του Νίκου Σουβατζή

Καλοκαίρι. Η πόλη αδειάζει κι εσύ μετράς τις μέρες μέχρι την άδεια. Νυχτερινή βάρδια. Σε μια δουλειά που ξεκίνησε ως προσωρινή, μέχρι να βρεις κάτι καλύτερο. Τα χρόνια πέρασαν κι αυτό που κάποτε ήταν λύση ανάγκης έχει γίνει κομμάτι του εαυτού σου και παλεύεις να μη σε καταπιεί. Οι φίλοι χάθηκαν. Τα βήματά σου βάρυναν. Οι κουβέντες σου λιγόστεψαν. Πότε πότε σιγομουρμουρίζεις ένα τραγούδι για να μη σε πάρει ο ύπνος. Το τραγούδι φέρνει μνήμες. Και οι μνήμες όνειρα. Μελαγχολείς. Ένας θόρυβος απ’ τον δρόμο σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Χαζεύεις τα αυτοκίνητα και τους περαστικούς που επιστρέφουν από κάποια νυχτερινή έξοδο. Μερικοί σε κοιτούν περίεργα. Στρέφεις το βλέμμα σου αλλού.

Στην αρχή πάλευες με τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα. Μετά συνήθισες. Όπως συνήθισες να ακούς ανέκφραστος ανούσιες συζητήσεις. Όπως συνήθισες να σιωπάς. Με τους άλλους δεν σε συνδέει τίποτα. Στην πραγματικότητα είσαι σε όλους άγνωστος. Ό,τι ξέρουν για σένα  είναι εντελώς επιφανειακό. Η ζωή σου ξεκινά όταν τελειώσει η βάρδια. Τότε όσα κρατάς τόσο καιρό μέσα σου έρχονται στην επιφάνεια και διεκδικούν τον χώρο τους. Ξημερώνει. Αλλάζεις, χτυπάς κάρτα και κατευθύνεσαι κουρασμένος στη στάση του λεωφορείου. Η κίνηση πυκνώνει. Φέρνεις στο μυαλό σου τις υποχρεώσεις της εβδομάδας. Ο χρόνος δεν φτάνει ποτέ. Κάποιες τις αναβάλεις, όπως αναβάλλεις κι εκείνο το ταξίδι που σχεδιάζεις χρόνια κι εκείνο το δώρο που έλεγες να κάνεις στον εαυτό σου. Σκέφτεσαι τις δόσεις που χρωστάς, σκέφτεσαι αυτά που χρωστάς στον εαυτό σου, σκέφτεσαι αυτά που σου χρωστάει η ζωή. Φτάνεις στο σπίτι, φτιάχνεις καφέ και κάθεσαι μπροστά στον υπολογιστή. Ένα μήνυμα σε γυρίζει χρόνια πίσω. Κάποιοι ακόμα σε θυμούνται. Χαμογελάς. Ξαναγίνεσαι είκοσι χρονών. Και ξέρεις ότι μετά από καιρό τίποτα δεν μπορεί να ταράξει τον ύπνο σου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!