Από το 2001 που ξαναπήγα στην Πόλη, διαπίστωσα πόσο εύκολο ήταν να αναπτυχθούν σχέσεις φιλίας και συνεργασίες με Τούρκους κάθε ηλικίας, φύλου και επαγγέλματος. Διαπίστωσα επίσης πόσο δημοφιλές παρέμενε το ελληνικό τραγούδι. Κάνοντας παρέα με εκδότες, συγγραφείς, δημοσιογράφους και καλλιτέχνες του θεάτρου και του κινηματογράφου, αλλά και ελεύθερους επαγγελματίες και φοιτητές, ήταν φανερό ότι όλοι αγαπούσαν τα ελληνικά λαϊκά τραγούδια και αρκετοί τα τραγουδούσαν κιόλας. Στο σπίτι του ακορντεονίστα Μουαμέρ Κετέντζογλου έμεινα έκθαμβος από το μέγεθος και την ποιότητα της δισκογραφικής συλλογής του, με ελληνικούς και βαλκανικούς τίτλους που ξεπερνούσαν τις γνώσεις μου, ταξινομημένους και καταχωρημένους άψογα με το σύστημα Μπράιγ. Ο Μουαμέρ επιλέγει και ηχογραφεί ελληνικά τραγούδια, αλλά και άλλων βαλκανικών λαών, σε συνεργασία με καλούς Τούρκους μουσικούς, συχνά και με Έλληνες. Για παράδειγμα, στο CD «Το βαλκανικό ταξίδι» περιλαμβάνονται κομμάτια από τις χώρες των Βαλκανίων, ενώ στο CD «Αναμνήσεις από τη Σμύρνη» κομμάτια τούρκικα, ελληνικά και εβραίικα με τη συμμετοχή του Στέλιου Μπερμπέρη που ζει και εργάζεται στην Πόλη τραγουδώντας ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια. Ενδιαφέρον έχει η επισήμανση του Μουαμέρ ότι το ζεϊμπέκικο από τους ζεϊμπέκηδες της Μικράς Ασίας που το παίζουν με νταούλι και ζουρνά, στα χέρια των Ελλήνων μουσικών, Ρωμιών Μικρασιατών και Ελλαδιτών, «εμπλουτίζεται μελωδικά σε εκπληκτικό βαθμό και τελειοποιείται η εσωτερική ρυθμική δομή του». Έτσι, στις ανανεωμένες του μορφές, το ζεϊμπέκικο απέκτησε μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην ελληνική απ’ ό,τι στην τουρκική μουσική. Και όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η σημαντική «λεπτομέρεια» είναι μια από τις πιο χειροπιαστές και εποικοδομητικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις κουλτούρες των δύο λαών με δεδομένο ότι το ζεϊμπέκικο είναι σήμα κατατεθέν της λαϊκής μουσικής.

Σε όλα τα ταξίδια μας στην Πόλη, οι φίλοι μας είχαν πάντα κάποια στέκια, στα οποία οι ορχήστρες και οι τραγουδιστές είχαν στο ρεπερτόριό τους ελληνικά τραγούδια που ικανοποιούσαν την πελατεία. Αυτά δεν είχαν καμία σχέση με τα κέντρα στο Βόσπορο στα οποία οδηγούνται από τα τουριστικά γραφεία οι Έλληνες που επισκέπτονται την Πόλη με οργανωμένα γκρουπ. Αλλά, ακόμα κι αυτά δείχνουν την τάση της μάζας να γευτεί το ανατολίτικο στοιχείο το οποίο δυστυχώς του προσφέρεται στην τυποποιημένη και εκφυλισμένη του μορφή, με ατραξιόν τις χορεύτριες της κοιλιάς οι οποίες συνήθως είναι από οπουδήποτε αλλού, Αμερικάνες, Αγγλίδες ή Γεωργιανές, εκτός από Τουρκάλες. Μια πελατεία πολύ μεγάλη που βλέπει και τα τούρκικα σίριαλ στην τηλεόραση, πράγμα που σημαίνει ότι κατά βάθος οι αντιθέσεις που έχουν γεννηθεί από τραυματικές εμπειρίες ανάμεσα στους λαούς μας, αλλά και από υπερβολικές δόσεις εθνικιστικής –ένθεν κακείθεν- προπαγάνδας, έχουν και τα αντισταθμιστικά τους.

 

Η Δέσποινα και ο Ναζίμ

Παλιότερα, υπήρχαν πολλά στέκια με φαγητό και μουσική, που σύχναζαν οι πάντες, Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένηδες, Εβραίοι, Κούρδοι κ.ά. Και αρκετοί απ’ αυτούς τους μεϊχανέδες ανήκαν σε Ρωμιούς, όπως ο μεϊχανές του Γιώργου του κουτσού (Τοπάλ Γιόργκο), του Νίκου του τυφλού (Κιορ Νίκο) και της Μαντάμ Δέσποινας, την οποία προσπάθησα να συναντήσω, αλλά ήταν άρρωστη, στα τελευταία της, παρ’ όλο που το μαγαζί της, στα Ταταύλα, λειτουργούσε ακόμα με μια μεγάλη φωτογραφία των νιάτων της στην είσοδο. Εκεί κάναμε ένα ωραίο τραπέζι με Έλληνες και Τούρκους φίλους μας υπό τους ήχους μιας κομπανίας παλαιάς κοπής.

Και στα σημερινά, όμως, μαγαζιά που πήγαμε, είχαν στο πρόγραμμά τους ελληνικά τραγούδια∙ βρήκα, μάλιστα, και Έλληνες μουσικούς που δούλευαν σ’ αυτά και έπαιζαν μαζί με Τούρκους δεξιοτέχνες στο ούτι, το κανονάκι, το λαούτο, τα κρουστά κ.λπ. Και όχι μόνο σε μεϊχανέδες παραδοσιακού τύπου. Στη «Μάντρα», ένα μαγαζί που έμοιαζε με ελληνικό μπουζουξήδικο, χορεύαμε με ελληνο-τουρκικά λαϊκά τραγούδια, τσιφτετέλια και καρσιλαμάδες, με τούρκικη ορχήστρα που είχε μπουζουξή από την Ελλάδα.

Οι μεϊχανέδες της Μαντάμ Δέσποινας, του Νίκου του Τυφλού και του Γιώργου του Κουτσού

Σε άλλο μεϊχανέ, είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε ένα κιθαρίστα-τραγουδιστή που είναι Τούρκος, αλλά από την αγάπη του για τα ελληνικά τραγούδια το καλλιτεχνικό του όνομα είναι «Αλέκος»! Επίσης, ένα βράδυ απολαύσαμε τη Σεμρά, διάσημη ηθοποιό, που σηκώθηκε από την παρέα μας και τραγούδησε θαυμάσια μερικά ελληνικά τραγούδια.

Μετά από τόσα χρόνια, και με τόσο μεγάλη φθορά στις διακρατικές και διαφυλετικές σχέσεις, η δημοτικότητα του ελληνικού τραγουδιού παραμένει ανεπηρέαστη. Είναι χαρακτηριστικό ότι και σε εκδηλώσεις που οργανώνουν η εκκλησία και άλλοι φορείς με διάφορες αφορμές και επετείους, με καλλιτέχνες από την Ελλάδα, προσέρχονται και Τούρκοι για να τους απολαύσουν. Βέβαια, η έλλειψη μιας συστηματικής πολιτικής προώθησης της σπουδαίας λαϊκής μας κουλτούρας καλύπτεται πολλές φορές από καλλιτέχνες επίκαιρους με βήτα κατηγορίας ρεπερτόριο που προωθούν οι ατζέντηδες σε μεγάλες σάλες απευθυνόμενοι σε μια πελατεία που δεν διαφέρει από την πελατεία των κέντρων διασκέδασης της οδού Πειραιώς.

Μέσα στα χρόνια, υπήρξαν συνειδητές προσπάθειες στην κατεύθυνση της διαπολιτισμικής συνάφειας μεταξύ των λαών. Για παράδειγμα, η Φαραντούρη έχει τραγουδήσει Ζουλφί Λιβανελί και ο Μάνος Λοΐζος και ο Θάνος Μικρούτσικος είχαν μελοποιήσει – από τη δεκαετία του 1970- ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ, τα οποία είχε αποδώσει στα ελληνικά ο πρωτοπόρος Γιάννης Ρίτσος. Έκτοτε υπήρξαν κι άλλες περιπτώσεις προσέγγισης, όπως η συνεργασία της Γλυκερίας με τον Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ, ο οποίος το 2016 σε συνέντευξή του στο in.gr είχε δηλώσει ότι «από τους Έλληνες τραγουδιστές θα έλεγα ότι ήρωάς μου είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης».

 

Θωμάς ο γεφυροποιός

Δουλειά με γνώση και αφοσίωση κάνει ο Θωμάς Κοροβίνης. Τα χρόνια που δίδαξε αποσπασμένος στο Ζωγράφειο Λύκειο, τα αξιοποίησε στο έπακρο μαθαίνοντας πολύ καλά την τουρκική γλώσσα, ψάχνοντας και δημιουργώντας σχέσεις με ντόπιους καλλιτέχνες, τραγουδώντας και γράφοντας. Σε ένα από τα ταξίδια, τον πέτυχα σε συναυλία μαζί με τη Μαρία Φωτίου και μουσικούς από τη Θεσσαλονίκη στη θεατρική σκηνή του Ζωγραφείου, αλλά και στο μέγαρο που λειτουργούσε η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Κωνσταντινούπολης. Όλα αυτά τα χρόνια, ο Θωμάς μετέφρασε, έγραψε ή επιμελήθηκε πολλά καλλά βιβλία («Ο Τσακιτζής» του Γιασάρ Κεμάλ, «Τούρκικες παροιμίες», «Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη», «Ασίκηδες», «Οι ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας» και «Σμύρνη: μια πόλη στη λογοτεχνία»). Επίσης, ηχογράφησε τραγούδια με ανάλογα θέματα όπως το δικό του «Σαμπάχ και Λεϊλά» και το κλασικό ποιητικό έργο «Μετζνούν και Λεϊλά» με τους «Εν Χορδαίς». Πιο πρόσφατα έγραψε το μυθιστόρημα «’55» βασισμένο στα δραματικά γεγονότα των Σεπτεμβριανών.

Ο γεφυροποιός Θωμάς Κοροβίνης στη Θεσσαλονίκη… (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Ξεπερνώντας κάθε προσδοκία, μεγάλη αίσθηση στην Ελλάδα έκανε η ταινία του Τάσου Μπουλμέτη «Πολίτικη Κουζίνα» που έσπασε το ρεκόρ εισιτηρίων αποδείχνοντας πόσο ευαίσθητοι είναι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως καταγωγής, για ό,τι έχει να κάνει με την Κωνσταντινούπολη, την ιστορία και τον πολιτισμό της Ανατολής, παρ’ όλη τη στρεβλή αντίληψη που έχουν πολλοί Ελλαδίτες με βάση τα στερεότυπα με τα οποία τροφοδοτούνται και διαπαιδαγωγούνται από το σχολείο, την εκκλησία, τη λογοτεχνία και τα ΜΜΕ. Η θαυμάσια μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα για την ταινία είναι τρυφερά συμβατή με αυτό τον πολιτισμό που απλώνεται και καλύπτει σαν ένα απαλό πέπλο το Βόσπορο, την Προποντίδα, τον Ελλήσποντο και το Αιγαίο πέλαγος. Αισθητή στην ταινία είναι και η συμβολή δύο σημαντικών Ρωμιών της Πόλης, του πρόωρα χαμένου σκηνοθέτη και ηθοποιού Τάσου Μπαντή και της Σούλας Μπόζη που επιμελήθηκε το σκέλος της «κουζίνας» που διαχρονικά αποτελεί στέρεο πολιτισμικό «κοινό» των λαών μας.

 

Εχθροί και φίλοι

Σε πολλές χώρες που ιστορικά υπάρχει ισχυρή εθνική αντιπαλότητα ανάμεσα σε γειτονικά έθνη, τηρούνται οι φραγές σχεδόν σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Δηλαδή, οι Λετονοί και οι Λιθουανοί προσπαθούν να αποκλείσουν οτιδήποτε είναι ρώσικο, αλλά και οι Άγγλοι δεν διαβάζουν Γάλλους συγγραφείς, οι Σέρβοι δεν ακούν αλβανικά τραγούδια, ούτε οι Έλληνες διαβάζουν ή ακούν βουλγάρικα. Οι περιπτώσεις, σε ευρωπαϊκό έδαφος, είναι πάμπολλες. Ασφαλώς, σ’ αυτό παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες, είναι, όμως, γεγονός ότι οι εθνικές αντιθέσεις ή εκκρεμότητες επηρεάζουν γενικώς την επικοινωνία, τις επαφές και τις ανταλλαγές ανάμεσα στους λαούς.

Η Ελλάδα και η Τουρκία, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει μία διαρκής έχθρα ή αντιπάθεια ή καχυποψία, που σε συγκεκριμένες φάσεις του παρελθόντος και του παρόντος αποκτούν μεγάλη ένταση και οξύτητα, κατά κάποιο τρόπο ξεφεύγουν από τον κανόνα παραμένοντας πολιτισμικά σε διασύνδεση. Χωρίς τη συμβολή του κράτους και των κυβερνήσεων, διατηρείται, παρ’ όλες τις διενέξεις που έχουν φτάσει μέχρι και σε σφαγές, μια σταθερή πολιτισμική επικοινωνία και μια συγγένεια ενδιαφέρουσα και άξια προσοχής.

Το μεγάλο τουριστικό ρεύμα από τη μία χώρα προς την άλλη, που το 2016 ανήλθε σε 1.600.000 ανθρώπους, είναι ένα χειροπιαστό στοιχείο ρέουσας επαφής και συνδιαλλαγής, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη του τη γνώμη που σχηματίζουν οι τουρίστες για την άλλη πλευρά, στη μεγάλη τους πλειοψηφία θετική, όπως δείχνει σχετική έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Το στοιχείο της εντοπιότητας παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά δεν είναι το μοναδικό. Ο ένας στους δύο επισκέπτες στην Τουρκία δηλώνει ότι έχει κοντινές ή μακρινές ρίζες στον Πόντο, την Πόλη, τη Σμύρνη ή την Καππαδοκία. Η αίσθηση της ρίζας, της καταγωγής, παραμένει ισχυρός παράγοντας έλξης, αλλά αφορά μόνο τους μισούς από τους Έλληνες επισκέπτες. Προφανώς και οι άλλοι μισοί δεν είναι ανέγγιχτοι από τη γοητεία της Ανατολής. Όσο κι αν οι Τούρκοι εξακολουθούν –για μεγάλη μερίδα Ελλήνων- να θεωρούνται «ξένοι», μετά από χίλια χρόνια εγκατάστασης στη «δική μας Ανατολή», η συνειδητή ή ασυνείδητη αίσθηση ότι πρόκειται για ένα κοινό πολιτισμικό χώρο στον οποίο συγκρουόμαστε αλλά και αλληλοεπηρεαζόμαστε είναι μάλλον ισχυρότερη.

(συνεχίζεται)

Στέλιος Ελληνιάδης

 

 

Ακίν και Οικονομίδης: μαζί ένα βήμα μπροστά!

Η ταινία του Φατίχ Ακίν είναι πολύ σκληρή για ευαίσθητους ανθρώπους που δεν είναι ψυχολογικά στα καλύτερά τους, αλλά είναι μία εξαιρετική ταινία, από καλλιτεχνική και πολιτική άποψη. Αφτιασίδωτη η τύφλωση και αγριότητα του φασισμού και του ρατσισμού, ζυγιασμένα τα συν και τα πλην της γερμανικής κοινωνίας, απεγνωσμένος ο αγώνας για δικαιοσύνη και διαμπερείς οι οπές της αστικής δημοκρατίας, άψογη η κινηματογραφική μαεστρία του Τούρκου σκηνοθέτη και εκθαμβωτική η ηθοποιία της Νταϊάν Κρούγκερ, μερικά από τα ατού της ταινίας «Μαζί ή τίποτα». Και πολύ αληθινή, επίκαιρη και ανατριχιαστική η διασύνδεση των ναζί με τη Χρυσή Αυγή. Το γλυκό πρόσωπο του σπουδαίου μας σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη δεν έχει καμία σχέση με το ρόλο του στην ταινία του Φατίχ. Ο δημιουργός που έχει κάνει τις ταινίες «Σπιρτόκουτο», «Η ψυχή στο στόμα», «Μαχαιροβγάλτης», «Το Μικρό ψάρι» και το θεατρικό «Στέλλα κοιμήσου», στέκεται και ως ηθοποιός στο ύψος του θέματος και στο ύφος των έργων του. Εξάλλου, στα δύσκολα, στη Γερμανία, την Τουρκία ή την Ελλάδα, σχεδόν πάντα η αλήθεια είναι ωμή και αγκαθωτή. Για να αλλάξει ο κόσμος θέλει δουλειά πολλή, μα πάρα πολλή! Μπράβο σε όλους τους συντελεστές της ταινίας!

Στ. Ελλ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!