Στις σκιές του Αυγούστου και ενώ τα συνήθη «αποβράσματα», πρεζόνια και χουλιγκάνοι αποσύρονται προσώρας στα μαύρα τους σκοτάδια, ένοπλα αποσπάσματα των φρουρών της Νέας Τάξης περιπολούν τους έρημους δρόμους και οι διαρρήκτες δουλεύουν πυρετωδώς, οι γέφυρες του πολέμου σηκώνονται. Οι φωτιές που θα ξανανάψουν σύντομα, θ’ αφήσουν πίσω τους μόνο τα αποκαΐδια του οικονομικού φιλελευθερισμού και την οσμή της μεγαλύτερης μπλόφας στην οποία ασυλλόγιστα έπαιξε τα ρέστα της η πνευστιώσα (και πελαγωμένη) ευρωπαϊκή ολιγαρχία: την μπλόφα των αγορών και την παγκόσμια διατραπεζική δικτατορία. Παράλληλα με την αποκάλυψη της μεγάλης μπλόφας, υπό κατάρρευση τελούν και τα «παράγωγα» των θυγατρικών πρακτορείων στοιχημάτων: η εντατικοποίηση της εργασίας σε συνδυασμό με τη διόγκωση της ανεργίας, το «σιδέρωμα» των ταξικών αντιθέσεων με την εκχέρσωση της πολιτικής συνείδησης των αγραμμάτων και αδυνάτων, η απόπειρα λαθραίας εξαγωγής (και ασφυκτικού περιορισμού) της φτώχειας στα υποάστεια (suburbs) των βαβυλωνιακών μεγαλουπόλεων… Ο καπιταλισμός είχε κάποτε ένα λίγο-πολύ νοικοκυρεμένο σπιτικό: κλίνη βιομηχανική, ιδιαιτέρως αποδοτική, τράπεζα με πλούσια και μετρητά τα ελέη, μπουντουάρ για εκλεπτυσμένες βρομοδουλειές, νομιμοφανή διαφθορά και ευπρεπισμένες ασχήμιες. Εγκατέλειψε, όμως, την κάπως πένθιμη –είναι η αλήθεια– αστική του ευωχία, υποκύπτοντας στα θέλγητρα ενός πορνείου ύποπτης πολυτέλειας, το οποίο μέχρι τότε επισκεπτόταν με περίσκεψη: του εκτραχηλισμένου χρηματιστηρίου, των ασύδοτων χρηματοπιστωτικών οίκων, των παμφάγων αγορών. Τώρα, που το μπουρδελάκι άρπαξε φωτιά, τρέχει σαν τον άμυαλο που άναψε φωτιά στα μπατζάκια του για να ζεστάνει τα παγωμένα του αχαμνά. Ξωπίσω τρέχουν αλαφιασμένα και τα λυσσασμένα του σκυλιά, ελπίζοντας ακόμα ότι κάποιο κόκαλο θα γλιτώσει από την αποτέφρωση της ανεμώλιας ευμάρειας. Γαβγίζουν ελπίζοντας ότι το καραβάνι θα πετρώσει από φόβο μεταδοτικό και τρόμο παραλυτικό. Μα οι ρατσιστικές υλακές και οι απροκάλυπτες απειλές, οι μεθοδικά καλλιεργούμενες ανασφάλειες και οι προβεβλημένες από τα Μέσα Μαζικής Επιρροής φοβίες των μικροαστικών μαζών, γιγαντωμένες σαν το καφκικό σκαθάρι στον παραμορφωτικό καθρέφτη της οικονομικής εξαθλίωσης, δεν μπορούν ν’ αποσιωπήσουν τα βασικά ερωτήματα, που εν αναμονή της καθολικής εξέγερσης, ανεβαίνουν σ’ όλα τα χείλη:
Ποια σάρκα αρμόζει στις σκιές που πέφτουν στη σπασμένη βιτρίνα της αλλοτινής ευημερίας των μεσαίων στρωμάτων; Του μετανάστη ή του εξαθλιωμένου, του νεόπτωχου ή του μουσουλμάνου, του περιθωριακού ή του μνησίκακου, του ανέργου ή του φθονερού; Ζαλίζονται όσοι συγχέουν τις καιροσκοπικά εναλλασσόμενες μάσκες του «εχθρού» με τον ενιαίο μορφασμό της αλήθειάς τους. Τι γίνεται με τους αντισυνταγματικούς της πλατείας Συντάγματος; Ποιο είναι, επιτέλους, το πολιτικό υποκείμενο αυτής της δυναμικής ασυναρτησίας (και κατά πόσο θα μπορούσε να με περιέχει), ποιες οι ορίζουσες της φιλέκδικης τυχαιότητας (που μπορεί αύριο να πυρπολήσει και το δικό μου αυτοκίνητο) και ποιοι οι όροι της σπασμωδικής πρόκλησης (που ίσως με κομμένη γλώσσα να μιλάει σαφέστερα για όσα με αφορούν); –ρωτούν, συχνά με γνήσια αγωνία, όσοι προσδοκούν να στρογγυλέψει κάπως το σχήμα των εύφλεκτων καιρών. Πού είναι (επιμένουν) οι ρήτορες και οι διακηρύξεις της εξέγερσης, οι ηγέτες και τα συνθήματα, οι συγκεντρώσεις και οι πορείες, οι κάπηλοι και οι δημεγέρτες, οι ιδαλγοί και οι προδότες, τα είδωλα και τα ιερά της; Πουθενά. Ευνόητη επομένως και η αμηχανία όσων μοχθούν με θεωρητικούς εξάντες και ιδεολογικούς αστρολάβους παλαιϊκούς, να «κατεβάσουν» το στίγμα της πρόσφατης ανωμαλίας στο γνώριμο χάρτη των πολιτικών τους αναλύσεων. Η μάχη των εξωφρενικών συναρτήσεων, άλλωστε, μόλις ανάβει. Ντεκορατέρ της διανόησης, μάγιστροι επιχειρήσεων, τραπεζικά κωθώνια, οι πολιτικοί πορνοβοσκοί και τα δημοσιογραφικά τους φερέφωνα εφορμούν με κοινότοπες μυστικοποιήσεις της ουσίας των συμβάντων, για να μη φανεί αφτιασίδωτη η αλήθεια της επαπειλούμενης και ήδη παρούσας καταστροφής. Εκβιάζουν με συρταρωτούς συλλογισμούς και δικτυωτές δολιότητες, παραπλανούν με κρυπτικά συμπεράσματα και κολακεύουν με πτυελώδεις υποσχέσεις. Παράλληλα, απορούν: Προς τι τόση βία; Προς τι τόσο μίσος;
Τι απορείτε ώ κάκιστοι; Όταν περισσεύει ο πόνος και η αδικία, λιγοστεύει η ζωή. Και στο λιγόστεμά της σπαρταρά. Μια πολιτική κονίστρα φτιαγμένη για λύκους συσπειρώνει αντί κοινωνίας αγέλες. Ο προκλητικός πλούτος παροτρύνει σε απρόκλητες επιθέσεις. Τα θωρακισμένα συμφέροντα προωθούν μια ξεκλείδωτη αταξία και οι περίκλειστες λέσχες το εξωτερικό χάος. Ο τρομοκρατικός έλεγχος της δημόσιας ζωής εξαερώνεται με ανεξέλεγκτες, τρομώδεις αναφλέξεις. Η απώλεια του συλλογικού προορισμού οδηγεί σε μονήρεις στοχεύσεις και ο παροξυσμός της ανταγωνιστικότητας ακονίζει τα δόντια ενός άγριου ατομισμού. Η αρπαγή της εθνικής περιουσίας από τα εταιρικά ολιγοπώλια εκτρέπεται σε μεμονωμένη λεηλασία και η ληστρικώς προγραμματισμένη εκμετάλλευση των αγαθών στην απρογραμμάτιστη καταστροφή και στη χύδην λεηλασία τους. Ίσως να πέρασε, μέχρι να ξανάρθει, η εποχή των ομωνύμων πολιτικών κλασμάτων και να μας άφησε χρόνους ο κοινός, κομματικός τους παρονομαστής αλλά αυτό που συμβαίνει εκεί έξω είναι εξόχως πολιτικό, ακριβώς γιατί αυτοί που το πράττουν δεν είναι καν πολίτες μα, όπως εσείς τους καταντήσατε, γυμνές ζωές δίχως κανένα πιστοποιητικό υπάρξεως έξω απ’ το σώμα τους.