Του Σταύρου Γεωργά. Φαίνεται πως στις προορισμένες για παιδιά αφηγήσεις εμπλέκονται ολοένα συχνότερα τα βαμπίρ – κι αυτό, αν λάβουμε υπ’ όψιν την κυριαρχία του correct, μοιάζει παράδοξο, τουλάχιστον ώσπου να καταλάβουμε τι είναι στ’ αλήθεια το correct, τι είναι δηλαδή ο πουριτανισμός νέου τύπου…
Τα βαμπίρ λοιπόν σε μορφή παιδικού gothic· τα βαμπίρ που είναι, πρώτον, νεκροζώντανοι και, δεύτερον, τρέφονται με το αίμα των ζωντανών – αλλά και που είναι, ας πούμε, εξημερωμένα: σαν να εγγράφονται δίχως αντιστάσεις μες στην καθημερινότητά μας, σαν να είχε εκλείψει ο κίνδυνος επαφής με τη μεθόριο ζωντανών-νεκρών, άρα να είχε χάσει την απόλυτο τιμή της η ζωή, να σκοτείνιαζε, να διέρρεε και να χανόταν από κάποια ρωγμή, αναπόφευκτα, και σαν να είχαμε συμφιλιωθεί με τις πιο ζοφερές σελίδες του Χομπς, που στον Λεβιάθαν του έτσι περιέγραψε την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας: σαν μια συνθήκη άγριας, αποχαλινωμένης ατομικότητας, όπου «μόνο το υπέρτατο κακό έχει θέση, δηλαδή ο διαρκής φόβος και ο κίνδυνος του βίαιου θανάτου.
Ο ανθρώπινος βίος είναι μοναχικός, ενδεής, βρομερός, κτηνώδης και βραχύς» (Τόμας Χομπς, Λεβιάθαν, ΧΙΙΙ). Υπό τη μορφή του νέου αυτού εμπορεύματος προωθείται ένας συνδυασμός κυνισμού και τύψεων: Όταν η καταστροφή του περιβάλλοντος αποδείχτηκε αναπόφευκτη, οι τύψεις της Αγοράς πήραν τη μορφή δεινοσαύρων που κατέκλυσαν την παιδική αγορά: παίζαμε με τα είδη που αφανίστηκαν, δίχως να ξέρουμε αν εξορκίζαμε όσα θα αφανίσουμε εμείς (δανειζόμενοι έμπρακτα τη μυθική αγριότητά τους: το είχαμε κάνει και με τους Ινδιάνους άλλωστε…) ή αν διασκεδάζαμε την πεποίθηση ότι είναι η σειρά μας ν’ αφανιστούμε… Τώρα που πίνουμε το αίμα των παιδιών μας για να ζήσει η Αγορά, τους δίνουμε (για να εξοικειωθούν) αιμοπότες συντρόφους και νεκροζώντανους, αφού δεν ξέρουμε αν θα μπορέσουν να ζήσουν αύριο, δίχως να είναι εν μέρει νεκρά: με νεκρωμένα αισθήματα, αυτοματικές κινήσεις στα εργοστάσια, ύπνο σε σωλήνα, ειδάλλως (γιατί αυτή ήταν η καλή εκδοχή: των παιδιών που θα γίνουν απασχολήσιμοι) αποσκελετωμένα από την πείνα, gothic εκ του φυσικού, διψασμένα από κάθε άποψη μες στην κοινωνική έρημο. Νερό δεν θα υπάρχει, όπως άλλοτε δεν υπήρχε ψωμί, το αίμα είναι το παντεσπάνι λοιπόν.
Το θέαμα διαπαιδαγωγεί μέσω της ταύτισης, το παιγνίδι μέσω της εκδραμάτισης· και τι πιο λογικό απ’ το μάθουμε τα παιδιά μας να πίνουν αίμα, καθένα για την πάρτη του κι όλα μετά τα μεσάνυχτα, αφού δεν έχουν στον ήλιο μοίρα; Τα νεκροζώντανα παιδιά μας: γιατί με διαλυμένες οικογένειες, μοναχικές διαδρομές, αδιαφορία κι εξαγορά, αρπαχτές για μοντέλο ζωής και λιγούρα για πρότυπο επιθυμίας, τα σπρώξαμε στη μεθόριο, να μην ξέρουν αν ζουν ή όχι.
Και τώρα το μόνο που μπορούμε να τους ζητήσουμε είναι παίξουν με την ιδέα ότι θα ζήσουν έτσι.
Ο ανθρώπινος βίος είναι μοναχικός, ενδεής, βρομερός, κτηνώδης και βραχύς» (Τόμας Χομπς, Λεβιάθαν, ΧΙΙΙ). Υπό τη μορφή του νέου αυτού εμπορεύματος προωθείται ένας συνδυασμός κυνισμού και τύψεων: Όταν η καταστροφή του περιβάλλοντος αποδείχτηκε αναπόφευκτη, οι τύψεις της Αγοράς πήραν τη μορφή δεινοσαύρων που κατέκλυσαν την παιδική αγορά: παίζαμε με τα είδη που αφανίστηκαν, δίχως να ξέρουμε αν εξορκίζαμε όσα θα αφανίσουμε εμείς (δανειζόμενοι έμπρακτα τη μυθική αγριότητά τους: το είχαμε κάνει και με τους Ινδιάνους άλλωστε…) ή αν διασκεδάζαμε την πεποίθηση ότι είναι η σειρά μας ν’ αφανιστούμε… Τώρα που πίνουμε το αίμα των παιδιών μας για να ζήσει η Αγορά, τους δίνουμε (για να εξοικειωθούν) αιμοπότες συντρόφους και νεκροζώντανους, αφού δεν ξέρουμε αν θα μπορέσουν να ζήσουν αύριο, δίχως να είναι εν μέρει νεκρά: με νεκρωμένα αισθήματα, αυτοματικές κινήσεις στα εργοστάσια, ύπνο σε σωλήνα, ειδάλλως (γιατί αυτή ήταν η καλή εκδοχή: των παιδιών που θα γίνουν απασχολήσιμοι) αποσκελετωμένα από την πείνα, gothic εκ του φυσικού, διψασμένα από κάθε άποψη μες στην κοινωνική έρημο. Νερό δεν θα υπάρχει, όπως άλλοτε δεν υπήρχε ψωμί, το αίμα είναι το παντεσπάνι λοιπόν.
Το θέαμα διαπαιδαγωγεί μέσω της ταύτισης, το παιγνίδι μέσω της εκδραμάτισης· και τι πιο λογικό απ’ το μάθουμε τα παιδιά μας να πίνουν αίμα, καθένα για την πάρτη του κι όλα μετά τα μεσάνυχτα, αφού δεν έχουν στον ήλιο μοίρα; Τα νεκροζώντανα παιδιά μας: γιατί με διαλυμένες οικογένειες, μοναχικές διαδρομές, αδιαφορία κι εξαγορά, αρπαχτές για μοντέλο ζωής και λιγούρα για πρότυπο επιθυμίας, τα σπρώξαμε στη μεθόριο, να μην ξέρουν αν ζουν ή όχι.
Και τώρα το μόνο που μπορούμε να τους ζητήσουμε είναι παίξουν με την ιδέα ότι θα ζήσουν έτσι.
Σχόλια