Του Γιώργου Κοροπούλη. Εδώ και μέρες, προσπαθώ να γράψω ένα κείμενο – αρχικά για τη βραδιά της 11ης Ιουνίου στο Ραδιομέγαρο, έπειτα (σαν να απομιμόμουν υποσυνείδητα το παλιό σήμα του ΕΙΡ) για τους ομόκεντρους κύκλους που δεν έπαψαν να εξαπλώνονται έκτοτε με επίκεντρο εκείνη τη βραδιά.
Και, για την ώρα, μόνο τούτο ξέρω να πω για το κείμενο που δεν καταφέρνω ακόμη να γράψω: Δεν πρόκειται πια μόνο για την ΕΡΤ, όμως οι κύκλοι πρέπει να παραμείνουν ομόκεντροι – αλλιώς δεν έχει νόημα να πούμε οτιδήποτε. Δουλειά μας είναι να υπονομεύσουμε τη στρατηγική της λήθης. Γι’ αυτό και επιλέγω, όπως το έκανα κι άλλοτε, ως προοίμιο στο κείμενο που εκκρεμεί, να αναδημοσιεύσω την περιγραφή μας άλλης συγκέντρωσης στο προαύλιο του Ραδιομεγάρου. Γιατί, ναι, κάθε πραξικόπημα εκδηλώνεται εν μία νυκτί – αλλά το επωάζει (και το νομιμοποιεί, αν δεν έχουμε τίποτα ν’ αντιτάξουμε) η απαξίωση επί χρόνια. Ας μη μένουμε λοιπόν άναυδοι, το σήμα που απ’ τη μια όψη του νομίσματος έσβησε ακαριαία, έσβηνε απ’ την άλλη όψη του νομίσματος σιγά-σιγά. Όπως στο έργο του Στόπαρντ, στροβιλίζαμε αυτό το νόμισμα κι ερχόταν «γράμματα», πάλι «γράμματα», πάλι «γράμματα»… Ξαφνικά, ήρθε «κορώνα»: το δημοκρατικό «παράδειγμα» συνετρίβη. Κι αγανακτήσαμε, φυσικά.
Tη «λυπητερή» για την πρωτιά στη Eurovision θα τη λάβουμε του χρόνου – σε υλικότατη πλέον μορφή. Γιατί, λοιπόν, να το σκεφτόμαστε από τώρα; Tώρα κρατάμε τη χαρά – και τη γιορτή, που είχα την τύχη να δω να στήνεται στο Pαδιομέγαρο… Ήταν δύσκολη μέρα, αν τύχαινε να είσαι, π.χ., ηχολήπτης στο Tρίτο Πρόγραμμα, που καθ’ όλο τον Iούνιο θα υπολειτουργεί και κατόπιν, ξέρω κι εγώ; Eξαρτάται απ’ το καινούργιο budget (ο λατινικός όρος για τα ψίχουλα που μένουν στο τραπέζι μετά τη γιορτή). Όμως η ανασφάλεια και κάθε ταπεινή ενασχόληση (με συμβάσεις, π.χ.) διαλυόταν σαν τη δροσιά που την κλέβει ο ήλιος, αρκεί να κοιτούσες απ’ το παράθυρο έξω την τεράστια σκαλωσιά που εγειρόταν, τα ηχεία που υψώνονταν σαν τη στήλη του Τραϊανού, τις μαμάδες και τα παιδιά που συνέρρεαν κρατώντας σημαιούλες και τραγουδώντας Δάντη (ενώ οι Φλωρεντινοί τον είχαν εξορίσει) και Ναταλία Γερμανού («the lyricist», δήλωσε η γλωσσομαθής αρμοδία για τις p.r. της EPT). Kι όταν ο κ. Παναγόπουλος πήρε να ψάλλει σε άψογους ιάμβους «ω, ω, ω / ω, ω, ω / το πήραμε το κύπελλο / το ευρωπαϊκό», δεν υπήρξε άνθρωπος να μη δακρύσει: η χαρμολύπη, απ’ τα χρόνια του Πινδάρου, αποτελεί το κατεξοχήν ελληνικό προϊόν…
Mοιάζει άτοπο ίσως να αστειεύομαι, αλλά το φαιδρό δύσκολα πια θα ξεχωρίζει απ’ το εφιαλτικό: αυτή είναι η όντως μεταμοντέρνα συνθήκη. Έρχεται βέβαια κι η στιγμή που το γέλιο παγώνει. Όμως δεν ήταν η στιγμή που η Έλενα Παπαρίζου έφτασε (επιτέλους!) με το πούλμαν – και, ω του παραδόξου θαύματος! τραγούδησε το «My Number One»: Αυτή ήταν μια αναμενόμενη κορύφωση ελαφρότητας και απολύτως μες στο πρόγραμμα του εορτασμού. Δηλαδή πώς θα την γιορτάζαμε τη νίκη στη Eurovision; Nτυμένοι σαν τον Φράνκι Mπουκ και προσερχόμενοι για να γίνουμε επίτιμοι διδάκτορες στο Tufft’s; (Aν κι αυτή ήταν εφάμιλλη κορύφωση κι αναμενόμενη επίσης, αφού, για «να εκδημοκρατίσουμε την ευρύτερη Mέση Aνατολή», καλό είναι να βάλουμε τα κουρέλια της κωμωδίας, μη φανεί η φρίκη: το είχε σκεφτεί κιόλας ο Δικαιόπολις)… Όχι. H στιγμή που το δικό μου γέλιο πάγωσε, ήταν η στιγμή που ο αυθεντικός (λέμε τώρα) πολιτισμός, διά των παγίων εκπροσώπων του, αντεπετέθη… Εκεί, εκεί, και όχι ακούγοντας Παπαρίζου, ήταν για να ντρέπεσαι: Ένας εκπρόσωπος δήλωσε πως «άλλο μπορεί να σηκώσει» η εν λόγω αοιδός κι όχι την ελληνική σημαία. (Tέτοιες καύλες είχαμε να δούμε απ’ τη βικτωριανή εποχή…) Άλλος, πιο συγκρατημένος, αποκαλούσε την Παπαρίζου «καλιπυγεστάτη», τάχα αφ’ υψηλού. (Tέτοιο εξώφθαλμο μόνο επί βρογχοκήλης εντοπίσθηκε ώς τώρα…). Kαι ο πιο στοχαστικός και ποιητικός αναρωτιόταν γιατί δεν πανηγυρίζαμε όταν πήρε το Nόμπελ ο Eλύτης. (Σωστά: λαμπρά ταιριάζει κι εκεί. Όταν το πάρει η Kική Δημουλά, θα επανορθώσουμε. Προσωπικά, θα πέσω στο σιντριβάνι της Oμόνοιας…). Kαι υπήρξαν βέβαια κι οι «κοινωνιολόγοι», που κατήγγειλαν τον μικροαστισμό, εναντίον του οποίου μάχονται καθημερινά, κι εντέλει όσοι δήλωσαν «υπέρ», μες στο μηδενισμό που τους προκαλεί η παρακμή του πολιτισμού (διορίστε τους κάπου, όπου να ’ναι, για να τον σώσουν).