της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*
«Τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα ει», «Είσαι τυφλός και στα αυτιά και στο μυαλό και στα μάτια» απαντά ο Οιδίποδας στον μάντη Τειρεσία που προβλέπει για αυτόν άσχημο μέλλον. Ο Οιδίποδας διαπράττει ασέβεια απέναντι στον τυφλό και αξιοσέβαστο γέροντα. Όλα αυτά συμβαίνουν στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, τραγωδία η οποία μαζί με την «Αντιγόνη» του ίδιου θεωρούνται οι πιο χαρακτηριστικές για το ρόλο της άτης (σύγχυσης φρενών), της μοίρας και της συγκυρίας στο αρχαίο ελληνικό δράμα. Σε αυτές τις τραγωδίες, η σύγκρουση ανάμεσα στην προδιαγεγραμμένη ανθρώπινη μοίρα και την παρέμβαση του θείου από την μια πλευρά και την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και την ευθύνη του ανθρώπου για τις πράξεις του από την άλλη, έχουν κεντρικό ρόλο. Σε αυτές τις τραγωδίες –και τις πάμπολλες αναγνώσεις τους από την επόμενη κλασική φιλολογία και την δυτική σκέψη γενικότερα– απεικονίζεται με την μεγαλύτερη ενάργεια η διαρκής προσπάθεια του ανθρώπου και της κοινωνίας των ανθρώπων να ξεφύγουν από την μοίρα και την τυχαιότητα, να ελέγξουν το μέλλον τους, να ζήσουν με βάση νόμους σε δίκαιες κοινωνίες.
Οι νεκροί και η καταστροφή στην Ανατολική Αττική από την πυρκαγιά της περασμένης Δευτέρας –ανάμεσα στα άπειρα συναισθήματα και τις πολλές σκέψεις που δημιούργησαν– έκαναν πολλούς ανθρώπους να σκεφτούν και για την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας, για το ρόλο της τυχαιότητας, για το πόσο απρόβλεπτη είναι η αυριανή μέρα για τον καθένα μας. Χρήση και κατάχρηση της έννοιας της «τραγικότητας» έκαναν και οι κυβερνώντες για να δείξουν ότι αποτελούν και αυτοί τμήμα μιας πενθούσας κοινότητας. Άλλωστε βασική διάσταση της αριστερής κυβερνητικής ρητορικής είναι ότι οι κυβερνώντες είναι «κάποιοι από εμάς». Κι εδώ αρχίζει η εργαλειακή χρήση μιας κακοχωνεμένης αντίληψης για την αρχαία τραγωδία και για την έννοια του τραγικού. Αν στη θεματολογία της τραγωδίας είναι κυρίαρχη η αντίληψη της ανθρώπινης τρωτότητας, αυτής που ο μεγάλος μελετητής της ελληνικής αρχαιότητας Dodds περιγράφει ως «την τυφλότητα του ανθρώπου και την απέλπιδα ανασφάλεια της ανθρώπινης συνθήκης» (The blindness of man and the desperate insecurity of the human condition), η εργαλειακή κατάχρηση της τραγικότητας από πλευράς των κυβερνώντων συνιστά μια αδιανόητη ύβρη. Ύβρη απέναντι σε ανθρώπους που βρήκαν έναν από τους χειρότερους θανάτους. Ύβρη γιατί οι κυβερνώντες διαθέτουν μια αντικειμενική ευθύνη. Ευθύνη που δεν μπορεί να συγκαλυφθεί από τις μακροχρόνιες παθογένειες, από τις χρηματιζόμενες πολεοδομίες, από την κλιματική αλλαγή ή τον καπιταλισμό εν γένει.
Εάν ο φρικτός θάνατος τόσων ανθρώπων αντιμετωπίζεται όπως ένα οποιοδήποτε άλλο πολιτικό γεγονός, τότε η σήψη των πολιτικών μας ηθών είναι εξαιρετικά προχωρημένη. Εάν τα κυβερνητικά φερέφωνα μετράνε νεκρούς αντιπαραβολικά με τους νεκρούς παλαιότερων πυρκαγιών ή μας καλούν σε πένθος και σιωπή, τότε ίσως χρειάζεται να μάθουν δύο άλλους στίχους από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή:
Ρωτά ο Κρέοντας: «Ου του κρατούντος η πόλις νομίζεται;» «Δεν θεωρείται ότι η πόλη ανήκει στον ηγέτη;». Και ο Αίμονας απαντά: «Καλώς ερήμης γ’ αν συ γης άρχοις μόνος». «Βέβαια, ωραία εσύ θα κυβερνούσες μια έρημη χώρα» (στ. 738-739).
Ας μην γίνουμε μια έρημη χώρα!
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)