Η Τουρκία απεργάζεται σχέδια που να την ενδυναμώσουν μέσω της όξυνσης στα δυτικά της και εδραιώνοντας θέσεις στα Βαλκάνια
Οποιοδήποτε αποτέλεσμα κι αν καταγραφεί στο δημοψήφισμα της Τουρκίας, θα πρέπει να εκτιμήσουμε ότι η επιθετικότητά της και οι διεκδικήσεις της θα στραφούν προς δυσμάς. Οι λόγοι αφορούν ορισμένους παράγοντες: Τις εξελίξεις στο μέτωπο της Συρίας, την ένταση της κρίσης στο Κουρδικό, τα παιχνίδια της τουρκικής πολιτικής με ΗΠΑ και Ρωσία, καθώς και τη γενικότερη προσπάθεια να διοχετευθεί ο επεκτατισμός προς πλευρές όπου η Άγκυρα εκτιμά ότι μπορεί να κατοχυρώσει θέσεις.
Όταν λέμε «προς δυσμάς», εννοούμε κατ’ αρχάς το τόξο Έβρος – Αιγαίο – Καστελλόριζο – Κύπρος, στη συνέχεια τα Βαλκάνια, και ακολούθως τη Δυτική Ευρώπη, με τις πιέσεις που ασκούνται μέσω του Προσφυγικού και των Τούρκων μεταναστών στις ευρωπαϊκές χώρες. Απέναντι στην Ελλάδα, η Άγκυρα αισθάνεται ότι έχει τη δύναμη και τα μέσα να εκβιάσει, να αντιπαρατεθεί και να πραγματοποιήσει απειλές. Με σκοπό, να αποσπάσει παραχωρήσεις και να προωθήσει επεκτατικές βλέψεις σε βάρος της Ελλάδας, και να εδραιώσει θέσεις στα Βαλκάνια.
Η στρατηγική της Τουρκίας να καταστεί μεγαλοκρατική δύναμη με διεθνή ρόλο σε μια κρίσιμη περιοχή, στην παρούσα φάση περνά μέσα από μια μερική «απόσυρσή» της από το συριακό μέτωπο. Αλλά και από το παράλληλο σταδιακό άνοιγμα μετώπων «προς δυσμάς», με ανάπτυξη μιας αντιευρωπαϊκής, αλλά και ανθελληνικής πολιτικής. Στο μενού αυτής της πολιτικής, η όξυνση των σχέσεων και η δημιουργία τετελεσμένων σε όλη τη γραμμή που την αντιπαραθέτει με την Ελλάδα. Η τουρκική στρατηγική απεργάζεται λοιπόν σχέδια που σκοπεύουν να την ενδυναμώσουν μέσω της όξυνσης στα δυτικά της.
Ένα σημαντικό όπλο για την Άγκυρα, είναι η πολιτική πληθυσμών και μειονοτήτων που ασκεί σε Κύπρο, Θράκη, Βουλγαρία, Αλβανία, ΠΓΔΜ, αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες με παρουσία τουρκικού στοιχείου. Παράλληλα, εμφανίζεται έτοιμη να πυροδοτήσει τη «βόμβα» του Προσφυγικού που αξιοποιείται για να «γκριζάρει» το Αιγαίο και την πληθυσμιακή σύνθεση ορισμένων νησιών (μεγάλων, όπως η Λέσβος και η Χίος, και όχι κάποιων βραχονησίδων). Ακόμα, θα πιέζει τις ευρωπαϊκές χώρες για ευνοϊκή μεταχείριση απέναντι στις διεκδικήσεις της σε βάρος της ελληνικής και κυπριακής κυριαρχίας, καθώς και για έναν αυξημένο ρόλο στη Βαλκανική.
Η Τουρκία θεωρεί πως απέναντι στην Ελλάδα μπορεί να τα βγάλει πέρα και να προωθήσει τους στόχους της. Κατανοεί πως οι αμερικανικές και ρωσικές βλέψεις στην ευρύτερη περιοχή είναι αποφασιστικής σημασίας για την προώθηση των στόχων της και για αυτό, με συνεργασίες ή εναλλαγές συμμαχιών, θα προσπαθεί να δημιουργήσει όρους για την επιτυχία της πολιτικής της. Αυτός είναι ο λόγος που έχει μηνύσει – όπως έχει γίνει εδώ και καιρό γνωστό – σε ορισμένες ΝΑΤΟϊκές χώρες, να μην παρέμβουν για 72 ώρες σε περίπτωση ελληνοτουρκικής εμπλοκής.
Μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία υπάρχει μέσα σε ένα σύστημα ισχύος που προωθεί διαρκώς εσωτερικούς και εξωτερικούς πολέμους και μάχεται ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα. Το καθεστώς Ερντογάν δοκιμάζεται από πολλαπλές ρήξεις και συγκρούσεις. Το γεγονός όμως αυτό, δεν δαμάζει το στοιχείο του επεκτατισμού, αλλά περισσότερο το ενδυναμώνει. Η ερντογανική πολιτική φαίνεται ότι μπορεί να έχει ελπίδες επιτυχίας μόνο στηριζόμενη σε έναν μεγαλοκρατισμό και προωθώντας διαρκώς συγκρούσεις και ρήξεις.
Η Ελλάδα επομένως βρίσκεται πρώτη στη «δυτική πορεία» της Τουρκίας και θα αντιμετωπίσει – αντιμετωπίζει ήδη – τα κύματα της επεκτατικής πολιτικής. Με συγκεκριμένους τρόπους, όπως η εμπλοκή στο Κυπριακό, η ένταση στο Αιγαίο, η δραστηριοποίηση στη Θράκη, η βαλκανική φλόγα και οι εστίες που επιπροσθέτως ανοίγουν από τη δραστηριοποίηση του αλβανικού εθνικισμού και του ακραίου ισλαμικού στοιχείου (πυρήνες του ISIS κ.λπ.), και τέλος με το άνοιγμα ξανά της «στρόφιγγας» του Προσφυγικού.
Η ένταση που προκαλεί η Τουρκία δεν είναι παροδική, αλλά θα κλιμακωθεί. Ήρθε για να μείνει και να γνωρίσει νέα επεισόδια, πιο σοβαρά από όσα ζήσαμε μέχρι σήμερα. Ο προς δυσμάς επεκτατισμός δεν είναι «παράλογος», αλλά αποτελεί λογική απόληξη της στρατηγικής της Άγκυρας.
Τούτων δοθέντων, η Ελλάδα αντιμετωπίζει πίεση σε δύο μέτωπα, αυτό της ευρωκρατίας και εκείνο του τουρκικού επεκτατισμού. Δεν μπορεί να σχεδιαστεί οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση ή πορεία διεξόδου χωρίς συνυπολογισμό αυτών των δύο μετώπων. Αλληλοτροφοδοτούνται, διασταυρώνονται και αθροίζονται, δίνοντας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην ελληνική κρίση, αλλά και στους όρους εξόδου από αυτήν.
Όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιηθεί τόσο το καλύτερο.