Του Δημήτρη Μπελαντή *.
Η υπόθεση με τα πακέτα των βομβών που στάλθηκαν σε διάφορες πρεσβείες, τις τελευταίες μέρες, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Μια πρώτη παρατήρηση αφορά τον modus operandi, τον τρόπο δράσης, δηλαδή, όσων έστειλαν τα πακέτα-βόμβες, με δεδομένο και το γεγονός ότι οι συλληφθέντες είναι, πιθανότατα, αθώοι αλλά και η πραγματική προέλευση των βομβών κάθε άλλο παρά σαφής είναι. Σε γενικές γραμμές, αυτός ο τρόπος δράσης δεν είναι διαδεδομένος ή συνηθισμένος για τις ένοπλες ομάδες, στην ελληνική πραγματικότητα. Θυμίζει τρόπους δράσης στις ΗΠΑ της περιόδου του 2001 με τα πακέτα του άνθρακα -υποτίθεται σταλμένα από ισλαμικές οργανώσεις κ.λπ.
Ακριβώς επειδή αυτός ο τρόπος δράσης μπορεί να συνεπάγεται και «αμάχους» ως θύματα, δεν ταιριάζει στην παραδοσιακή πρακτική των ενόπλων οργανώσεων στην Ελλάδα (ακόμη και αυτών της νέας γενιάς), αφού οι ένοπλες οργανώσεις πάντοτε στοχοποιούσαν και έπλητταν στην Ελλάδα συγκεκριμένους στόχους, οι οποίοι αξιολογούνταν ως εμπόλεμοι (επιχειρηματίες, εκδότες, πολιτικούς κ.λπ.).
Αν επιβεβαιωνόταν ότι, πράγματι, τα πακέτα στάλθηκαν από ένοπλες οργανώσεις, αυτό θα σήμαινε μια στήριξη της υπόθεσης ότι ορισμένα ρεύματα μέσα στις οργανώσεις της τελευταίας γενιάς κινούνται σε μια πιο μηδενιστική και τυφλή κατεύθυνση σε σχέση με την ιστορικότητα των ελληνικών αριστερών ενόπλων οργανώσεων. Ας θυμίσουμε, επίσης, εδώ το περιστατικό με τη βόμβα της ΡΑΦ στο δημοσιογραφικό όμιλο Σπρίνγκερ το 1971, όταν ο τραυματισμός υπαλλήλων του ομίλου είχε προκαλέσει μια οργίλη και μαχητική παρέμβαση της Ουλρίκε Μάινχοφ στο εσωτερικό της ΡΑΦ, κατά της πρόκλησης «παράπλευρων απωλειών» από τη δράση μιας «επαναστατικής ένοπλης οργάνωσης».
Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά την ιδιαίτερη συγκυρία, κατά την οποία έγινε η αποστολή των πακέτων. Τη συγκυρία, δηλαδή, της τελευταίας προεκλογικής φάσης και τις πολιτικές συνδηλώσεις που μπορεί να σηματοδοτεί η ιστορία των βομβών.
Εδώ, αξίζει να είμαστε προσεκτικοί. Μια εύκολη ανάγνωση θα μπορούσε να οδηγήσει στην προβοκατορολογία και την ανάδειξη των βομβιστών ως οργάνων του κράτους. Δεν θα ακολουθήσουμε αυτή τη γραμμή, όσο δεν έχουμε αποδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση, ότι δηλαδή οι βόμβες στέλνονται άμεσα από κρατικά κέντρα με σκοπό την παραγωγή πολιτικών αποτελεσμάτων.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να είμαστε τυφλοί απέναντι στο γεγονός ότι η αποστολή των βομβών έχει πολιτικές λειτουργίες αντικειμενικά, μέσα στη δοσμένη συγκυρία.
Η πρώτη και σαφής πολιτική λειτουργία είναι αυτή της βίαιης αντίδρασης ορισμένων μειοψηφιών στην καταθλιπτική κατάσταση της κυριαρχίας του Μνημονίου και του συνασπισμού εξουσίας που το στηρίζει. Μιας γενικευμένης, δηλαδή, απελπισίας η οποία στην περίπτωση ορισμένων μειοψηφιών οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα της βίαιης αντιπαράθεσης με το εσωτερικό και διεθνές νεοφιλελεύθερο-καπιταλιστικό πολιτικό σύστημα. Το ζήτημα είναι με ποιους πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους εκφράζεται αυτό το «λογικό συμπέρασμα».
Η δεύτερη πολιτική λειτουργία, αντικειμενικά, είναι αυτή της διάδοσης και αναμόχλευσης του κοινωνικού τρόμου. Όπως και στην περίπτωση της Μαρφίν, την 5η Μαίου 2010, η δράση ορισμένων μειοψηφιών (τις οποίες δεν θα χαρακτηρίσουμε εύκολα ή αναγκαστικά προβοκατόρικες), η οποία διακατέχεται από μια αυστηρά «στρατιωτικοποιημένη» αντίληψη του κοινωνικού γίγνεσθαι, καταλήγει, σε ορισμένες συγκυρίες, να υποβοηθά τη διάδοση και επιβολή του κοινωνικού τρόμου και μια ορισμένη κρατική στρατηγική, η οποία μπορεί να συγκαταλεχθεί στις «στρατηγικές της έντασης». Τι μπορεί, όμως, να σημαίνει μια στρατηγική της έντασης στη δεδομένη πολιτική συγκυρία; Από τη στιγμή που είναι βέβαια η ύπαρξη μιας πλατειάς λανθάνουσας δυσαρέσκειας, έστω και αν ακόμη δεν έχει εκφραστεί, έχει τεράστια σημασία για το κράτος και τις στρατηγικές κυριαρχίας, η εκφόβιση και αποδυνάμωση της μαζικής λαϊκής αντίδρασης και του συντονισμού/ ενοποίησης των διάσπαρτων αγώνων και εστιών αντίδρασης. Είναι δεδομένο ότι το περιστατικό της Μαρφίν, μετά από μια τεράστια μαχητική διαδήλωση, συνέβαλε καθοριστικά στην τρομοκράτηση του λαού και στην προσωρινή ανακοπή της πύκνωσης και συντονισμού των αγώνων. Ενδεχομένως και μια πύκνωση της τακτικής των βομβών στην Ελλάδα τώρα, ακόμη και αν προέρχονται από «αριστερή» ή «αναρχική» κατεύθυνση, θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εκδίπλωση της κρατικής στρατηγικής της έντασης. Ας θυμηθούμε εδώ σε ποιο βαθμό π.χ. στην Ιταλία του 1970 η εκεί νεοφασιστική χρήση των βομβών συνέβαλε στη δημιουργία ενός κλίματος μαζικού τρόμου και στη στροφή αυτής της χρήσης ενάντια στο μαζικό και επαναστατικό κίνημα, στη στοχοποίησή του αλλά και τη δυσφήμησή του.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι διδάκτωρ Νομικής.