Το στρατόπεδο προσφύγων στη Μόρια είναι ένα επίτευγμα. Ψηλές μεταλλικές περιφράξεις με ρολά απαστράπτοντος αγκαθωτού σύρματος στην κορυφή. Προβολείς, κάμερες ασφαλείας, λυόμενα, σκηνές, κοντέινερ, ιατρεία, γραφεία. Χωρισμένο σε τομείς και υπηρεσίες, ο κάθε τομέας μονώνεται με κλειστές πόρτες και τρόπο που θυμίζει στεγανά πλοίου. Σε κάποιες πόρτες λουκέτα διασφαλίζουν την ερμητικότητα. Στις υπόλοιπες στέκονται φύλακες για να ανοιγοκλείνουν στους εργαζόμενους. Η αστυνομία ελέγχει την πύλη του στρατοπέδου και οι ειδικές δυνάμεις της πηγαινοέρχονται με πλήρη εξάρτηση στο εσωτερικό του σέρνοντας όλα τα συμπράγκαλα της βίας -κλομπ, ασπίδες, κράνη-, τα συμπράγκαλα της Δημοκρατίας μας, ενώ βουβά βλέμματα τους ακολουθούν.

Οι περίφημες «προσφυγικές ροές» είναι ανθρώπινες μάζες που φεύγουν από μια αναρχούμενη περιφέρεια που βυθίζεται αργά στο χάος και συγκλίνουν προς το κέντρο όπου επικρατεί ακόμα τάξη, ασφάλεια, σχετική ευμάρεια και ορθολογισμός. Φεύγουν από τον πόλεμο και τις συνέπειες της αποικιοκρατίας – παλιάς και νέας – ελπίζοντας να ανταλλάξουν την κακιά τους μοίρα με μια καλύτερη, το πρόσωπό τους με ένα άλλο και να διορθώσουν το κακό τους τ’ όνομα. Φεύγουν από την Ιστορία, λες και θα μπορούσε κανείς να γλυτώσει απ’ αυτήν. Λες και θα μπορούσαμε να γλυτώσουμε από το οτιδήποτε!

Τέλος, κάποιοι διαπνέονται από το ένστικτο της περιπέτειας και τη δίψα να γνωρίσουν αυτό το αυτάρεσκο κέντρο, το υποτιθέμενο κέντρο του κόσμου, αφού αυτό είναι ο κεντρικός πομπός ενός θεάματος που ο παλμός του φτάνει παντού. Για να το πούμε, όμως, όπως έχει: οι πάντες (λίγο-πολύ) έλκονται από το… Χόλυγουντ. Και βιάζονται να μοιραστούν τις ψευδαισθήσεις του. Λογιών-λογιών διψασμένοι και πεινώντες! Λογιών-λογιών επίφοβοι άνθρωποι!

Έτσι οι φεύγοντες ξανασυναντούν αυτό που θέλησαν να αποφύγουν. Όσο κι αν το απεύχονταν, γράφουν τώρα οι ίδιοι Ιστορία.

Τους σταμάτησαν σε μια εξώτερη στοιβάδα και τους στοίβαξαν οπότε η ροή μεταβλήθηκε σε λίμνασμα. Τέτοια καθήλωση, όμως, απαιτεί μια βία κατακόρυφη που ασκείται δηλαδή από πάνω προς τα κάτω και, κάποιες φορές, αναπότρεπτα, γεννά μια άλλη, οριζόντια, που ασκείται προς τους ομοιοπαθείς που γίνονται ανταγωνιστές. Το στρατόπεδο είναι δημιούργημα ενός διαταραγμένου μυαλού που σκέπτεται με σκοπό τον έλεγχο, την επιτήρηση, την καταγραφή, την ταξινόμηση, την έγκριση, την επιλογή, την Τάξη και πάνω απ’ όλα την Αποτροπή. Είναι επίσης δημιούργημα μιας διάνοιας η οποία είναι διεστραμμένη διότι κρύβει επιμελώς τις προθέσεις της πίσω από την καθαριότητα, τη βιομηχανική τελειότητα των κατασκευών, τη συστηματικότητα, τη φροντίδα και τον ανθρωπισμό. Ένα «τεχνοσυστημικό» γάντι κρύβει την πυγμή.

 

«Στοιχειωμένοι τόποι»

Οι Μη Τόποι είναι τόποι στοιχειωμένοι. Μόνο και μόνο η Ύβρις της σύλληψης και κατασκευής τους γνέφει προς την καταστροφή να πλησιάσει. Η Μόρια κατά μίαν έννοια είναι Μη Τόπος.

Το στρατόπεδο σχεδιάστηκε για 2.500 ανθρώπους και αυτή τη στιγμή πλησιάζει τους 6.000 και τη στιγμή του εμφράγματος. Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται εκεί για 9 μήνες χωρίς να έχουν τίποτα άλλο να κάνουν παρά να περιμένουν. Το σκούπισμα και την καθαριότητα τα έχουν αναλάβει συμβασιούχοι, το μαγείρεμα ο στρατός, επομένως ο πληθυσμός του παραμένει ολοκληρωτικά άπραγος απολαμβάνοντας μια πραγματική αν και αναγκαστική «φιλοξενία» δίχως καμία προοπτική. Πρόκειται για ανθρώπους μεταξύ κάποιας ζωής και κάποιου θανάτου που παραμένουν σε ένα μακρόσυρτο επαναλαμβανόμενο limbo. Το να καίγεται, λοιπόν, από καιρού εις καιρόν κάποιο στρατόπεδο – όπως οι απανταχού φυλακές – δεν θα έπρεπε να σοκάρει κανέναν που δεν είναι δημοσιογράφος, επαγγελματίας σχολιαστής, πολιτικό κοράκι ή τηλεθεατής.

Πρώτα η καταγραφή, έπειτα το άσυλο ή η «επαναπροώθηση», ωμά: απέλαση. Το κριτήριο είναι η «ευαλωτότητα»: Τα ασυνόδευτα παιδιά είναι «ευάλωτα». Οι οικογένειες που έχουν ένα άρρωστο παιδί που έχει χρείαν ειδικής θεραπείας είναι «ευάλωτες». Άτομα που η ζωή τους κινδυνεύει αν σταλούν πίσω είναι «ευάλωτοι». Επομένως, από τον καθένα ασκείται πίεση να αποκτηθεί μια πιστοποίηση «ευαλωτότητας». Οι μετανάστες θα εξαντλήσουν κάθε νόμιμο μέσο πριν χρειαστεί να «παρανομήσουν» ξανά.

Οι εγκαταστάσεις που στεγάζουν την Υπηρεσία Ασύλου μες το στρατόπεδο (αυτή που απονέμει την «ευαλωτότητα») είναι διπλά οχυρωμένες και μοιάζουν με φρούριο μέσα σε φρούριο. Είναι αυτές που συγκεντρώνουν την ελπίδα και την οργή.

Ταυτόχρονα η διοίκηση πελαγοδρομεί ανάμεσα σε πολλαπλούς εμπλεκομένους: το Υπουργείο Μετανάστευσης, τον στρατό, την αστυνομία, την Frontex, τις ΜΚΟ, τον Δήμο, τα ΜΜΕ, τους αρχηγούς των εθνικών ομάδων των μεταναστών. Οι ΜΚΟ μάλιστα «φιλούν κατουρημένες ποδιές» για να πάρουν πόστο εκεί μέσα ώστε να προσποριστούν μερίδιο από τα τεράστια κονδύλια που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση για το Μεταναστευτικό, οι δε προθέσεις τους και η δράση τους παραμένουν ανεξιχνίαστες. Εκατομμύρια παίζονται στις πλάτες των μεταναστών και πολλοί τρώνε με χρυσά κουτάλια – η κατάσταση δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ευρωπαϊκή.

Τα καλά θερμαινόμενα γραφεία μιας ΜΚΟ, μιας τυχαίας ΜΚΟ, (σε πανάκριβα ενοικιαζόμενο «αρχοντικό») στο κέντρο της πόλης, σφύζουν από δραστηριότητα. Ενθουσιώδεις κοπελίτσες όλο ζέση ασχολούνται με κάποιους μετανάστες. Όταν όμως δεις τα καλοζωισμένα ανώτερα στελέχη, πώς είναι βυθισμένα μέσα στα λάπτοπ και στα σοβαρά διοικητικά τους καθήκοντα – καμιά αμφιβολία, παχυλά αμειβόμενα – και πώς αντιμετωπίζουν τον κάθε περισπασμό με έναν αέρα πολυπραγμοσύνης και υπεροψίας… όταν δεις τους μετανάστες που κάθονται σε πάγκους φορώντας όλα τους τα ρούχα, μιας και δεν ζεσταίνονται ποτέ, αποκαρδιωμένοι (η «υπόθεσή τους» δεν προχωράει!), με άδεια βλέμματα, με «κομμένα» μάτια, παραιτημένοι (δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξαναβγούν έξω στο κρύο – «καλά είναι κι εδώ μέσα») …τότε κάτι αλάνθαστα μέσα σου σού λέει πως αυτά τα μαύρα πρόσωπα, αυτά τα αποκαμωμένα μαύρα κορμιά, είναι η «πρώτη ύλη» με την οποία δουλεύουν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, η «πρώτη ύλη» της Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας Ανθρωπισμού. Σας λέω είναι μούρλια η Ευρώπη!

 

Desperados

Βγαίνοντας από την πόλη της Μυτιλήνης και οδηγώντας προς την Μόρια βλέπεις συνεχώς τις πλάτες ανθρώπων που βαδίζουν. Που εδώ και καιρό «έβαλαν μπρος το αρχαίο περπάτημα». Γκρίζες και σκυφτές πλάτες που πάνω τους κάτι δυσοίωνο έχει γραφτεί: βομβαρδισμοί, επιδρομές, μυστικές αστυνομίες, κρύο, ταλαιπωρία, ανέχεια, μέλλον αβέβαιο. Η Ευρώπη τρέμει στη θέα ανθρώπων που με καλυμμένα τα κεφάλια σε κουκούλες έχουν την ακατάβλητη θέληση να βαδίζουν αενάως. Ανθρώπων δίχως πρόσωπο.

Στη δίψα αυτών των σύγχρονων desperados για «Ευρώπη», η Ευρώπη αντιδρά με εξαιρετική απροθυμία. Τα κριτήρια είναι σεβαστά και θα εφαρμοσθούν απαρεγκλίτως και με λεπτομερή προσοχή. Δεν έδειξε, όμως, η Ευρώπη ανάλογο σεβασμό όταν σκόρπαγε τον όλεθρο «επί δικαίων και αδίκων» την εποχή της αποικιακής της δόξας. Ούτε την ίδια προσοχή στη λεπτομέρεια όταν με τον χάρακα τράβαγε ευθείες γραμμές στον χάρτη και έφερνε στο φως τον σύγχρονο κόσμο. Ούτε ντράπηκε να ακολουθεί την Αμερική, όπως η ύαινα το λιοντάρι, στο κυνήγι της στη Μέση Ανατολή. Τώρα «ανησυχεί σοβαρά» μπρος στα κύματα προσφύγων και διωγμένων του Τρίτου Κόσμου που έρχονται να ενωθούν με τις διογκούμενες μάζες των δικών της αστέγων και αποκλήρων. Πίστεψε πως εξόρισε την αταξία πέρα απ’ τα σύνορά της, τώρα αυτή η αταξία επιστρέφει περνώντας κάτω απ’ τις πόρτες. Τούτοι οι άθλιοι φέρνουν την ταραχή μέσα στο κέντρο της.

Επείγει, λοιπόν, όλες αυτές οι σκοτεινές και «παθιασμένες» μάζες να κρατηθούν στην περιφέρεια. Η Ρωμαϊκή και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εφάρμοσαν τούτο το μέτρο για αιώνες. Δεν είχαν όμως το εμπόδιο εθνικών κρατών. Μήπως τώρα το διάδοχο σχήμα τους πρέπει να αναζητήσει τις κατάλληλες φόρμουλες και να ακολουθήσει τις κατάλληλες μεθοδεύσεις; Η συνεπής μαθητεία είναι απαραίτητη, αλλά χρειάζονται και οι ευφάνταστες προσαρμογές. Για να πληρωθεί το ρηθέν υπό του Λακάν για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: «Τα στρατόπεδα στην Ευρώπη έκλεισαν μόνο προσωρινά».

Κάποτε, φόρτωσε το εβραϊκό της πρόβλημα στις πλάτες των Αράβων. Τώρα εκείνα τα στρατόπεδα βρίσκουν την ωχρή τους αντανάκλαση σε τούτα τα στρατόπεδα. Ο αντισημιτισμός επιστρέφει με άλλο ρούχο σαν φόβος του Ισλάμ.

Όσο για την Αφρική; Μα Η Αφρική είναι ένας σύγχρονος Άδης!

Ο ξένος ήταν η μεγαλύτερη απειλή για τις αρχαίες κοινωνίες. Όταν έρχεται μόνος είναι ικέτης και αντιμετωπίζεται με ευμένεια. Σε μεγάλα νούμερα είναι εισβολέας.

Η Γερμανία μπορεί να ποντάρει τώρα στους μετανάστες για να λύσει το δημογραφικό της πρόβλημα και να αναπληρώσει την έλλειψη εργατικών χεριών, αλλά αυτή είναι άθλια πολιτική – ήδη σήμερα δεν είναι καλό για κανένα να είναι ξένος στην παλιά Ανατολική Γερμανία. Είναι επίσης κοντόφθαλμη πολιτική. Οι αυτοκρατορίες, τη στιγμή που βασίστηκαν στους μισθοφόρους άρχισαν την πορεία τους προς την παρακμή. Ή ίσως είχε αρχίσει ήδη η πτώση της ζωτικής τους δύναμης και για αυτό χρειάστηκε να βασιστούν στο σφρίγος των βαρβάρων.

Μπορεί να ελπίζει στην ένταξη και τον ορθολογισμό, αλλά σε μια δεύτερη και τρίτη γενιά, όταν «θα ξυπνήσουνε οι ρίζες» – όπως σε Γαλλία και Βρετανία – τα προβλήματα θα είναι αξεπέραστα.

Μπορεί να ελπίζει ότι θα εντάξει τους ξένους όπως η Αμερική, αλλά η Γερμανία δεν είναι έθνος μεταναστών όπως οι ΗΠΑ. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το Αμερικάνικο «χωνευτήρι» θα συνεχίσει να λειτουργεί το ίδιο καλά όταν έρθουν οι δύσκολες μέρες.

 

«Ανάπτυξη»

Τι άλλο απομένει απ’ αυτό το ταξίδι μέσα στο χειμώνα; Όταν έφυγα από τη Θεσσαλονίκη για την Καβάλα κι από ‘κει πήρα ένα νυχτερινό καράβι για τη Μυτιλήνη;

Μα φυσικά οι κάτοικοί της. Που τόσα καλά λόγια ακούστηκαν για αυτούς όταν άρχισαν να ‘ρχονται κατάφορτες οι βάρκες. Τώρα φτάνουν στα όριά τους. Και τι θέλουν τώρα οι κάτοικοί της; – Θέλουν πίσω το νησί τους!

Ο ξένος ήταν η μεγαλύτερη απειλή για τις αρχαίες κοινωνίες. Όταν έρχεται μόνος είναι ικέτης και αντιμετωπίζεται με ευμένεια. Σε μεγάλα νούμερα είναι εισβολέας.

Και ποιο ακριβώς είναι εκείνο το νησί; Τώρα θα προτιμούσαν να είχαν τον τουρισμό και τα λεφτά του! Φέτος πάθανε ζημιά! Μα η Λέσβος -πέρα από τον Μόλυβο – δεν ήταν ποτέ ένα τουριστικό νησί! Κι όσον αφορά τα λεφτά: τώρα είναι η χρυσή εποχή της Μυτιλήνης. Οι οργανώσεις νοικιάζουν αρχοντικά – 2 και 3 χιλιάδες ευρώ απαζάρευτα – οι υπάλληλοί τους μαζί με τους κρατικούς –5 με 6 χιλιάδες – νοικιάζουν σπίτια ολοχρονίς (και όχι μόνο για δυο μήνες στον Μόλυβο), ξοδεύουν τους μισθούς τους στο νησί και οι μετανάστες, όσο να πεις, ψωνίζουνε κι αυτοί. Αλλά είναι «βαριά» λεφτά. Μια καταχνιά απλώνεται στο νησί. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες φέρνουν ένα πένθος. Σα σκιές, σα φαντάσματα κυκλοφορούν. Κι από κοντά οι αστυνομίες. Πιο καλά ο τουρισμός και το χαζοχαρούμενο κλίμα του… πιο καλά τα ξανθά πλήθη που μπεκροπίνουν και αυτοβαλσαμώνονται όλη μέρα στον ήλιο στις ξαπλώστρες. Αυτή είναι η «σωστή», η ευπρόσδεκτη, εισβολή.

Όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έχουν τα λιμάνια τους προς τη μεριά της Μικρασίας. Προς τα ‘κει ήτανε τα εμπόρια, προς τα ‘κει βλέπουνε και τα λιμάνια τους. Η Μικρά Ασία είναι η ενδοχώρα τους. Όλα τα νησιά του Αιγαίου αποτελούνε μια γέφυρα ανάμεσα στις δυο ακτές. Από τότε που σηκώθηκαν τα σύνορα, το 1922-23, αυτή η γέφυρα, από τη μια της άκρη χάσκει στο κενό. Τελεσίδικα θα μαραζώναν τα νησιά αν μετά τον πόλεμο δεν ερχότανε ο τουρισμός. Αλλά μια αερογέφυρα είν’ ο τουρισμός. Και τέτοια «ανάπτυξη» λαχταράνε οι νησιώτες μας. Με τη βοήθεια μιας αερογέφυρας να ζουν. Και πάλι μαραζώνουν τα νησιά, από «μέσα» τούτη τη φορά -με «κούφια» λεφτά.

Αλλά ίσως έχουν δίκιο εκεί στη Μυτιλήνη, μιας και κανείς δεν είναι ευτυχής μ’ αυτό που του κληρώθηκε – όλοι θέλουν το Χόλυγουντ. Κι αν την πρώτη στιγμή επικράτησε το έλεος για κάποιους κακοτυχίσαντες, στη συνέχεια αποστρέφεται το βλέμμα απ’ τους απελπισμένους.

 

«Ελληνόψυχοι»

Όμως η χειρότερη στιγμή ήταν στη Χίο. Βράδυ πάλι έφυγε το καράβι απ’ τη Μυτιλήνη φορτωμένο με κόσμο χαρούμενο που πάει για Χριστούγεννα. Βολτάρω στα γεμάτα σαλόνια κι έξω στα καταστρώματα. Σ’ ένα καναπέ ένα νεαρό ζευγάρι παίζει με τα κινητά του. Στο τραπεζάκι πλάι τους μια μαύρη δερματόδετη Αγία Γραφή. Ξαναπερνώντας δίπλα τους, ο νεαρός διαβάζει μια εφημερίδα – το άρθρο έχει τίτλο: «Αποκαλύψεις φωτιά από τον Ελληνόψυχο Θεόδωρο Καμαρινό». Η εφημερίδα είναι ο Στόχος.

Το καράβι έπιασε στη Χίο πριν απ’ τα μεσάνυχτα. Βγαίνω στο κατάστρωμα της πρύμνης να δω το λιμάνι. Κάνει τσουχτερό κρύο. Κάτω στον ντόκο δύο σημαίες: της Ελλάδας και της Ε.Ε. Σε μικρή απόσταση 15-20 άτομα παρακολουθούν σιωπηλοί την επιβίβαση. Ανάμεσά τους μερικές νέες γυναίκες. Σε πολύ μικρότερη απόσταση απ’ το καράβι, έξω ακριβώς από την πύλη του λιμανιού, σε σκοτεινό ξέφωτο ανάμεσα στα κτίρια, μια ομάδα από 60-70 άτομα στέκονται ακίνητοι. Τούτοι δω είναι όλοι αγριόγατοι. Μελαψοί, σκοτεινιασμένοι, με ένταση παρακολουθούν την επιβίβαση ανθρώπων και φορτηγών. Τρώνε με τα μάτια το καράβι. Μπροστά τους ένα περιπολικό και μερικοί αστυνομικοί τούς κόβουν τον δρόμο. Δίπλα μου ένας νεαρός τραβάει βίντεο με το κινητό του. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή. Κάτι πολύ άβολο απλώθηκε ανάμεσά μας… ξαναστραφήκαμε κι οι δυο, κάτω προς τη σκηνή. Ο επικεφαλής τούς λέει κάτι ξανά και ξανά που δεν ακούγεται εδώ ψηλά – αυτοί ακίνητοι. Οι νταλίκες κάνουν μανούβρα και ορμάνε με πάταγο μες τα γκαράζ του καραβιού. Μια κλούβα της αστυνομίας έρχεται και σταθμεύει 50 μέτρα από το πλοίο. Μια διμοιρία ΜΑΤ αναπτύσσεται μπροστά τους. Την επόμενη φορά που κοίταξα είχαν όλοι εξαφανιστεί. Σαν να τους ρούφηξε η νύχτα. Σαν να μην υπήρξανε ποτέ.

Ρωτάω τον εαυτό μου: αν σε κάποιους ξένους είναι απαγορευμένο να εγκαταλείψουν ένα νησί, πώς πρέπει να νοιώθουν οι μόνιμοι κάτοικοί του; Πόση απόσταση θεωρούν ότι τους χωρίζει; Κι αν οι ίδιοι δεν είναι εγκάθειρκτοι τότε τι ακριβώς είναι; Και πώς πρέπει να νοιώθουν για αυτούς που, με την παρουσία τους, τους υπενθυμίζουνε διαρκώς ότι ζουν σε κάποιου είδους «ανοιχτή» φυλακή;

Και ‘κείνες οι δυο σημαίες στο λιμάνι; Ένα κουρελάκι να κουτσοστέκεται δίπλα στο ατλάζι… Κι ακόμα χειρότερα… από παλιά ματωμένο να προσπαθεί να «ευπρεπιστεί»!

Δύο κοπελίτσες που μόλις επιβιβάστηκαν τραβούν selfie στο κατάστρωμα κι ο άνεμος τις παίρνει. Οι μπουκαπόρτες σηκώνονται, πρώτα η μια, έπειτα η άλλη. Τα ΜΑΤ βαδίζουν προς την κλούβα. Το καράβι φεύγει φορτωμένο αποκλειστικά με Έλληνες – και, τουλάχιστον έναν Ελληνόψυχο.

Βαθιά ακούγεται η σειρήνα του, αντηχεί σ’ όλη την πόλη. Περήφανη η βουή του επιστρέφει σαν ηχώ από παντού, τα κτίρια και τους πέρα δρόμους, φτάνει απέναντι στα μικρασιατικά παράλια και ξαναγυρίζει πίσω αναμειγμένη με ντροπή. Τα χιλιάδες φώτα του Τσεσμέ φαίνονται τόσο κοντά.

Έμεινα για ώρα στο κατάστρωμα ώσπου χάθηκε η Μικρασιατική ακτή, χάθηκε η Χίος. Και μόνο κάτι μακρινοί κόκκινοι φάροι της αεροπλοΐας θύμιζαν ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ένας κόσμος πέρα από το φωτισμένο καράβι και το θολό σκοτεινό πέλαγος.

 

Βασίλης Ηλιακόπουλος
metamesonyktiaemerologia.blogspot.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!