Η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία βρίσκεται στα ύψη από τον Μάρτιο 2020, που ξεκίνησαν τα μέτρα για την πανδημία του κορωνοϊού, και συνεχίζει ανεξάρτητα από τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην αγορά όσον αφορά τα επιτόκια και τη ρευστότητα. Τόσο κατά την περίοδο της πτώσης των επιτοκίων και της παροχής ρευστότητας «με τα ελικόπτερα» από τις κεντρικές τράπεζες, όσο και στην περίοδο της αντιστροφής της κατάστασης, λόγω του πληθωρισμού που δημιούργησε αυτή η πολιτική άκρατης ρευστότητας, η χρηματιστηριακή ευφορία βρίσκεται στα ύψη. Μέσω αυτής δημιουργούνται σημαντικά πλασματικά περιουσιακά στοιχεία που φυσικά ευνοούν κύρια τους ολίγους και εκτοξεύουν το σύνολο της περιουσίας της διεθνούς ολιγαρχίας στα ύψη. Οι ετήσιες εκθέσεις της διεθνούς οργάνωσης OXFAM είναι αποκαλυπτικές και καταγράφουν σημαντικά στοιχεία. Σύμφωνα με αυτές για την περίοδο από το 2020 δημιουργήθηκε παγκόσμια πλούτος ύψους 42 τρισ. δολαρίων από τα οποία το πλουσιότερο 1% απορρόφησε τα 2/3 (28 τρισ.) και το υπόλοιπο «μοιράζεται», όχι φυσικά εξ ίσου, στο 99% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Και ενώ κάποιοι, ελάχιστοι μόνιμα κερδίζουν ο πολύς κόσμος βρίσκεται συνεχώς χαμένος από αυτή τη «διανομή». Την περίοδο της οικονομικής κρίσης λόγω πανδημίας μειώθηκαν τα εισοδήματα και αυξήθηκε η ανεργία. Οι ολίγοι όμως σε λιγότερο από ένα χρόνο (2020) είδαν τις περιουσίες τους να αποκαθίστανται γρήγορα στα προ κρίσης επίπεδα με τη βοήθεια κύρια της παροχής ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες για τη σωτηρία των αγορών. Έτσι ενισχύθηκαν οι αξίες των ακινήτων και των μετοχών που φυσικά ανήκουν στην πλουτοκρατία.

Η ΑΥΞΗΣΗ της ρευστότητας στις αγορές σε συνδυασμό με τις αυξήσεις τιμών μετοχών και ακινήτων είχαν σαν συνέπεια την επανεμφάνιση του πληθωρισμού, ο οποίος επιδεινώθηκε στην πορεία από τις εξελίξεις στον πόλεμο της Ουκρανίας, με τις συνέπειες στις αγορές τροφίμων και ενέργειας. Εδώ και πάλι χαμένος ο πολύς κόσμος και κερδισμένοι οι ολίγοι. Ο πληθωρισμός αφαιρεί αγοραστική δύναμη από τους αδύναμους και ενισχύει, ειδικά στην παρούσα συγκυρία, την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την OXFAM, οι εταιρείες τροφίμων και ενέργειας υπερδιπλασίασαν τα κέρδη τους το 2022, πληρώνοντας 257 δισ. δολάρια σε πλούσιους μετόχους.

Η ανάγκη αντιμετώπισης του πληθωρισμού οδήγησε τις κεντρικές τράπεζες στην γρήγορη αύξηση των επιτοκίων. Όμως ο πληθωρισμός συνεχίζει να επιμένει, παρά την υποχώρησή του, αλλά την ίδια στιγμή αυξάνονται οι δαπάνες των νοικοκυριών για τα δάνεια, στεγαστικά και άλλα. Με την πρόσφατη (16/3/2023) αύξηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά 0,5% τα επιτόκια έχουν αυξηθεί συνολικά κατά 3% σε διάστημα μικρότερο του δωδεκαμήνου (οι αυξήσεις ξεκίνησαν τον Ιούλιο 2022). Πρακτικά αυτό σημαίνει σημαντική αύξηση των δαπανών για τόκους για τα νοικοκυριά που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να φτάνει και στο 50% ή και παραπάνω, συνεπώς αντίστοιχη μείωση του εισοδήματός τους, ενώ αυτή η αύξηση μεταφράζεται σε ενίσχυση της κερδοφορίας των τραπεζών. Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες προβλέπεται να φθάσουν για το 2022 σε συνολικά κέρδη 3,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκαν στο 9μηνο 2022 στα 2,86 δισ. ευρώ ή στο 15,4% του μετοχικού τους κεφαλαίου έναντι 7,55% κατά μέσο όρο στο σύνολο των τραπεζών που εποπτεύει η ΕΚΤ.

Όλα τα προαναφερθέντα οδηγούσαν μέχρι πριν μερικές μέρες σε μία ευφορία για την πορεία των χρηματιστηριακών αγορών με ιδιαίτερη έμφαση στον τραπεζικό τομέα, παγκόσμια αλλά και στην Ελλάδα. Ξαφνικά όμως όλη αυτή η εικόνα της ευφορίας ανατράπηκε και στη θέση της έχει εμφανιστεί ο σκεπτικισμός και ο φόβος για το μέλλον αγορών και τραπεζών. Ενδεικτικό ότι ο δείκτης «φόβου» όπως μετριέται στις ΗΠΑ από τον VIX ανέβηκε κατά 36,8% στο διάστημα από 8 έως και 15 Μαρτίου 2023.

Για την Credit Suisse το πρόβλημα είναι οι διασυνδέσεις της και η έκθεση που έχουν σε αυτήν οι λοιπές ευρωπαϊκές τράπεζες. Ήδη αυτό το θέμα διερευνάται σε βάθος από την ΕΚΤ για να προλάβει ενδεχόμενα προβλήματα που θα μετέφεραν το πρόβλημα της τραπεζικής κρίσης στην καρδιά της Ε.Ε.

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ την κατάρρευση των Silicon Valley Bank και Signature Bank στις ΗΠΑ ξεκίνησε μία τραπεζική κρίση που επεκτείνεται πλέον και στην Ευρώπη αρχικά μέσω της ελβετικής Credit Suisse και βλέπουμε για τη συνέχεια (δείτε σχετικό άρθρο του Κώστα Μελά στη διπλανή σελίδα).

Η προσπάθεια που καταβάλλουν επί του παρόντος αναλυτές και εποπτικές αρχές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι να πείσουν ότι πρόκειται για μεμονωμένα φαινόμενα, με διαχειριστικές πρακτικές υψηλού ρίσκου και αποσύνδεση της Credit Suisse με τις εξελίξεις στις ΗΠΑ.

Η νέα τράπεζα στις ΗΠΑ που βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας είναι η First Republic. Εδώ τη «σωτηρία» της την ανέλαβαν 11 αμερικανικές μεγάλες τράπεζες χορηγώντας της ένεση ρευστότητας με συνολικές ανασφάλιστες καταθέσεις ύψους 30 δισ. δολαρίων. Η όλη πρακτική των συγκεκριμένων τραπεζών φυσικά δημιουργεί πολλά ερωτηματικά για τη σκοπιμότητά της, όταν π.χ. στο παρελθόν αρνήθηκαν να σώσουν τη Bear Stearns το 2008.

Όσον αφορά την Credit Suisse, όσοι προσπαθούν να καθησυχάσουν τα πράγματα, σημειώνουν ότι τα μεγάλα προβλήματα διάρθρωσης, απώλειας πελατείας, «προβληματικών» τοποθετήσεων και σκανδάλων είναι γνωστά από το 2020 (σκάνδαλο βιομηχανικής κατασκοπείας, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, κατάρρευση του fund Archegos και της Greensill Capital, συμμετοχή της σε καρτέλ στην αγορά spot συναλλάγματος κ.ά.). Απλά, λόγω συγκυρίας την παρελθούσα Τρίτη 14/3/2023 η τράπεζα δημοσιοποίησε «ουσιώδεις αδυναμίες» στις διαδικασίες υποβολής εκθέσεων αποτελεσμάτων για τα έτη 2021 και 2022 καθώς για τα δύο χρόνια «ο εσωτερικός έλεγχος του ομίλου στις χρηματοοικονομικές αναφορές δεν ήταν αποτελεσματικός». Η παραδοχή αυτή από τη διοίκηση της τράπεζας είχε σαν συνέπεια ένα κύμα αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της τράπεζας και φυσικά της φερεγγυότητάς της οδηγώντας τη μετοχή της στο -24,2%. Για να επανέλθει σχετική ηρεμία χρειάστηκε η παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας με ρευστότητα 50 δισ. ελβετικά φράγκα (50,6 δισ. ευρώ), ποσό όμως που σύμφωνα με αναλύσεις δεν επαρκεί και θα ακολουθήσει νέα φάση, με ενδεχόμενη εξαγορά της από την UBS, σύμφωνα με την Morgan Stanley.

Όμως το πρόβλημα, ειδικά για την Credit Suisse, δεν είναι η ίδια η κατάσταση της τράπεζας που, όπως η ίδια ομολογεί είναι προβληματική, αλλά οι διασυνδέσεις της και η έκθεση που έχουν σε αυτήν οι λοιπές ευρωπαϊκές τράπεζες. Ήδη αυτή το θέμα διερευνάται σε βάθος από την ΕΚΤ για να προλάβει ενδεχόμενα προβλήματα που θα μετέφεραν το πρόβλημα της τραπεζικής κρίσης στην καρδιά της Ε.Ε.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ όπως είναι φυσιολογικό ενέχει πολλούς κινδύνους να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο και για αυτό έχουν ήδη αρχίσει και «χτυπάνε καμπανάκια» σε σχετικά ευάλωτες τράπεζες της ΕΕ. Ήδη την Τετάρτη 15/3/2023 οι τραπεζικές μετοχές των Societe Generale (Γαλλία), Monte dei Paschi και UniCredit (Ιταλία), όπως φυσικά και της Credit Suisse βρέθηκαν σε αυτόματη αναστολή χρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης λόγω της μεγάλης πτώσης που σημείωναν. Παράλληλα και άλλες μεγάλες Ευρωπαϊκές τράπεζες όπως η Commerzbank (Γερμανία) η BNP (Γαλλία), η Banco de Sabadell (Ισπανία) κ.α. γνώρισαν πολύ μεγάλη πτώση.

Συνολικά φαίνεται ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα, αν όχι σε πιο προχωρημένο στάδιο, μιας παγκόσμιας κρίσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Το μέγεθος και η εξέλιξή της δεν μπορούν να προδιαγραφούν με τα σημερινά δεδομένα καθώς πολλά έχουν αλλάξει από το 2008 που σημειώθηκε η αντίστοιχη προηγούμενη κρίση. Η προσπάθεια των κεντρικών τραπεζών να συνεχίσουν την πορεία αύξησης των επιτοκίων, όπως έκανε σήμερα η ΕΚΤ, για να ελέγξουν τον πληθωρισμό, σε συνδυασμό με την κατ’ ανάγκη πλέον «σφικτή» πολιτική χρηματοδοτήσεων των τραπεζών για να ελέγξουν τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένες και να διατηρήσουν μια αναγκαία ρευστότητα, οδηγούν σε μία «υποβόσκουσα» εδώ και καιρό νέα οικονομική κρίση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!