Έλαβαν ήδη χώρα οι πρώτες επαφές των εκπροσώπων της αμερικανικής και ρωσικής διοίκησης στη Σαουδαραβική Αραβία, εν είδει βολιδοσκόπησης για τη δυνατότητα τερματισμού της σύρραξης στην Ουκρανία, η οποία πάντως συνεχίζεται επί του πεδίου – με την όλη κατάσταση να οδηγεί σε ανήμπορη παράκρουση τους Ευρωπαίους «συμμάχους»-υποτακτικούς της Ουάσιγκτον. Στο δεύτερο σημαντικό πολεμικό μέτωπο που διαχρονικά συντηρείται κυρίως χάρη στις ΗΠΑ, αυτό της σύγκρουσης του κατοχικού Ισραήλ και των Δυτικών συμμάχων του με τους Παλαιστίνιους και λοιπούς αυτόχθονες λαούς της περιοχής, η γενοκτονία και η αιματοχυσία έχει απλώς κατεβάσει ταχύτητα, δίχως όμως να σημάνει μια αναστολή έστω των σφαγών αμάχων και των σχεδίων κατοχής και εθνοκάθαρσης – το αντίθετο.
Θα μπορούσε συμπερασματικά να πει κανείς ότι τα δύο μεγάλα πολεμικά μέτωπα της εποχής βρίσκονται κι αυτά σε μεταίχμιο, λόγω της γενικότερης αναστάτωσης που έχει προκαλέσει εντός του Δυτικού στρατοπέδου η αλλαγή γραμμής από τη νέα διοίκηση των ΗΠΑ. Κι αν στην Ουκρανία διαφαίνονται πιθανότητες μιας κάποιας συνδιαλλαγής, στην Παλαιστίνη, και γενικότερα στη Μέση Ανατολή, ακόμη και ο μεσοπρόθεσμος ορίζοντας σκοτεινιάζει κι άλλο. Την ίδια στιγμή βέβαια λυσσομανούν, αρκετά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, και οι αιματηρές συγκρούσεις των μεγάλων δυνάμεων δι’ αντιπροσώπων στο Κονγκό, το Σουδάν και αλλού.
Χορογραφημένες κινήσεις
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση εξελίσσεται, λανθάνον, το τρίτο μεγάλο μέτωπο: αυτό της απόπειρας των ΗΠΑ να ανακόψουν την ολόπλευρη ενδυνάμωση της Κίνας, την οποία όλες οι πτέρυγες της βορειοαμερικανικής ελίτ θεωρούν ως τον σημαντικότερο στρατηγικό τους αντίπαλο. Μπορεί οι τακτικές που επιλέγονται από την Ουάσιγκτον να διαφέρουν, ακόμη και στη χρονική διάρκεια της ίδιας προεδρίας, αλλά η στρατηγική δεν αλλάζει. Σε αυτό το τρίτο μέτωπο όμως, που πολλοί βλέπουν να αναδεικνύεται ως το κεντρικό τα επόμενα χρόνια, και οι δύο πλευρές προσώρας αποφεύγουν τις «άκομψες» ενέργειες και την ανοιχτή βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει την ουκρανική και τη μεσανατολική αντιπαράθεση. Οι κινήσεις είναι προσεκτικά χορογραφημένες, ακόμη και στο επίπεδο του οικονομικού πολέμου.
Αυτή η τακτική συνεχίζεται και από τη νέα διοίκηση των ΗΠΑ, που φαίνεται να επιδιώκει καταρχήν ένα εσωτερικό «συμμάζεμα» και την πλήρη επιβολή της στο Δυτικό μπλοκ. Εξαπολύει έτσι πρωτοβουλίες που μοιάζουν χαοτικές αλλά επεκτείνουν τις βορειοαμερικανικές διεκδικήσεις, χωρίς να έρχονται ακόμα σε ευθεία αντιπαράθεση με τους στρατηγικούς αντιπάλους της Ουάσιγκτον. Η κινεζική πλευρά αντιδρά εξίσου προσεκτικά, καθώς εξακολουθεί να οικοδομεί την ισχύ της σε κρίσιμους τομείς. Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να ανεβάζει τους ρυθμούς παρενόχλησης του Πεκίνου: η επιβολή νέων δασμών είναι η πιο πολυδιαφημισμένη ενέργεια, αλλά τα πιο σημαντικά μηνύματα στέλνονται μέσω της αναζωπύρωσης των αντιπαραθέσεων για τον έλεγχο της Νότιας Σινικής Θάλασσας και για το μέλλον της Ταϊβάν.
Μια φράση-κλειδί
Σε ό,τι αφορά τη Νότια Σινική Θάλασσα, η σκυτάλη της «αποστολής αυτοκτονίας» έχει παραδοθεί στη φιλοαμερικάνικη κυβέρνηση των Φιλιππίνων, που το τελευταίο διάστημα τσιγκλάει όλο και περισσότερο την Κίνα στέλνοντας όχι μόνο «αλιείς» αλλά και πολεμικά σκάφη και αεροπλάνα σε ύδατα που, κατά το Πεκίνο, είναι κινεζικά. Μόλις χθες ο κινεζικός στρατός «αποκάλυψε» ότι αυτήν την εβδομάδα σημειώθηκαν πολλαπλές «παράνομες εισβολές αεροσκαφών των Φιλιππίνων» στη Νότια Σινική Θάλασσα και προειδοποίησε ότι «η αδέξια προσπάθεια των Φιλιππίνων να προωθήσουν παράνομες διεκδικήσεις αντιστρέφοντας τα γεγονότα είναι καταδικασμένη να αποτύχει». Όμως η σημαντικότερη πρόσφατη κίνηση της Ουάσιγκτον στο τρίτο μέτωπο, αν και ήταν… στα χαρτιά, ενόχλησε πολύ το Πεκίνο. Πρόκειται για την απαλοιφή μίας μόνο φράσης από την ιστοσελίδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ όσον αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας: «Οι ΗΠΑ δεν υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν».
Η απαλοιφή δεν διαφημίστηκε, έγινε σιωπηρά – ενδεχομένως ως τεστ των αντοχών και των ανοχών της κινεζικής ηγεσίας, που δεν παύει να υπενθυμίζει ότι εδώ και μισό αιώνα οι ΗΠΑ επισήμως αναγνωρίζουν πως υπάρχει μόνο μία Κίνα, της οποίας έδαφος θεωρείται και η Ταϊβάν. Δεν είναι η πρώτη φορά που η επίμαχη φράση απαλείφεται: το ίδιο είχε συμβεί και τον Μάιο του 2022, επί προεδρίας Μπάιντεν. Και τότε σιωπηρά απαλείφθηκε, κι εξίσου σιωπηρά (όσον αφορά την αμερικανική πλευρά) επανήλθε. Τώρα είναι άγνωστο τι θα ακολουθήσει. Όταν ερωτώνται για το τι σημαίνει αυτή η κίνηση, ο νέος Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και οι συνεργάτες του «βαριακούν». Αρχικά κανένα σχετικό σχόλιο δεν βγήκε, ούτε καν ως διαρροή, από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Μετά από πιέσεις ξένων δημοσιογράφων, κάποιος δευτεροκλασάτος εκπρόσωπος δήλωσε ότι οι ΗΠΑ παραμένουν προσηλωμένες στην πολιτική της «μίας Κίνας». Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν αυτοδιαφημίζεται ως ταύρος εν υαλοπωλείω, τελικά και του Τραμπ η διοίκηση ξέρει να επιδίδεται σε λεπτεπίλεπτες πιρουέτες…
Η Ταϊβάν ξανά στο επίκεντρο
Βέβαια οι Κινέζοι διαμαρτύρονται – κοσμίως, αλλά ευκρινώς. Γράφει σχετικά το προχθεσινό editorial των Global Times, που με «χαλαρό» αλλά σταθερό τρόπο εκφράζουν τις απόψεις της κινεζικής ηγεσίας: «Οι ΗΠΑ προσπαθούν να αξιοποιήσουν τις δυνάμεις της “ανεξαρτησίας της Ταϊβάν” για να δέσουν το νησί στο γεωστρατηγικό άρμα της Ουάσιγκτον. Στο ζήτημα της Ταϊβάν, η ιστορία δεν μπορεί να αλλοιωθεί, τα γεγονότα δεν μπορούν να εξαφανιστούν και η αλήθεια δεν μπορεί να διαστρεβλωθεί. Ανεξάρτητα από το πόσο καιρό έχουν τραβήξει τα υπόλοιπα ζητήματα, και ανεξάρτητα από το πώς έχει αλλάξει η εσωτερική πολιτική οικολογία της Ταϊβάν, δεν μπορεί να αλλάξει και δεν θα κλονιστεί το βασικό γεγονός: ότι “και οι δύο πλευρές των Στενών της Ταϊβάν ανήκουν σε μία Κίνα”. Η πεισματική εμμονή των ΗΠΑ στη λανθασμένη πολιτική της “χρησιμοποίησης του νησιού της Ταϊβάν για τη συγκράτηση της Κίνας” ισοδυναμεί με παιχνίδι με τη φωτιά».
Ενισχύοντας πάντως την ανησυχία του Πεκίνου, μαζί με τη σιωπηρή απαλοιφή της κρίσιμης φράσης ήρθε και η πληροφορία ότι η αδιάλλακτη ταϊβανέζικη ηγεσία –αν και σαφώς μειοψηφικής πλέον αποδοχής από τον πληθυσμό της Ταϊβάν, που δεν επιθυμεί να θυσιαστεί για χάρη της Ουάσιγκτον*– σχεδιάζει την αγορά πυραυλικών και άλλων οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ, κόστους έως και 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Την ίδια στιγμή η σημερινή ταϊβανέζικη ηγεσία, για να χρηματοδοτήσει τα τυχοδιωκτικά σχέδιά της, υπονομεύει το βασικότερο ίσως ατού της: σταδιακά παραδίδει σε βορειοαμερικανικά χέρια την προηγμένη ταϊβανέζικη βιομηχανία ημιαγωγών. Αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με την ευρύτερη ένταση σε όλη τη γειτονιά της Κίνας και την προσπάθεια σταθεροποίησης ενός αντικινεζικού συνασπισμού με τη συμμετοχή τουλάχιστον της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας**, δημιουργούν συνθήκες που δεν απομακρύνουν την προοπτική ανοιχτής έκρηξης και του τρίτου μετώπου…
* Ο φιλοαμερικανός Λάο Τσινγκτέ εκλέχθηκε πριν ένα χρόνο πρόεδρος με μόλις 40%, ενώ και οι δύο ανθυποψήφιοί του, που αθροιστικά έλαβαν 60%, αντιτάσσονται στην ανακήρυξη «ανεξαρτησίας» της Ταϊβάν (βλ. Κάλλιο Κουομιντάνγκ παρά… Μπάιντεν, φύλλο 667).
** Η Νότια Κορέα θεωρείται προσωρινά απενεργοποιημένη όσον αφορά αυτούς τους σχεδιασμούς, αφού ταλανίζεται από βαθιά πολιτική κρίση μετά την αποτυχημένη απόπειρα επιβολής στρατιωτικού νόμου από τον φιλοαμερικανό πρόεδρο Γιουν Σοκ-γιολ, που πλέον είναι υπόδικος (βλ. Νότια Κορέα: Της φυλακής τα σίδερα…, φύλλο 714).