Του Γιάννη Ραχιώτη

 

Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η διαπραγματευτική ομάδα της κυβέρνησης πράγματι προσπαθεί να διασώσει, έστω και τα ελάχιστα, υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Κάποια τρόφιμα από τον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ, τις βασικές συντάξεις. Σε προηγούμενες φάσεις αγωνίστηκε να μην πουληθούν όλα τα αεροδρόμια, να μην ανέβει ο ΦΠΑ στα νησιά, να μην αυξηθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα (που σημαίνει να μην επιβληθούν νέοι φόροι) κ.ο.κ. Σ’ αυτά και σε πολλά άλλα ατυχώς έχει πλέον συνθηκολογήσει, στα πλαίσια του επιδιωκόμενου… «έντιμου συμβιβασμού».

Όταν λέμε «αγωνίζεται» δεν εννοούμε ότι νομοθετεί, αποφασίζει, διοικεί, δηλαδή, τη χώρα. Εννοούμε ότι «υποβάλλει προτάσεις προς τους εταίρους» για να χρησιμοποιήσουμε την κυβερνητική ορολογία. Δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ότι προτάσεις υποβάλουν οι υφιστάμενοι στους προϊσταμένους. Οι κυβερνήσεις και τα κυβερνητικά κόμματα οφείλουν να αποφασίζουν και να δρουν. Εξαίρεση αποτελούν οι αποικίες και τα προτεκτοράτα.

Δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε για ιδιοτέλεια· το αντίθετο. Η προσωπική ανάληψη των διαπραγματεύσεων από τον πρωθυπουργό προφανώς τον εκθέτει σε κίνδυνο να χρεωθεί το αποτέλεσμα. Ούτε για προσπάθεια να μας εξαπατήσουν. Υποσχέθηκαν ποτέ κάτι παραπάνω από διαπραγματεύσεις; Ακόμη και οι συνεχείς διαρροές του στυλ «την άλλη εβδομάδα συμφωνία» ή «η συμφωνία ήδη γράφεται» μάλλον ευσεβείς πόθους δείχνουν, παρά προσπάθεια παραπλάνησης. Όποιος αποσκοπεί σε παραπλάνηση, μάλλον δεν εκτίθεται σε συνεχείς και τόσο άμεσες διαψεύσεις.

Δεν μπορούμε, όμως, να τους πιστώσουμε και με δημοκρατική αντίληψη. Ποιος αποφασίζει, κάθε βδομάδα, τις όλο και πιο επαυξημένες προσφορές προς τους δανειστές; Το Υπουργικό Συμβούλιο, η Πολιτική Γραμματεία, η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ ούτε μία φορά δεν ενέκριναν κάποια «παραχώρηση» πριν «υποβληθεί». Πολύ περισσότερο δεν τέθηκαν σε ευρύτερη λαϊκή κρίση. Πολλές φορές οι λέξεις συρρικνώνουν το διακύβευμα. Πίσω από τη λεξούλα «παραχώρηση» υπάρχει κοινή περιουσία, υποδομές, σπαράγματα ενός ήδη πολύ συρρικνωμένου βιοτικού επιπέδου. Η δημοκρατική λειτουργία δεν φαίνεται να γίνεται αντιληπτή ούτε καν στην εργαλειακή της μορφή, ως διαδικασία νομιμοποίησης και συνεπώς ισχύος απέναντι στους δανειστές. Έτσι φτάσαμε στον εξευτελισμό του προηγούμενου σαββατοκύριακου που ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και δύο υπουργοί πήγαν στις Βρυξέλλες κομίζοντας νέες προτάσεις-προσφορές και έγιναν δεκτοί για λίγα μόλις λεπτά από το… διευθυντή του γραφείου του Γιούνκερ και κάποιους ανώνυμους υπαλλήλους που απλώς τους δήλωσαν ότι δεν υπάρχει θέμα προς συζήτηση, μπορούν μόνο να δεχθούν τις αξιώσεις των «θεσμών».

***

Αν παραμερίσουμε τον καταιγισμό υπέρ/παρά/πληροφόρησης τα πράγματα είναι σαφή: Υπάρχει παραίτηση από τη λήψη θετικών μέτρων υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Η κυβέρνηση περιορίζεται στην προσπάθεια περιορισμού της επιπλέον επιβάρυνσής τους. Το ότι θα υπάρξει, όμως, επιβάρυνση, καταστροφή υποδομών, εκποίηση κοινού πλούτου φαίνεται να το έχει αποδεχθεί. Τα οικονομικά προγράμματα -αν μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι- της Αθηναΐδας, του Συνέδριου, της Θεσσαλονίκης, η παραγωγική ανασυγκρότηση κ.λπ. αρχειοθετήθηκαν αφού έγινε αντιληπτό ότι δεν έχουν κανένα περιθώριο εφαρμογής στο επιθετικό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της Ε.Ε.

Το ίδιο και οι εξαγγελίες περί αναπροσανατολισμού των διεθνών σχέσεων αφού εντός του ΝΑΤΟ και στο ξεκίνημα του 2ου ψυχρού πολέμου δεν υπάρχουν τέτοιες δυνατότητες. Αντίθετα, στους πέντε μήνες η «αριστερή διακυβέρνηση» πρόλαβε να υπογράψει αμυντική συμφωνία με το δικτάτορα Αλ Σίσι, να εμβαθύνει τη συνεργασία με το Ισραήλ και να προτείνει στους Αμερικανούς να φτιάξουν μια νέα στρατιωτική βάση σε ελληνικό νησί, την πρώτη καινούργια μετά τη χούντα. Μπορεί να γίνονται συζητήσεις για συνεργασία με τη Ρωσία ή την Κίνα αλλά οι τετελεσμένες πράξεις είναι στην αντίθετη κατεύθυνση.

Από εδώ και πέρα είτε οι δανειστές αποδέχονταν πλήρως τις κυβερνητικές «προτάσεις» είτε προσχωρήσουμε στις αξιώσεις τους, το αποτέλεσμα και για τα λαϊκά στρώματα και για τη χώρα, ως κυρίαρχη οντότητα, θα είναι καταστροφικό. Καταστροφικό θα είναι και για την Αριστερά: Αφού περάσαμε από το σκίσιμο των μνημονίων, στη δεξιά παρένθεση της 20ής Φλεβάρη για να χρηματοδοτηθούμε τον Απρίλιο, συνεχίσαμε με την επιδίωξη συνολικής συμφωνίας για το χρέος, το γυρίσαμε σε αίτημα για 9μηνη παράταση του υπάρχοντος μνημονίου και τώρα εκλιπαρούμε για κάποια δήλωση περί μελλοντικής διαμόρφωσης συνθηκών βιωσιμότητας του χρέους.

Πρόκειται περί αυτοεγκλωβισμού στα όρια που οι ίδιος ο ηγετικός κυβερνητικός κύκλος έθεσε στον εαυτό του: Την παραμονή στην Ευρωζώνη, στην Ε.Ε., στο ΝΑΤΟ, τη μη καταγγελία των δανειακών συμβάσεων. Δηλαδή την παραμονή στο δυτικό σύστημα. Πιθανόν να μην είχαν συνείδηση ότι η νεοφιλελεύθερη, νεοαποικιακή πολιτική είναι για τις δυτικές ελίτ συστημική, δεν είναι κάποια επιλογή ανάμεσα σε πολλές. Γι’ αυτό και εκπλήσσονται που το ΔΝΤ απορρίπτει τη φορολόγηση των πλουσίων και επιμένει στη μείωση των συντάξεων. Δεν καταλαβαίνουν ότι επιδιώκουν όχι απλά να μας αποσπάσουν όσα περισσότερα γίνεται, αλλά τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνικής δομής που θα εκμηδενίζει την ισχύ των λαϊκών στρωμάτων. Η απέναντι όχθη έχει πλήρη συνείδηση του συστημικού χαρακτήρα των μέτρων που θέλει να επιβάλει. Γι’ αυτό και αντιμετώπισαν με θυμηδία τον Βαρουφάκη όταν τους πρότεινε… εναλλακτικές λύσεις.

***

Πρέπει, όμως, να δεχθούμε ότι η σημερινή κυβερνητική πολιτική μπορεί να αποδείχθηκε ανεδαφική, όμως είναι συνεπής με την ιδεολογική και πολιτική προέλευση της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών του κυβερνητικού σχήματος.

Αυτή η παρατήρηση μπορεί να μοιάζει αυτονόητη για τους ΑΝΕΛ, αφού η Δεξιά στην Ελλάδα παραδοσιακά ήταν υπέρ της ενσωμάτωσης στις δυτικές ολοκληρώσεις με οποιοδήποτε τίμημα. Aπό αυτές αντλούσε την ισχύ της.

Μοιάζει αυτονόητη και για το μέρος της κυβέρνησης που προέρχεται από το σοσιαλδημοκρατικό χώρο που εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια είναι ταυτισμένος με το νεοφιλελευθερισμό και τις επιθετικές πολιτικές της δύσης. Δεν είναι όμως τόσο εμφανής για το τμήμα της κυβέρνησης που προέρχεται από το ΣΥΡΙΖΑ. Για να δει κάποιος τη συνέπεια των σημερινών επιλογών με προηγούμενες θέσεις πρέπει να θυμηθεί ότι κορμός του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ είναι ο «Συνασπισμός» που οικοδομήθηκε με κέντρο το πρώην ΚΚΕ εσ. Πρέπει να θυμηθεί ότι αυτός ο πολιτικός χώρος στήριξε πάντα την ενσωμάτωση στις δυτικές ολοκληρώσεις είτε με το πρόσχημα της εμπέδωσης της «δημοκρατίας» είτε στο όνομα της «ενότητας των ευρωπαϊκών λαών». Η «εθνική αντιδικτατορική δημοκρατική ενότητα-ΕΑΔΕ» ήτοι η συνεργασία με τη «δημοκρατική» Δεξιά και η υπερψήφιση του Μάαστριχτ δείχνουν το ιστορικό βάθος των σημερινών πολιτικών. Κοντολογίς, βιώνουμε και στην Ελλάδα την άδοξη κατάληξη της Ευρωαριστεράς, αφού ήδη έχουμε βιώσει την περιθωριοποίηση και την απονεύρωση της πρώην κομμουνιστικής Αριστεράς.

Είναι φανερό ότι χρειαζόμαστε μια διαφορετική πολιτική συμμαχία για τη διέξοδο από την κρίση. Ένα πατριωτικό μέτωπο όσων επιδιώκουν άμεση αποδέσμευση από το χρέος, την Ευρωζώνη και τον πόλεμο κατά των φτωχών. Επειδή αυτά είναι μονόδρομος ακόμη και για την παραμικρή ανάκαμψη.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!