Αν κοιτάξεις αρκετά προσεκτικά τον κόσμο, αρχίζεις να αναρωτιέσαι μήπως το σενάριο έχει γραφτεί από κάποιον που λατρεύει τις ειρωνείες της Ιστορίας και τις αντιφάσεις της εξουσίας. Είναι σαν μια παράσταση όπου οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι με ακρίβεια: οι ισχυροί κάνουν πως σοκάρονται και οι αδύναμοι κάνουν πως δεν βλέπουν. Μπροστά στη σκηνή, σε VIP θέσεις πληρωμένες με ουράνιο, πετρέλαιο και αίμα, κάθονται χώρες που ερμηνεύουν με τρομακτική συνέπεια τον ρόλο του «κακού». Κι αν γκουγκλάρεις τα ονόματά τους, θα δεις ότι οι πρώτες λέξεις που εμφανίζονται είναι «βασανιστήρια», «λογοκρισία», «δικτατορία» και ύστερα «τουρισμός».
Έχουν πλούτο και καταστροφή, χαβιάρι και πείνα, χρυσά παλάτια και παιδιά που πεθαίνουν αποστεωμένα. Πουλάνε τα πάντα και αγοράζουν όπλα από εκείνους που μετά κάνουν τους έκπληκτους. Και είναι αυτοί οι ίδιοι δημοκράτες έμποροι που, όταν έρθει η ώρα να καταδικάσουν έναν δικτάτορα, το σκέφτονται διπλά. Γιατί το χρήμα δεν έχει ιδεολογία. Πίσω από κάθε πολιτική δήλωση, κρύβεται μια σύμβαση πώλησης, μια αποστολή ανταλλακτικών, μια παραγγελία για μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Η ηθική είναι για τα εγχειρίδια και τις ομιλίες, όχι για τις συμφωνίες.
Πληθυσμοί που υποφέρουν, Instagram που πουλά εξωτισμό και δελτία ειδήσεων που παριστάνουν τους αθώους. Όταν ταΐζεις αυταρχισμό με οπλισμό, κάποια στιγμή γυρίζει με αξιώσεις.
Στο φόντο, ένας κόσμος που πάει ολοταχώς προς τον όλεθρο, όχι γιατί δεν είχε πόρους, αλλά γιατί προτίμησε να επενδύσει στον φόβο. Στην πρώτη σειρά, με VIP εισιτήρια πληρωμένα από πετρέλαιο, ουράνιο και σπάνιες γαίες, κάθονται χώρες στον ρόλο του «κακού» με απίστευτη συνέπεια. Και κάπου εκεί, εμείς οι θεατές, με το ποπ κορν στο χέρι και τον ινσταγκραμικό κυνισμό στα μάτια, γελάμε νευρικά.
Όχι γιατί είναι αστείο. Αλλά γιατί αλλιώς θα πρέπει να ουρλιάξουμε.











































































