του Γιώργου Κυριακού
Την περίοδο αυτή κλείνει ένας κύκλος 30 και πλέον χρόνων από την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος στην Αλβανία, αλλά και από τη μαζική μετανάστευση των Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα. Προσεγγίζοντας σε βάθος το βορειοηπειρωτικό τραύμα αλλά και την κρίση του βορειοηπειρωτικού ζητήματος στη σύγχρονη του εκδοχή, δηλαδή της διεκδίκησης των όλων νομίμων δικαιωμάτων της που απορρέουν από διεθνείς και διακρατικές συμβάσεις, συμφωνίες, πρωτόκολλα κ.λπ., συζητάμε με ανθρώπους που έχουν μια διακριτή και διακριτική σχέση με τα τεκταινόμενα.
Τα βασικά ερωτήματα είναι: α) η σε βάθος αιτίαση αυτής της κρίσης, και β) οι προϋποθέσεις που θα αναβαθμίσουν τη θέση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία σε ένα πλαίσιο ειρήνης και διεύρυνσης της δημοκρατίας στα Βαλκάνια. Οι συνομιλητές μας, με ξεχωριστές ιδιότητες και προσεγγίσεις, πλησιάζουν το βάθος των προβλημάτων σε μια περιοχή που είναι πυκνή συμβολισμών, μνημείων και ιστορικών παρακαταθηκών του Ελληνισμού.
Ο Ορφέας Μπέτσης είναι γεωπόνος και ζει στο Αργυρόκαστρο. Αρθρογραφεί στο slpress για την Εθνική Ελληνική Μειονότητα και τα Βαλκάνια, καθώς και στο orthodoxianewsagency. Είναι ο πρώτος συνομιλητής μας:
Να ξεκινήσουμε από τη μεταπολίτευση;
Ψηλαφίζοντας ας γυρίσουμε στο 1991, 1992… Σε τι συνθήκες βγήκε η μειονότητα από το απολυταρχικό καθεστώς κι έρχεται σε επικοινωνία με τη μητέρα Ελλάδα, την οποία ποτέ δεν είχε πάψει να προσδοκά; Οι προσδοκίες ήταν μεγαλύτερες από το αποτέλεσμα. Και σε αυτό υπεισέρχονται αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες. Ο βαλκανικός περίγυρος φλεγόταν, ήδη είχε ξεκινήσει η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Στον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου –κυρίως από όσους προσεγγίζουν την ανάλυση και επιρροή του– δύο θα ήταν οι κατευθύνσεις: α) Εδαφικών διεκδικήσεων, που ναι μεν αιτιολογούντο από ιστορικής άποψης αλλά, με βάση τις διεθνείς συνθήκες που απορρέουν από τις ευρωπαϊκές συμβάσεις, ήταν πλέον ξεπερασμένες. Η εστίαση ήταν πλέον στο άτομο και στα δικαιώματά του. β) Διεκδίκησης των εθνικών μειονοτικών δικαιωμάτων, επαφής με το εθνικό κέντρο σε ένα ευνομούμενο κράτος.
Επίσης ζήσαμε μια αντίφαση. Το 1991 και το 1992 μάς βρίσκουν σε πρόκληση διπλής υφής: από τη μία, ως αναπόσπαστο κομμάτι του οικουμενικού ελληνισμού, να προσδοκούμε την ανάκτηση των εθνικών μας δικαιωμάτων και, από την άλλη, να βιώνουμε μια μαζική κάθοδο στην Ελλάδα λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, φτώχειας και εξαθλίωσης. Όμως, απαιτείται μια δημογραφική επάρκεια στους τόπους μας για την αναγέννηση του Ελληνισμού. Όλα αυτά συμβαίνουν στο γενικότερο φόντο της αστυφιλίας, της έλλειψης πολιτικών προσέγγισης, της έλλειψης υποστήριξης των υποδομών και της παραγωγικής οικονομίας, δηλαδή της αμέλειας του εθνικού κορμού να μας στηρίξει – όπως και την Κύπρο άλλωστε.
«Αυτό που θα μετρούσε, μα δεν προχωράει, είναι το ενδεχόμενο αναγέννησης μιας επιχειρηματικότητας, στήριξης της γεωργικής-κτηνοτροφικής παραγωγής, άρα και συντήρησης του πολιτισμικού μας αποθέματος. Όμως δεν είναι μόνο οι αντικειμενικές συνθήκες: αυτές τις εκτιμούμε, τις τοποθετούμε σε ένα μοντέλο. Είναι και το εσωτερικό ζήτημα, η έλλειψη προσανατολισμού»
Έχουμε επίσης το 1994 της δίκης των Τιράνων και το 1997 των πυραμίδων…
Εκείνη την περίοδο στην Αλβανία ελλοχεύουν, μέσα στο κλίμα συγκρούσεων που επικρατεί στα ευρύτερα Βαλκάνια, σύνδρομα του παρελθόντος και παρεμβολές εξωγενών παραγόντων. Καλλιεργούνται σενάρια εχθρότητας κι αντιμετωπίζουν με σύνδρομα καχυποψίας τον Ελληνισμό, όπως το 1994 με τη διαβόητη δίκη των Τιράνων. Είναι προφανές ότι κέντρα τα οποία αναμόχλευαν εκείνες τις κρίσεις δεν μπορούσαν να ανεχτούν τη σταθερότητα και την αναγέννηση της Ορθοδοξίας στον άξονα Αθήνας-Τιράνων. Κυρίως, όμως, οι ελληνικοί πληθυσμοί δεν άντεξαν τον πόλεμο του 1997. Και τότε οι επίσημες αρχές έδειξαν πάλι με το δάχτυλο την Ελλάδα (δήθεν σχέδια επέμβασης στην Αλβανία). Κι ο λόγος είναι η εξόφθαλμη παρεμβολή των τουρκικών κρατικών υπηρεσιών. Γιατί; Ο ενδείξεις δείχνουν ότι επωφελήθηκαν από την απομάκρυνση των Ελλήνων και των Ορθοδόξων, που δεν άντεξαν την ένταση και την αστάθεια. Πρόκειται για ιστορικές κυψέλες δημιουργίας σε περιόδους ειρήνης και σταθερότητας, ενώ όταν υπάρχουν συγκρούσεις και επιθέσεις συρρικνώνονται. Ποιοι έχουν όφελος; Τα κεφάλαια των πυραμίδων που κατέρρευσαν συνδέονται με την Τουρκία. Από την άλλη, την ίδια εποχή ξεκινά ο συστηματικός εποικισμός από μουσουλμανικούς πληθυσμούς στον Νότο και στα παράλια του Ιονίου, ενώ είχε, από το 1993, προετοιμαστεί το έδαφος. Απέναντι σε εκείνα τα γεγονότα, η κοινοτική μας συνείδηση δεν μπόρεσε να δώσει απαντήσεις. Είχε διαμορφωθεί υπό τις συνθήκες ενός φοβικού και εθνικιστικού καθεστώτος που μόνο μαρξιστικό δεν ήταν…
Ποιο είναι το βάθος αυτής της επέμβασης μέσα στη δικτατορία του Ενβέρ;
Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια τομογραφία της Εθνικής Μειονότητας. Οι δύο ή τρεις γενιές που έζησαν στη δικτατορία, βίωσαν μια αποστειρωτική διακοπή με τον εθνικό κορμό και, από το 1967, με την ορθόδοξη πίστη – η οποία αν όχι καθορίζει, επηρεάζει δραστικά την υπόσταση του Ελληνισμού. Μέσα στα 45 χρόνια διαμορφώθηκε μια ψυχοκοινωνική κατάσταση που συνεχίζει να επηρεάζει ή να καθορίζει την κοινοτική συμπεριφορά, τις αντιλήψεις και τις πολιτικές επιλογές μέσα στην κοινότητα. Θέλει τόλμη και πρέπει να το δούμε κατάματα. Το 1991, ποια αντίληψη επικράτησε στο πανελλήνιο; Ότι οι Βορειοηπειρώτες εν συνόλω υπήρξαν θύματα. Μήπως όμως ο Γιώργος έβλαψε τον Κωνσταντίνο, και κάτω από πιέσεις κατέθεσε εναντίον του; Μήπως ο Βασίλης γκρέμισε την εκκλησία στο χωριό; Αυτά, όχι με διάθεση εκδίκησης, αλλά θεραπείας. Εξαγνίζοντας όλη την κατάσταση, μη αναζητώντας τις πραγματικές διαστάσεις, και παρουσιάζοντας τους Βορειοηπειρώτες μόνο ως θύματα, στην ουσία δεν δίνεις ευκαιρία στη μεταμέλεια. Θα πρέπει να βρούμε την τόλμη μιας αυτοκριτικής, ως κοινότητα, του ομιλούντος μη εξαιρουμένου. Χρειαζόμαστε ουσιαστική κοινοτική μετάνοια για να αλλάξουμε, κι αυτή είναι μια γενναία απόφαση.
Τι θα μπορούσε να γίνει;
Εδώ χρειαζόμαστε τόλμη και ανδρεία για να βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα: Μεγάλα χωριά, όπως η (Ν)Άρτα του Αυλώνα, η Χιμάρα, η Δίβρη, η Δερβιτσάνη, οι Γιωργουτσάτες, δεν έχουν έναν ιερέα δικό τους. Αυτό καταδεικνύει έλλειψη βούλησης. Τα ανταμώματα και η κοπή της πίτας καλά είναι, αλλά δεν αρκούν. Πώς γίνεται π.χ. να μην υπάρχει ένα εκπαιδευτικό κέντρο στους Αγίους Σαράντα, για παιδιά ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής; Από την άλλη, αυτό που θα μετρούσε και δεν προχωράει, είναι το ενδεχόμενο αναγέννησης μιας επιχειρηματικότητας, στήριξης της γεωργικής-κτηνοτροφικής παραγωγής, άρα και συντήρησης του πολιτισμικού μας αποθέματος. Όμως δεν είναι μόνο οι αντικειμενικές συνθήκες: αυτές τις εκτιμούμε, τις τοποθετούμε σε ένα μοντέλο. Είναι και το εσωτερικό ζήτημα, η έλλειψη προσανατολισμού.
Ποιες είναι οι ευθύνες;
Έχουμε τη βούληση να τα εξετάσουμε όλα αυτά με σοβαρότητα κι όχι να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο; Η Αλβανία έχει υποχρεώσεις λόγω διαδικασιών ένταξης στην Ε.Ε., αλλά το κράτος παραβιάζει την περιουσία ιδιωτών, των κοινοτικών γαιών και των μοναστηριών, πιέζει τους ιδιώτες για τη μη εγγραφή τους στα υποθηκοφυλακεία. Η νομοθεσία από την άλλη δεν μπορεί να αντιληφθεί την έννοια της κοινότητας, η οποία στον ελληνισμό έχει μεγάλο βάρος. Σε αυτήν όμως την περίοδο δεν είναι πολύ μικρότερη η έκταση που Βορειοηπειρώτες αποποιούνται, αποξενώνονται από τη γη, που οι πατεράδες μας την κράτησαν σε πολύ δυσκολότερες συνθήκες. Τέλος, μετά λόγου γνώσεως, υπογραμμίζω ότι διαπιστώνεται έλλειψη δασκάλων και εκπαιδευτικού προσωπικού γενικώς. Μια κοινότητα που δεν αναπαράγει επαρκώς τον κλήρο και τους εκπαιδευτικούς της, αντιλαμβάνεσαι ότι βρίσκεται σε λάθος πορεία, για να μην πούμε ότι παρακμάζει…