του Γιώργου Κυριακού
«…αλλά τα πάντα μπορούσαμε αν είχαμε ξεκινήσει διαφορετικά
έτσι όμως συνεχίζουμε στη οδό Βαλκανίων την ωραία
να μας κολλάει στην καρδιά μας και στη σόλα
όλο και περισσότερο
διότι σπανίως πλένεται από τα στρώματα της ιστορίας
όπως είπαμε…»
«Balkanskom ulicom», Ιβάν Γκατζάνσκι
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας που φροντίζει ως διαμεσολαβητικός κρίκος για την ένταξη των χωρών της Βαλκανικής στους διεθνείς οικονομικούς και στρατιωτικοπολιτικούς οργανισμούς συνοδεύεται με την καθ’ υποβολήν υπόσχεση της εξομάλυνσης των σχέσεων. Η –πολλών σημασιών– Συμφωνία των Πρεσπών που αναγνώριζε ως Βόρεια Μακεδονία τη διπλανή χώρα αποτελεί ένα βαλκανικό πρότυπο για την αντίστοιχη «εξομάλυνση» στο Κόσοβο ή τη Βοσνία. Τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού που ενδημεί στις ηγεμονίες της Δύσης (Γερμανία-Γαλλία, ΗΠΑ-Γερμανία, ΗΠΑ-Ε.Ε. κ.λπ.) προκρίνουν πολιτικές κρίσεις όπως την πτώση της, δυσάρεστης για τις ΗΠΑ, κυβέρνησης Άλμπιν Κούρτι για την προώθηση μιας συμφωνίας μεταξύ Σερβίας-Κοσόβου. Όμως δεν εμποδίζουν ουσιαστικά στόχους όπως τον περιορισμό της Ρωσίας στον ασιατικό της ρόλο ούτε τη διείσδυση της Τουρκίας στην πίσω αυλή της παλιάς αυτοκρατορίας της. Αυτή η πολυσύνθετη δυναμική εξαρτήσεων των πολιτικών δυναμικών στα Βαλκάνια καθιστά τις κυβερνήσεις και τις αντιπολιτεύσεις υπηρετικό προσωπικό πολλών αφεντάδων. Από εκεί και οι παρατεταμένες πολιτικές κρίσεις στο νοτιοσλαβικό κρατίδιο, στην Αλβανία ή στο Κόσοβο. Είναι το «μασάζ» που προκαλούν οι δυτικοί σύμμαχοι με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ για να επιτευχθεί το ποθητό αποτέλεσμα, με ενδεικτικό παράδειγμα τις ραδιουργίες που έγιναν (χρηματοδότηση, απαξίωση δημοψηφίσματος, διαρροή βουλευτών κ.λπ.) μέχρι το πολιτικό σύστημα της πΓΔΜ να ενδώσει στη συμφωνία. Σε κάθε περίπτωση ο εθνικισμός και οι αλλαγές χρήσης του παίζουν μεγάλη σημασία.
Η πολυσύνθετη δυναμική εξαρτήσεων των πολιτικών δυναμικών στα Βαλκάνια καθιστά τις κυβερνήσεις και τις αντιπολιτεύσεις υπηρετικό προσωπικό πολλών αφεντάδων. Από εκεί και οι παρατεταμένες πολιτικές κρίσεις στο νοτιοσλαβικό κρατίδιο, στην Αλβανία ή στο Κόσοβο
ΣΤΟ ΚΟΣΟΒΟ, σύμφωνα με το «Βαλκανικό Περισκόπιο», ο νέος πρωθυπουργός Αμπντουλάχ Χότι παρόλο που δηλώνει ότι θα συνεργαστεί με την Ε.Ε. για μια συμφωνία με τη Σερβία διευκρινίζει: «Δε θα πάμε στο διάλογο χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον από την Ουάσινγκτον για την εφαρμογή της συμφωνίας». Με αυτές τις οδηγίες κατάργησε όλους τους δασμούς από τη Σερβία που έπλητταν τη σερβική μειονότητα και οδεύει, όπως δήλωσε, σε μια λύση χωρίς ανταλλαγή εδαφών. Κι ενώ η ατζέντα της εσωτερικής σύγκρουσης στο Κόσοβο δεν εξαντλείται σε αυτό το σημείο, ο Χασίμ Θάτσι, πρόεδρος και πολιτικός ηγέτης του UCK, σπεύδει με μια αντι-Ε.Ε. ρητορική: «Όλα όσα έχουμε επιτύχει ως χώρα είναι χάρη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επομένως, μόνο η υποστήριξη αυτής της εταιρικής σχέσης μας εγγυάται ένα ασφαλές μέλλον. Δεν θα πάω σε συνομιλίες στις Βρυξέλλες, επειδή ο Λάιτσακ (απεσταλμένος διπλωμάτης της Ε.Ε. για τον διάλογο μεταξύ Κοσόβου-Σερβίας) έχει επίσης καταστήσει σαφές ότι δεν αναγνωρίζει το Κοσσυφοπέδιο». Φαίνεται ότι στο άγραφο μέλλον μέχρι να βρεθεί μια ικανοποιητική πολιτική λύση που να εξασφαλίζει πλήρως το δικαίωμα της αυτοκρατορίας στο βαλκανικό της προτεκτοράτο θα συνεχίζονται οι κρίσεις ενώ έχει απομακρυνθεί ικανοποιητικά για τις ΗΠΑ η ένωση Αλβανίας-Κοσόβου.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, Η ΑΛΒΑΝΙΑ, για την οποία πασχίζει το ελλαδικό πολιτικό σύστημα να ενταχθεί στην Ε.Ε., παρόλο που έχει διαφορετικής φύσεως ζητήματα από το Κόσοβο, αντιμετωπίζει μια παρατεταμένη πολιτική κρίση εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Η αντιπολίτευση που συνεργάζεται με το Δημοκρατικό Κόμμα του Σαλί Μπερίσα –χωρίς να έχει ουσιαστικές διαφορές προσανατολισμού– κατηγορώντας την κυβέρνηση του Ράμα για αυταρχισμό και διαφθορά με σκληρή γλώσσα, έχει αποχωρήσει από τη Βουλή ενώ με την ίδια πλευρά τάσσεται και ο πρόεδρος Ιλίρ Μέτα. Η μετασεισμική περίοδος όπως και με συντριπτικό τρόπο η περίοδος της πανδημίας έδωσε μια μεγάλη ευκαιρία τον Έντι Ράμα να επιβάλει την πολιτική του ισχύ και να αδρανοποιηθεί κάθε αντιπολιτευτική δυναμική η οποία μέχρι τις αρχές του χειμώνα ήταν σε ανοδική πορεία. Έτσι μετά την άρση των μέτρων περιορισμού ξεκίνησε να ζεσταίνεται το κλίμα. Τόσο πρόεδρος που κάνει έκκληση για ανατροπή της κυβέρνησης, όσο και το Δ.Κ. που ξεσπαθώνει εναντίον των «ολιγαρχών», με αφορμή το νόμο για τη δημοσιονομική «αμνηστία», δίνουν την αίσθηση ότι θα συνεχίσουν να κρατάνε σε εγρήγορση τις διαφορές τους με στόχο την έγκρισή τους από τις ίδιες τις ηγεμονίες που ακόμα κρατούν στάση αναμονής.
Σε άλλο επίπεδο οι εξελίξεις σχετικά με τις δηλώσεις του Τούρκου αξιωματούχου Γιαϊτσί και εμπνευστή της «γαλάζιας πατρίδας», για την ακύρωση της ελληνοαλβανικής ΑΟΖ καθ’ υπόδειξη της Τουρκίας με το γκριζάρισμα των νησιών πέριξ της Κέρκυρας, απλά επιβεβαίωσαν το προφανές.
Προκλήσεις και τρομοκρατία κατά της ελληνικής μειονότητας
Τα ζητήματα που αφορούν στην ελληνική μειονότητα έχουν ξεκινήσει να παίρνουν μετά την πανδημία διαστάσεις. Δίπλα στις εξελίξεις του περιουσιακού ζητήματος στη Χιμάρα όπου απειλούνται εκατοντάδες περιουσίες Ελλήνων μειονοτικών, στις καθημερινές προκλήσεις από ασύλληπτους παρακρατικούς που πραγματοποιούν σκόπιμες διαρρήξεις ή προκαλούν επεισόδια με ανθελληνικό περιεχόμενο έρχονται και μικρά γεγονότα που όμως παίζουν πολύ μεγάλη σημασία για τη ζωή της μειονότητας. Τα τάχατες υπέρ του Κατσίφα συνθήματα, που γράφτηκαν στο χωριό Γράψη της Δρόπολης σε γλώσσα… greekshqip, ήταν η αφορμή να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός τρομοκράτησης όπως αυτός που σχετίζεται με τις πολύωρες και πολυάνθρωπες ανακρίσεις στο Φίερι μετά τη δολοφονία του. Επίσης, ενώ εδώ και 20 μήνες δεν έχει εκδοθεί το πόρισμα για τις συνθήκες θανάτου του, καλούν τον πατέρα του Κωνσταντίνου Κατσίφα μαζί με τον τοπικό πρόεδρο σε δίκη για το μικρό μνημείο που έστησαν στον τόπο που τον δολοφόνησε το αλβανικό κράτος, το οποίο άγνωστοι το κατεδάφισαν. Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον με απούσα την κοινωνία όπου το 60% του συνολικού της πληθυσμού θέλει να μεταναστεύσει κάνοντας αιτήσεις ασύλου και μαθαίνοντας ξένες γλώσσες. Το γιατί απουσιάζει μια σθεναρή πολιτική υπεράσπισης της μειονότητας έχει καταντήσει πλέον ρητορικό ερώτημα.