Σε τακτικό επίπεδο φαίνεται πως η Άγκυρα έχει επιτρέψει στο νέο κατοχικό ηγέτη, Τουφάν Ερχιουρμάν, να εισέλθει σε συζητήσεις με τη Λευκωσία για το Κυπριακό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα αλλάξει η πολιτική της για την Κύπρο. Καθώς τα μηνύματα περί της λύσης δυο κρατών είναι συνεχή και επαναλαμβανόμενα.
Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης και ο Τουφάν Ερχιουρμάν είχαν την περασμένη Πέμπτη την πρώτη τους συνάντηση, στην περιοχή του παλιού αεροδρομίου Λευκωσίας, στη νεκρή ζώνη και, όπως ανακοινώθηκε, θα υπάρξει συνέχεια.
Θα υπάρξει νέα συνάντησή τους, στις αρχές Δεκεμβρίου, όταν θα βρίσκεται στην Κύπρο η Προσωπική Απεσταλμένη του γ.γ. του ΟΗΕ, Μαρία Άνχελ Ολγκίν, η οποία θα επισκεφθεί Αθήνα και Άγκυρα. Περαιτέρω θα ξεκινήσουν συναντήσεις διαπραγματευτών.
Είναι σαφές πως η τουρκική πλευρά έχει επιλέξει επάνοδο στη διαδικασία, για λόγους τακτικής και για να κερδίσει χρόνο. Αλλά και για να κερδίσει ‒δείχνοντας «καλό πρόσωπο»‒ και σε άλλα πεδία, όπως στα ευρωτουρκικά. Είναι σαφές πως από την απόλυτη ακινησία επί Ερσίν Τατάρ, η κατοχική πλευρά προχωρεί στην εγκαινίαση επαφών με στόχο, όπως αναφέρθηκε, την προετοιμασία μιας νέας άτυπης Πενταμερούς Διάσκεψης για το Κυπριακό, όπως την έχει εξαγγείλει ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες.
Εκείνο που ο Ερχιουρμάν κατέθεσε στην πρώτη συνάντηση είναι πως ευνοεί τη συνεργασία δυο χωριστών οντοτήτων με στόχο τη βελτίωση των σχέσεων και της καθημερινότητας, ενώ θέτει και προϋποθέσεις για την επανέναρξη των συνομιλιών. Μια από τις προϋποθέσεις αναφέρουν πως σε περίπτωση αποτυχίας οι Τουρκοκύπριοι δεν θα επιστρέψουν στο ίδιο καθεστώς, εννοώντας ότι πρέπει να αναγνωριστεί η αποσχιστική οντότητα.
Η Άγκυρα αποφασίζει
Αυτό που έχει σημασία είναι τι αποφάσισε η Άγκυρα σε σχέση με τα επόμενα βήματα. Την Τουρκία δεν την ενοχλεί, ως φαίνεται, η κινητικότητα στο Κυπριακό, οι συναντήσεις, οι συζητήσεις, φτάνει να μην υπάρξουν ενέργειες που επηρεάζουν τη στρατηγική της στην Κύπρο και στην περιοχή. Την τελευταία περίοδο, από την Άγκυρα έντονα προτάσσεται το γνωστό αφήγημα για λύση δυο κρατών. Η συνεχής επανάληψη ‒πιο έντονα από ποτέ‒ γίνεται προφανώς για να μην υπάρξει οποιαδήποτε αμφισβήτηση για τις προθέσεις και επιδιώξεις στο νησί. Αλλά είναι και ένα μήνυμα προς τον εγκάθετό της, Τουφάν Ερχιουρμάν, ο οποίος στο παρελθόν υποστήριζε λύση ομοσπονδίας. Στην προεκλογική λεγόμενη περίοδο αλλά και μετά την επιλογή του ως ηγέτη του κατοχικού καθεστώτος, στις 19 Οκτωβρίου, δεν έχει αναφερθεί σε αυτή τη μορφή λύσης.
Σημειώνεται ότι προ ημερών ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε ομιλία του ενώπιον της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός του, συνέδεσε ευθέως την παρουσία της κατοχικής δύναμης στην Κύπρο και αλλού στην περιοχή με την «ασφάλεια» της Τουρκίας. Είπε συγκεκριμένα πως «η ασφάλεια της Συρίας, της Παλαιστίνης, του Σουδάν, του Αζερμπαϊτζάν και της “τδβκ’’ είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ασφάλεια της Τουρκίας». Και έκανε λόγο για «κοινό πεδίο ευθύνης», προσθέτοντας ότι «η Τουρκία δεν μπορεί να απομονωθεί από τον περίγυρό της». Δηλαδή, θα συνεχίσει τον έλεγχο των περιοχών αυτών! Και το κερασάκι στην τούρτα ήταν η αναφορά του ότι τα παραδοσιακά τραγούδια –από την Υεμένη και το Αλγέρι έως τη Θεσσαλονίκη, τη Μοσούλη και το Κιρκούκ– «αποτυπώνουν τη γεωγραφία της μνήμης του τουρκικού έθνους». Για να προσθέσει πως «μπορείτε να χαράξετε σύνορα στον χάρτη, όχι όμως στη συνείδηση αυτού του λαού».
Ανεξαρτήτως των ξεκάθαρων θέσεων της Άγκυρας, είναι σαφές πως ο Ερντογάν αποφάσισε να αξιοποιήσει «το καλό πρόσωπο» του νέου εγκάθετού της στα κατεχόμενα, ο οποίος ακόμη έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Ότι, δήθεν, «θέλει λύση» και είναι «εποικοδομητικός» στο Κυπριακό.
Οι εξελίξεις στην περιοχή
Την ίδια ώρα, πέραν από τα διαδικαστικά και το γεγονός ότι θα υπάρξει συνέχεια στις συναντήσεις για το Κυπριακό, η μεγάλη εικόνα είναι τα όσα διαδραματίζονται στην περιοχή. Και ποιος είναι ο ρόλος της Τουρκίας και ποιοι επενδύουν στην κατοχική δύναμη. Την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία ανακατανομής ισχύος, η Τουρκία επιδιώκει την πρωτοκαθεδρία στην περιοχή. Αυτό, με βάση τους τουρκικούς σχεδιασμούς, διασφαλίζεται με τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, είτε με συμφωνία είτε όχι (φινλανδοποίηση). Κι αυτό, όπως φαίνεται, είναι αδιαπραγμάτευτο για την Τουρκία. Δεν κάνει πίσω και φαίνεται πως δεν θα κάνει ούτε στο Κυπριακό. Εκείνο, που θα φανεί ως τουρκική υποχώρηση είναι μια κίνηση προς τη συνομοσπονδία. Ένα μοντέλο, το οποίο ευνοεί τους σχεδιασμούς της για έλεγχο ολόκληρου νησιού.
Ο άκαμπτος Τατάρ δεν μπορούσε να συμβάλει στην προώθηση αυτού του σχεδιασμού. Ο «εποικοδομητικός» Ερχιουρμάν φαίνεται να μπορεί και αξιοποιείται από την Άγκυρα.
Το τραύμα του 1974 είναι ακόμη «ενεργό»
Πενήντα ένα, σχεδόν, χρόνια από την εισβολή και έκτοτε κατοχή εδαφών από την Τουρκία, έχει ενδιαφέρον να αναδειχθούν κάποιες κοινωνικές προσεγγίσεις και πραγματικότητες, που επικρατούν στο νησί. Αυτό προκύπτει από πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης, που παρουσίασε το κρατικό κανάλι, το ΡΙΚ. Φορείς υλοποίησης είναι η MRC Cypronetwork σε συνεργασία με την PublicIssue. H MRC υλοποιεί την έρευνα πεδίου και η PI το ερωτηματολόγιο, την επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων, καθώς και τη διαγραμματική παρουσίαση των αποτελεσμάτων. Επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, ο Γιάννης Μαυρής.
Σύμφωνα με την έρευνα, το τραύμα του 1974 είναι «ενεργό» στην κυπριακή κοινωνία, αν και υπάρχει και ένα ποσοστό στους νέους, που δηλώνει ότι δεν γνωρίζει τα γεγονότα! Αν και η μνήμη έχει ξεθωριάσει είναι σαφές πως απασχολεί τον ελληνισμό της Κύπρου η συνεχιζόμενη κατοχή. Στα διάφορα ευρήματα, που παρουσιάσθηκαν από τον αναλυτή Γιάννη Μαυρή και συζητήθηκαν από ακαδημαϊκούς, προκύπτει, μεταξύ άλλων και μια σειρά από στοιχεία, που αναδεικνύουν το πώς προσεγγίζουν οι πολίτες ιστορικά και πολιτικά γεγονότα. Για παράδειγμα, το τι θα έπρεπε να πράξει η Ελλάδα το 1974. Η πλειοψηφία θεωρεί ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο, στη δεύτερη φάση της εισβολής, το 1974. Σίγουρα ναι (να βοηθήσει) 40% και μάλλον ναι 27%. Σίγουρα όχι 8% και μάλλον όχι 6%. Κι αυτά τα ποσοστά, που όπως εξηγήθηκε σε μεγάλο βαθμό εκφράζουν νέους ανθρώπους, απαντούν και στο γνωστό δόγμα «η Κύπρος κείται μακράν».
Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί αναφορικά με τις ευθύνες που καταλογίζονται στην Ελλάδα για το 1974 (77%), πως αυτό αφορά τη χούντα κι όχι την ελλαδική κοινωνία.
Περαιτέρω, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως οι θύμησες συντηρούνται πρωτίστως από την οικογένεια. Από όσους έζησαν τα γεγονότα. Κάποιοι εξ αυτών πιο έντονα, καθώς είτε είναι πρόσφυγες είτε είχαν απώλειες στην οικογένεια (νεκρούς, αγνοούμενους). Το σχολείο, που θα έπρεπε να έχει αυτό ρόλο θεσμικά, να ενισχύει τις θύμησες, δεν το πράττει σε μεγάλο βαθμό. Κι αυτό καθώς το κράτος δεν θέλει να αγγίξει την περίοδο εκείνη, που δίχασε τον ελληνισμό της Κύπρου.




































































