Μέρος Β΄ (Διαβάστε το Μέρος Α΄)

Ο Σαββόπουλος είναι Θεσσαλονικιός, αλλά το έργο του μορφοποιήθηκε και εκκολάφθηκε στο πολύ μεγαλύτερο και πολύ πιο ζωηρό πολιτισμικό και πολιτικό περιβάλλον της Αθήνας. Στη συμπρωτεύουσα, οι ζυμώσεις μεταξύ των νέων που δραστηριοποιούνταν κυρίως στο χώρο του «ελληνικού ποπ και ροκ» γίνονταν χωρίς την επίδρασή του, αφού τα μηνύματα που εξέπεμπε από το Νότο προς το Βορρά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 δεν ήταν ακόμα τόσο ισχυρά όσο έγιναν από το «Περιβόλι του τρελού» (1969) και μετά. Το φυτώριο της Θεσσαλονίκης, εκτός από τις εισροές ρευμάτων από το εξωτερικό, είχε τη δική του επάρκεια σε εντόπιες πρώτες ύλες. Το συμπαγές και ομοιογενές κοινωνικό περιβάλλον και ο πνευματικός και καλλιτεχνικός της ιστός δημιουργούσαν προσκόμματα και ταυτόχρονα πρόσφεραν ένα εύφορο για ζύμωση έδαφος στους πιο ανήσυχους και φιλοπρόοδους νέους που χρειάζονταν πηγές από τις οποίες θα μπορούσαν να αντλήσουν ιδέες, απόψεις, πληροφορίες και κίνητρα συμμετοχής.

Βιότοπος

Απ’ αυτούς τους νέους σύντομα θα ξεχώριζαν μερικοί ιδιαίτερα προικισμένοι μουσικοί που είχαν την τάση και το ταλέντο, μέσα στο μεταβαλλόμενο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής, να χαράξουν δρόμους και μονοπάτια ξεφεύγοντας άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο από την τόσο προσφιλή και ασφυκτική τότε μίμηση των ξένων προτύπων. Στη δεκαετία του 1970, οι ζυμώσεις εντείνονται, η επιρροή της ποπ και ροκ μουσικής περιορίζεται και σταδιακά πρωτοστατούν οι μουσικοί που ψάχνουν σε πολλούς διαφορετικούς δρόμους, από το νέο κύμα, το ελληνόφωνο ροκ και την μπαλάντα μέχρι το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι. Από το 1970 μέχρι το 1980 εντείνονται οι ζυμώσεις που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να αποκτήσει η Θεσσαλονίκη τη δική της ενδιαφέρουσα νέα μουσική σκηνή.

Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Αργύρης Μπακιρτζής με παρέα τους περίφημους «Χειμερινούς Κολυμβητές» παρουσιάζει τον πρώτο τους δίσκο και ο Γιάννης Αγγελάκας με τον Γιώργο Καρρά συγκροτούν τις «Τρύπες», ενώ στην πόλη βρίσκονται κι άλλοι μουσικοί που κινούνται σε ένα ευρύ πεδίο αναζητήσεων. Ο κιθαρίστας Παντελής Δεληγιαννίδης που είχε φτιάξει με τον Παύλο Σιδηρόπουλο το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας», επιστρέφει και ασχολείται με την ηχοληψία, όπως και ο πιανίστας Γιώργος Πεντζίκης που στήνει στούντιο και συμμετέχει, μεταξύ άλλων, στην ίδρυση του συγκροτήματος «Ταχεία Θεσσαλονίκης». Ο κιθαρίστας Γιάννης Αλεξανδρής στήνει το οργανοποιείο του, ο συνθέτης Γιώργος Ζήκας και σπουδαίοι μουσικοί εμπλέκονται ποικιλοτρόπως στο γίγνεσθαι, μέσα από ατομικές δουλειές και πολλά σχήματα, όπως οι Κώστας Βόμβολος, Μιχάλης Σιγανίδης, Κυριάκος Γκουβέντας κ.ά. που είναι πολύ παραγωγικοί, συνδημιουργοί και του σχήματος Primavera En Salonico το οποίο έγινε γνωστό κυρίως από τη συνεργασία του με τη Σαβίνα Γιαννάτου η οποία έκανε διεθνή καριέρα με τα σεφαραδίτικα τραγούδια που είχαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης.

Το «φυτώριο» της Θεσσαλονίκης δεν έπασχε από μονοκαλλιέργεια. Είχε λαϊκή σκηνή κλασικού τύπου και δημοτική σκηνή με εντόπιους και μουσικούς από τον περίγυρο της Θεσσαλονίκης, όπως ο θρυλικός Πόντιος τραγουδιστής Χρύσανθος και ο βιολιστής Νίκος Γκιουλέκας από τα Γρεβενά που εμφανιζόταν σε διάφορα στέκια για μερακλήδες της παραδοσιακής μουσικής. Αργότερα, το 1993, ιδρύθηκε και η Σχολή «Εν Χορδαίς».

Στο λαϊκορεμπέτικο ο Χοντρονάκος και η Μαριώ, η Λιλή και ο Καμπουρέλος με τον Σωκράτη, ο Αγάθωνας Ιακωβίδης με το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης και, επίσης, από τη Θεσσαλονίκη είναι μερικοί ερμηνευτές που ανήκουν στο βαρύ πυροβολικό του λαϊκού τραγουδιού: Στράτος Διονυσίου, Ζαφείρης Μελάς, Πασχάλης Τερζής και Βασίλης Καρράς. Σε αντίπερα όχθη, ο μουσικός και θεωρητικός της τζαζ Σάκης Παπαδημητρίου, αλλά και ο Φλώρος Φλωρίδης που δούλεψε δημιουργικά με την μπάντα πνευστών της Φλώρινας, ενώ ο συνθέτης και μουσικοδιδάσκαλος Σαράντης Κασσάρας είχε αφοσιωθεί στο έντεχνο. Δεν είναι τυχαίο ότι απ’ όλους αυτούς μόνο ελάχιστοι μετακόμισαν μόνιμα στην Αθήνα, χωρίς κι αυτοί να κόψουν τον ομφάλιο λώρο τους με την πόλη.

Σ’ αυτό το βιότοπο της Θεσσαλονίκης, που δεν περιορίζεται σε όσους ενδεικτικά προανέφερα, γονιμοποιήθηκε ο Νίκος Παπάζογλου ο οποίος αποτελεί από μόνος του μια πολύ ξεχωριστή κατηγορία, με ένα πλούσιο βιογραφικό που ξεκινάει από την ποπ και ροκ σκηνή της πόλης και συνεχίζεται χαράσσοντας ένα καινούργιο όμορφο και δημοφιλή δρόμο στη σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα.

Γλυκερία και Νίκος Παπάζογλου, Θέατρο Λυκαβηττού, συναυλία «ντέφι»… (φωτό Μ. Καλογερόπουλος, στούντιο Προβολή)

Σχολή

Το 1976, δημότης της Αθήνας για πάνω από μια δεκαετία, ο Σαββόπουλος, εντάσσοντας τον Παπάζογλου και τον Ρασούλη στους «Αχαρνής» που παρουσιάζει στην Πλάκα και αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την παραγωγή του δίσκου «Η Εκδίκηση της γυφτιάς», συμβάλλει στην επανεκκίνηση του Παπάζογλου που σηματοδοτεί την αφετηρία διαμόρφωσης και εμφάνισης της νέας μουσικής σκηνής με κέντρο τη Θεσσαλονίκη.

Το 1978, η μεγάλη παρέα με συνθέτη των περισσότερων τραγουδιών τον Νίκο Ξυδάκη, συγκεντρώνεται στην πόλη και εγκαινιάζει το καινούργιο στούντιο που έχει φτιάξει ο αυτοσχέδιος πολυτεχνίτης και ηχολήπτης Νίκος Παπάζογλου. Έκτοτε, το «Αγροτικόν» γίνεται το εκκολαπτήριο δεκάδων καλλιτεχνών και συγκροτημάτων μουσικής κάθε είδους, από ροκ μέχρι παραδοσιακά. Και ο Παπάζογλου ακολουθεί σταθερά δύο παράλληλες και εφαπτόμενες καλλιτεχνικές πορείες, του παραγωγού-ηχολήπτη και του τροβαδούρου.

Τελικά, χωρίς να διεκδικεί τον τίτλο του ηγέτη, κάθε άλλο μάλιστα, ο Νίκος Παπάζογλου όχι μόνο εμπεδώνεται καλλιτεχνικά, αλλά γίνεται και το άτυπο κεντρικό πρόσωπο ενός καλλιτεχνικού ρεύματος που για πολλούς αποτελεί τη «Σχολή Θεσσαλονίκης» ή, για τους πιο «φαν», τη «Σχολή Παπάζογλου».

Ο Παπάζογλου είναι ο αδιαμφισβήτητος τροφοδότης της «σχολής», της οποίας όμως, τα χαρακτηριστικά είναι περισσότερο μια «ατμόσφαιρα», ένα «ύφος» και ένα «ήθος», παρά ένα τυποποιημένο μουσικό είδος. Και είναι επικεφαλής αυτού του ρεύματος αφενός λόγω της αναγνώρισης του ρόλου και της αξίας του, αφετέρου για τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται απέναντι στους συναδέλφους του. Όχι μόνο γιατί στο στούντιο του γίνονται οι περισσότερες ηχογραφήσεις των τραγουδιών των καλλιτεχνών της Θεσσαλονίκης, συχνά με την εμπλοκή του να υπερβαίνει το ρόλο του ηχολήπτη, αλλά και γιατί ενίοτε αναλαμβάνει με το κύρος που έχει αποκτήσει να προωθήσει κάποιους από τους νεοεισερχόμενους τους οποίους θεωρεί ότι διαθέτουν ξεχωριστό ταλέντο, στην εταιρία που ηχογραφεί ο ίδιος. Από τις πιο γνωστές και χαρακτηριστικές είναι η περίπτωση του Σωκράτη Μάλαμα. Γεγονός που αποκαλύπτει άλλη μία πτυχή του χαρακτήρα του. Ο Παπάζογλου δεν είναι ανταγωνιστικός, δηλαδή έχει μια ιδιότητα η οποία στον καλλιτεχνικό χώρο δεν απαντάται σε αφθονία και ιδίως όταν πρόκειται για καλλιτέχνες που ανήκουν σε συγγενή καλλιτεχνικά ιδιώματα.

Έτσι, ο Παπάζογλου συνδέεται δημιουργικά τόσο με νέες φωνές όσο και με νέους τραγουδοποιούς δημιουργώντας ένα «χώρο» στον οποίο δεν είναι ευπρόσδεκτοι μόνο καλλιτέχνες από τη Θεσσαλονίκη. Εκτός από τον Σωκράτη Μάλαμα και τους Χειμερινούς Κολυμβητές, ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, η Μελίνα Κανά, η Λιζέτα Καλημέρα και η Ελένη Τσαλιγοπούλου από τη Νάουσα, αλλά και ο Πέτρος Βαγιόπουλος από την Καρδίτσα, ο Γιώργος Ανδρέου από τις Σέρρες, ο Ορφέας Περίδης από την Αθήνα και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου από τη Λάρισα, είναι εκλεκτοί συνεργάτες του Νίκου, είτε ηχογραφώντας στο στούντιο του, είτε παίζοντας μαζί του, είτε ερμηνεύοντας ο ίδιος τραγούδια τους.

Μάλιστα, η συμβολή του Παπάζογλου στη διαμόρφωση αυτού που θα μπορούσε κανείς να οριοθετήσει ως «ήχο της Θεσσαλονίκης» είναι ένα ξεχωριστό θέμα που πρέπει να εξετασθεί πιο επισταμένα, τόσο για τη σύνθεση και το ύφος της ορχήστρας του όσο και για τη «φιλοσοφία» του ως ηχολήπτη.

Θα ήταν παράλειψη αν σε σχέση με τη «Σχολή Θεσσαλονίκης» δεν αναφερθεί ο ρόλος που έπαιξε η Λύρα με το υποκατάστημά της στην Τσιμισκή το οποίο υπό τη διεύθυνση της ικανότατης Ντόρας Ρίζου αποτέλεσε για πολλά χρόνια το κέντρο διερχομένων της πλειονότητας των μελών αυτής της μεγάλης παρέας. Ενός συνόλου που σε όλες του τις διαστάσεις περιλαμβάνει και ποιητές, πεζογράφους, ζωγράφους, φιλόλογους, δημοσιογράφους, εκδότες, κινηματογραφιστές κ.λπ. μεταξύ των οποίων διακεκριμένη θέση κατέχουν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Τάκης Σιμώτας και ο Θωμάς Κοροβίνης που ασχολούνται με πάθος, γνώση και συνέπεια με το τραγούδι και την κουλτούρα της πόλης τους.

Καλειδοσκόπιο

Ο Νίκος είχε πλατιά μουσική παιδεία. Ήταν όλος αυτιά! Είχε μέσα του όλες τις μουσικές της δεκαετίας του ’60 και του ’70, από την εφηβική ποπ ως την πιο πρωτοποριακή ροκ, από το Love me do ως το Hot rats. Είχε τις τσιγγάνικες μουσικές από τα Βαλκάνια, αλλά και τους παλμούς της μαύρης μουσικής, από τα μονοφωνικά μπλουζ του Μισισιπή και τις soul μπαλάντες του Marvin Gaye ως τις πολυσύνθετες ακροβασίες του Miles Davis. Εξίσου καλά είχε χωνεμένη την ελληνική λαϊκή μουσική, από το ύφος των μικρασιάτικων που ανάγεται στην καταγωγή του και στο κοινωνικό υπόβαθρο της Θεσσαλονίκης, σμυρνέικο και ποντιακό, και τη λαϊκή «υποκουλτούρα» της πόλης, στην οποία θήτευσαν σπουδαίες μορφές όπως ο Γιάννης Κυριαζής, ο Τάκης Μπίνης και ο Γιώργος Μητσάκης και άφησε ανεξίτηλο στίγμα ο Τσιτσάνης. Αλλά και το λαϊκό τραγούδι των δεκαετιών 1950 και 1960 το οποίο είχε μεγάλη απήχηση στα λαϊκά στρώματα, από τους αχθοφόρους του λιμανιού και τους πλανόδιους μικροπωλητές μέχρι τους εργάτες και τους τεχνίτες στις βιομηχανίες, τις βιοτεχνίες και τα συνεργεία της πόλης. Ο Νίκος τα απορροφούσε όλα γιατί δεν είχε παρωπίδες, ήταν από τα ανήσυχα και ζωηρά παιδιά που δεν άφηναν πέτρα χωρίς να τη σηκώσουν για να δουν τι κρύβεται από κάτω.

Μια φορά, με τον κουμπάρο μου, τον δημοσιογράφο και μουσικό παραγωγό Νίκο Θεοδωράκη, πήγαμε απρόσκλητοι σε ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη σε μια εκδήλωση που οργάνωνε ο τοπικός μικρασιάτικος σύλλογος θέλοντας να τιμήσει τον Παπάζογλου. Ξαφνιάστηκε και χάρηκε που μας είδε σε μια γιορτή εκτός κάποιου κύκλου συναυλιών, αλλά κι εμείς χαρήκαμε και ξαφνιαστήκαμε που είχαμε την σπάνια ευκαιρία να τον ακούσουμε να τραγουδάει με μεγάλη άνεση και εξοικείωση μικρασιάτικα τραγούδια.

Τηρουμένων των αναλογιών, ήταν σόουλ τραγουδιστής ο Παπάζογλου. Κι αυτό μπορεί να το διακρίνει κανείς όχι μόνο στο πώς τραγουδούσε, αλλά και στο πώς στεκόταν πάνω στη σκηνή την ώρα που τραγουδούσε. Πιο χαρακτηριστικός, μετά το παίξιμο του μπαγλαμά στο ύψος του μικροφώνου της φωνής, είναι ο κοφτός βηματισμός του που πολύ διακριτικά θυμίζει το περπάτημα του James Brown τον οποίο όλοι θαυμάζαμε σαν αυθεντικό λαϊκό καλλιτέχνη με ασύλληπτη αίσθηση του ρυθμού. Ο Νίκος δεν θα έπαιρνε ποτέ τις έξαλλες φιγούρες του. Είχε κατακτήσει την ελευθερία μέσα στο μέτρο. Όλα στον Παπάζογλου είχαν μια εκλεπτυσμένη, αλλά πολύ αυστηρή αίσθηση της ποσότητας και της έντασης. Ούτε πολύ χαρούμενος, ούτε πολύ λυγμικός, ούτε ακίνητος ούτε υπερκινητικός. Γι’ αυτό και ο ήχος στις συναυλίες του δεν ήταν εκκωφαντικός.

Ο Παπάζογλου δεν υπέγραψε ποτέ συμβόλαιο με τη Λύρα που θα τον δέσμευε να κάνει ένα μεγάλο δίσκο κάθε χρόνο όπως ίσχυε τότε, γι’ αυτό δεν είναι μεγάλη η προσωπική του δισκογραφία. Αλλά, εξίσου ασυνήθιστο, η δημοτικότητά του δεν εξαρτιόταν από καινούργια τραγούδια και επιτυχίες, είχε βαθύτερες ρίζες. Ούτε άλλαξε ποτέ εταιρία, επί 25 περίπου χρόνια. Δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία του και τις δελεαστικές προτάσεις που είχε από άλλες εταιρίες όπως έκαναν πολλοί άλλοι. Προωθούσε καλλιτέχνες που κινούνταν στο ίδιο πεδίο μ’ αυτόν, κάτι που από οποιονδήποτε άλλον θα θεωρείτο επικίνδυνο για την καριέρα του. Δεν ξέκοψε από τις παλιές του παρέες που δεν ήταν καλλιτεχνικές. Και είχε πάντοτε στο πλευρό του τη σπουδαία του σύντροφο, τη Βαρβάρα, που στήριξε με άποψη όλα τα εγχειρήματα. Όταν κατέβαινε στην Αθήνα, ο Νίκος έμενε πάντοτε στο μικρό ξενοδοχείο Νεφέλη στην Πλάκα. Ήταν εργοδότης του εαυτού του για να έχει λιγότερες εξαρτήσεις και να μπορεί να αφιερώνει χρόνο, δημιουργικά, σε ενασχολήσεις που είχαν σχέση με πιο φυσικούς τρόπους ζωής, με τη γη, τον αέρα και τη θάλασσα. Η αυτοδυναμία, η αυτάρκεια και η ελευθερία κινήσεων ήταν συστατικά της κοσμοθεωρίας του.

Το μπαγλαμαδάκι, Νίκος Παπάζογλου, συναυλία «ντέφι»… (φωτό Στ. Ελληνιάδης)

Μαντηλάκι και τζιν

Καλεσμένος με τη «Λοξή Φάλαγγα» στην εκπομπή που έκανε η Μπήλιω Τσουκαλά στην ΕΡΤ με αφορμή τις εμφανίσεις του στο Ζουμ, στην Πλάκα, ο Παπάζογλου περιόρισε το ρόλο του μαντηλιού που πάντα φορούσε σε πρακτικούς λόγους. Για το κρύο, τον καιρό που οδηγούσε μοτοσικλέτα, και επί σκηνής για να μαζεύει τον ιδρώτα στο λαιμό του ή να τον συγκρατεί στο μέτωπο για να μην κατεβαίνει στα μάτια όταν το φορούσε σαν κορδέλα στο κεφάλι, κάτι σαν φυσικό air condition, είπε χαμογελώντας και χαριτολογώντας στην οικοδέσποινα. Οι απαντήσεις του Νίκου ήταν πάντοτε ισορροπημένες. Χαρακτηριστικό του ήταν ότι ενώ υπερασπιζόταν με σθένος και επιχειρήματα τις απόψεις και τις θέσεις του, απέφευγε να ανοίγει πιο εσωτερικές του πτυχές ή να εκθειάζει άμεσα ή έμμεσα τον εαυτό του, μερικές φορές σε σημείο υπερβολής. Επίσης, ο Νίκος δεν πολιτικολογούσε εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του δημοφιλούς καλλιτέχνη, αλλά όλες οι επιλογές και οι στάσεις του διαπνέονταν από μια πολιτική θέση και ηθική.

Πριν από πολλά χρόνια, σε μια παρεΐστικη συζήτηση που κάποιος ρώτησε για το συμβολισμό που είχε το μαντηλάκι στο λαιμό, όταν αναφέρθηκα στο ό,τι ανήκουμε σε μια γενιά που διαμόρφωσε τις αισθητικές και πολιτικές της αντιλήψεις στη δεκαετία του ’60, ο Νίκος συγκατένευσε. Μια εποχή που ασκούσαν πολύ μεγάλη επιρροή και γοητεία στους εξεγερμένους νέους της Ευρώπης και των ΗΠΑ οι ιδέες και τα σύμβολα των νέων που πραγματοποιούσαν την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα και των επαναστατών που μάχονταν ένοπλα τους αποικιοκράτες στις ζούγκλες της Ινδοκίνας, της Ινδονησίας ή της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Αυτούς θαυμάζαμε. Και απ’ όλα τα σύμβολα το πιο κοινό καθημερινό αξεσουάρ που είχαν πάνω τους, από τη Σαγκάη και τη Σαϊγκόν μέχρι τη Μαδαγασκάρη, την Κούβα και το Περού, ήταν το κόκκινο μαντήλι.

Κι ο Νίκος ήταν αυτής της γενιάς παιδί, όπως και ο συνομήλικος μας Μπρους Σπρίνγκστιν που ακόμα φοράει, όχι βέβαια με την ίδια εμμονή, το κόκκινο μαντήλι. Όσο για το τζιν, το οποίο ο πατέρας μου απεχθανόταν αισθητικά γιατί έλεγε τι σχέση έχουμε εμείς στα Πατήσια με τους γελαδάρηδες του Τέξας!, αν ρωτούσε και γι’ αυτό η Μπήλιω τον Παπάζογλου πιθανότατα θα έπαιρνε άλλη μια απάντηση πρακτικής υφής, ότι π.χ. τον απάλλασσε από γκαρνταρόμπες και ενδυματολογικούς προβληματισμούς ή ότι ήταν ανθεκτικό στα ζόρια των συναυλιών και στα πολυήμερα ταξίδια με το σκάφος στη θάλασσα. Ο Νίκος, όμως, όπως και όλοι εμείς οι ομοϊδεάτες του, έβλεπε το τζιν και τα μακριά μαλλιά σαν σινιάλα απελευθερωτικά, αντισυμβατικά και αντικαταναλωτικά, με βάση την κουλτούρα της δεκαετίας του ’60.

Τονίζοντας σε μια ωραία συζήτηση με τη Βίκυ Φλέσσα στην εκπομπή «Άκρα», το 2008, ότι το life style είναι ο εχθρός της ζωής και ότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από κάποιες σταθερές, ο Παπάζογλου εξηγούσε ότι είναι εναντίον της μόδας επειδή για προφανείς λόγους επιβάλλει την αδιάκοπη και αγχώδη αλλαγή σαν μοναδικό τρόπο ύπαρξης κοινωνικά. Ο ίδιος δεν άλλαξε εμφάνιση ακόμα κι όταν το τζιν και τα μακριά μαλλιά υιοθετήθηκαν σαν επίσημη και πολύ «ιν» περιβολή από τους γιάπις των πολυεθνικών και τους ολιγάρχες τύπου Μπράνσον, οι οποίοι, βέβαια, τα συνδύασαν με τη σινιέ γραβάτα και όχι με το κόκκινο μαντήλι! Σε αντίθεση με τους νεόπλουτους και τους ανανήψαντες, η προσωπικότητα του Παπάζογλου δεν αλλοιώθηκε ούτε με τα χρόνια ούτε με την επιτυχία. Και η διαφανής του πορεία τον προστάτευσε από άστοχες παρομοιώσεις. Και γι’ αυτό, έκανε πολύ καλά όποιος έβαλε στη νεκροφόρα που μετέφερε τη σωρό του, το 2011, εκεί που βάζουν σημαιάκια κρατών, το κόκκινο μαντηλάκι του Νίκου!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!