεβαιώνει ότι η σημερινή συγκυβέρνηση θα φτάσει στο τέλος της θητείας της. Συμμαχεί βέβαια όποτε θέλει, από ηγεμονική θέση πια, με τη δεξιά «αντιπολίτευση» των Μπερλουσκόνι και Μελόνι σε περιφερειακές εκλογές: έτσι κέρδισε την περασμένη εβδομάδα με υποψήφιο έναν στρατηγό ε.α. την περιφέρεια Μπαζιλικάτα, που θεωρούνταν προπύργιο του Δημοκρατικού Κόμματος – το οποίο τον… διευκόλυνε με έναν εκλογικό νόμο στα μέτρα όποιου έρθει πρώτος (καθώς ήταν σίγουρο για την πρωτιά) και έχοντας ως υποψήφιο έναν θαυμαστή του νεοφασίστα Αλμιράντε! Συνεργάζεται ακόμη και με το Δημοκρατικό Κόμμα σε επιμέρους θέματα που αποτελούν επιλογή των ελίτ (π.χ. υπέρ του καταστροφικού σχεδίου TAV). Αλλά δεν δείχνει καμιά διάθεση να εγκαταλείψει για χάρη οποιουδήποτε τη σημερινή ηγεμονική θέση του – ούτε τη συμμαχία με τους 5 Αστέρες, τουλάχιστον όσο αυτοί τον… αιμοδοτούν. Φυσικά ο Σαλβίνι δεν έχει τα κότσια να τραβήξει καμιά κόντρα με τις ντόπιες μαφίες, ούτε την ευρωκρατία, ούτε με τους υπερατλαντικούς «συμμάχους»: εκεί που δήλωνε ότι «στη Ρωσία νιώθει σαν στο σπίτι του», πλέον μοχθεί να λυγίσει την αντίσταση των 5 Αστέρων στην αγορά των αμερικανικής κατασκευής μαχητικών F35…
Ο εταίρος του, ο επικεφαλής των 5 Αστέρων Ντι Μάιο, σπεύδει κι αυτός τώρα στην Ουάσιγκτον, να πάρει συγχωροχάρτι για τις πρόσφατες συναντήσεις με τους Κινέζους – που τελικά απέδωσαν μικρής μόνο έκτασης εμπορικές συμφωνίες. Και πάλι, ήταν οι Μακρόν, Μέρκελ και Σία που επιβεβαίωσαν ότι εξακολουθούν να έχουν το πάνω χέρι στην Ε.Ε., παίρνοντας πολύ πιο χειροπιαστά ανταλλάγματα από τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Και συνεχίζουν τη λυσσαλέα επίθεσή τους στην ιταλική συγκυβέρνηση, όχι διότι τους έπιασε ο πόνος για τους μετανάστες, αλλά επειδή θέλουν να φάνε κομμάτια της πίτας που η Ιταλία θεωρεί δικά της: από τις πρώτες ύλες της Λιβύης (βλ. και προηγούμενες ανταποκρίσεις) ως και εταιρίες που έλεγχε ο Μπερλουσκόνι! Τρανό παράδειγμα η, αποτυχημένη μέχρι στιγμής, απόπειρα του Γάλλου μεγιστάνα Μπολορέ να καταβροχθίσει την Telecom Italia. Κοινός στόχος όλων είναι η εξάλειψη της «ανωμαλίας» που λέγεται 5 Αστέρες. Οι οποίοι, παρά τις παλινωδίες τους, πιστώνονται κάποιες μικρές επιτυχίες – που όμως, για την παραδοσιακή ιταλική πολιτική τάξη και για την ευρωκρατία, συνιστούν μεγάλες αμαρτίες: την καθιέρωση του έστω και λειψού ελάχιστου εθνικού εισοδήματος, την αύξηση των θέσεων σταθερής απασχόλησης, τη μείωση της ανεργίας, τη ρήξη με τη διαφθορά και τις μαφίες. Και, χειρότερη αμαρτία απ’ όλες, το γεγονός ότι αναζωογόνησαν την ελπίδα εκατομμυρίων πολιτικά ορφανών Ιταλών.