Ω, ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή﮲ μονάχα επιδίωκε ό,τι μπορείς να κατορθώσεις
Πίνδαρος, 3ο Πυθικό
Το σωστό διάβασμα της κοινωνικής πραγματικότητας αποτελεί ως εκ τούτου, την αφετηρία ερμηνείας των διαμορφούμενων δράσεων και σχέσεων μεταξύ των δρώντων υποκειμένων (ατομικών και κοινωνικών). Ταυτόχρονα συνιστά τη βάση σχεδιασμού και χάραξης όποιων ενεργειών αποβλέπουν στην αλλαγή και την προσαρμογή της σε ορισμένους στόχους.
Εξ άλλου η σωστή απεικόνιση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, αποτελεί διαχρονικά το ζητούμενο για όλες τις φιλοσοφικές και επιστημονικές θεωρήσεις. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό στη ζωή από το να ανακαλύψεις το ακριβές σημείο, από το οποίο πρέπει να παρατηρούνται και να κρίνονται όλα τα πράγματα, και ύστερα να παραμείνεις σ’ αυτό το σημείο», υποστηρίζει χαρακτηριστικά ο von Clausewitz. (1)
Το βασικό λάθος που συνήθως γίνεται συνίσταται στη συνεχή σύγχυση σχετικά με το είναι και το δέον, μεταξύ περιγραφικών και κανονιστικών προτάσεων. Υπάρχουν μακροσκελείς αναλύσεις με βάση του πώς θα έπρεπε να είναι η πραγματικότητα, αδιαφορώντας πλήρως για το πώς πράγματι είναι η πραγματικότητα. Οι αναλύσεις τέτοιου είδους, στερούνται της ικανότητας απεικόνισης της πραγματικότητας ως τέτοιας με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να παρουσιάζεται ως άλλη, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί σε λανθασμένες πράξεις σε σχέση με το επιδιωκόμενο. «Πολλοί χτίσανε με το νου τους δημοκρατίες κι ηγεμονίες που ποτέ κανένας δεν τις είδε ούτε έμαθε πως υπάρχουνε στ’ αλήθεια. Γιατί τόσο μακριά βρίσκεται το πώς ζούμε απ’ το πώς θάπρεπε να ζούμε, ώστε όποιος δεν κοιτάει το τι γίνεται για να κυνηγήσει το τι θάπρεπε να γίνεται, αυτός πιότερο την καταστροφή παρά την προφύλαξή του βλέπει. Γιατί κάποιος που θέλει σ’ όλα τα ζητήματα να φανερώσει καλοσύνη, φυσικό είναι να καταστρέφεται μέσα σε τόσους που δεν είναι καλοί» (2).
ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ της πραγματικότητας σημαίνει αναζήτηση του ειδοποιού στοιχείου της συγκεκριμένης ιστορικής εποχής και της ιδιόμορφης αιτιότητας που το διέπει. Δεν θα επιμείνω περισσότερο, αλλά θα προχωρήσω δίνοντας βασικά χαρακτηριστικά της εποχής που ζούμε (τα τελευταία σχεδόν τριάντα χρόνια) και που μπορεί να ονομασθεί μετανεωτερικότητα ή ύστερος καπιταλισμός (δεν έχει μεγάλη σημασία).
Αυτά είναι:
Στο οικονομικό πεδίο, η επικράτηση του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο με τη μορφή των πρωταρχικών συσσωρεύσεων σε νέες περιοχές του πλανήτη (Κίνα, πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες κ.τ.λ.). Παράλληλα είμαστε μάρτυρες της μετατροπής του καπιταλισμού σε μεταβιομηχανικό, χρηματιστηριακό και υπερκαταναλωτικό στις χώρες της αναπτυγμένης Δύσης. Συγχρόνως οι οικονομικές εξελίξεις προκάλεσαν τη μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου και εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της εργασίας θυμίζοντας εποχές των μέσων του 19ου αιώνα.
Στο κοινωνικό πεδίο, η αποσάθρωση και η απουσία νοήματος από τις μαζικοδημοκρατικές συνομαδώσεις οι οποίες όλο και επεκτείνονται σε πλανητικό επίπεδο υποκαθιστώντας τα προϋπάρχοντα κοινωνικά σχήματα. Η «κοινωνία» αδυνατεί να αναγνωρίσει τον εαυτό της παραδινόμενη αμετάκλητα σε έναν χυδαίο αγοραίο ηδονισμό. Πολτοποιείται η όποια συλλογικότητα στο όνομα ενός φρενήρη ατομισμού, της λατρείας του εφήμερου και της βραχυπρόθεσμης απόλαυσης.
Στο πολιτιστικό πεδίο, η επικράτηση του μεταμοντέρνου δηλαδή η διάλυση των αστικών αξιακών συστημάτων, η αποδοχή άνευ κρίσεως κάθε άποψης στο πλαίσιο ενός διευρυνόμενου σχετικισμού, η προσπάθεια εισαγωγής άκριτα της αβεβαιότητας στον πυρήνα της επιστημονικής γνώσης έχει οδηγήσει σε κριτήριο της αλήθειας, την αλήθεια του καθενός ορίζοντας με αυτό τον τρόπο την αυτοπραγμάτωση του εαυτού ως καθοριστική στιγμή του κοινωνικού βίου. Έτσι οδηγείται στις ελληνικές καλένδες κάθε προσπάθεια αυτοϋπέρβασης του εαυτού όπως παρέπεμπε τόσο η αστική όσο και η μαρξιστική κοσμοθεώρηση, ως γνήσια τέκνα του διαφωτιστικού προτάγματος.
Ο άκρατος τεχνοκρατισμός που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις ουσιαστικά επιτρέπει την ενδυνάμωση της κυριαρχίας των εμπόρων στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης μετανεωτερικότητας
ΣΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ πεδίο, η εγκατάσταση στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της εργαλειακής ορθολογικότητας με τη μορφή της καθολικής εκτεχνίκευσης και του οντολογικού εκχρηματισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρατηρείται μια απόλυτη τεχνοκρατική υπαγωγή της σκέψης και του στοχασμού.
Στο επιστημονικό πεδίο, η εμφάνιση της τεχνοεπιστήμης και η άνευ προηγουμένου ανάπτυξή της διεκδικεί από την πολιτική τον ρόλο του κατόχου των καθολικών λύσεων των προβλημάτων της ανθρωπότητας. Παράλληλα για πρώτη φορά εμφανίζεται ένας αποδομητικός λόγος αμφισβήτησης των βεβαιοτήτων που προσφέρει η επιστήμη ως αντικειμενική διαδικασία και της εγγενούς ευεργετικότητας των επιστημονικών ανακαλύψεων και των εφαρμογών τους.
Όμως το πλέον σημαντικό είναι ότι η συγκεκριμένη αντίληψη διαστρέφει πλήρως το ρόλο που η φιλοσοφία, η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν ως διαδικασίες ανθρώπινης δράσης με αποτέλεσμα την πλήρη μεταστροφή της αντίληψής μας για τη φύση του ανθρώπου και τελικά την αλλοτρίωση της ίδιας της φύσης του ανθρώπου. Η φιλοσοφία περιγελάται ως άχρηστη δραστηριότητα που αφορά ανθρώπους που σπαταλούν τον χρόνο τους ενώ η ζωή απαιτεί κίνηση, γρηγοράδα και ανθρώπους της «αγοράς». Ο θεωρητικός βίος (vita contemplative) των Ελλήνων παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες της ιστορίας. Η πρακτική ζωή (vita activa) είναι κυρίαρχη. Όμως «η Φιλοσοφία διακρίνει το σκεπτόμενο ανθρώπινο όν από τον επιστημονικό πειραματικοαλγοριθμικό τεχνοκράτη, ο οποίος είναι τυφλός» (3). Η επιστήμη ουσιαστικά ταυτίζεται με την τεχνολογία με έμμεσο τρόπο καλυπτόμενη από τη γνωστή θέση «της ορθολογικότητας ως προς τον σκοπό» με στόχο την κάλυψη των ιστορικών «ανθρωπίνων αναγκών». Έτσι η τεχνολογία καταλαμβάνει μια θέση και μάλιστα δεσπόζουσα και κυρίαρχη στην αυτό-γένεση του ανθρώπου .Η επιστήμη, το ειδέναι, ως διαδικασία ερμηνείας (φυσικές επιστήμες) και κατανόησης (ανθρωπιστικές επιστήμες) του κόσμου, φαίνεται ουσιαστικά ότι δεν έχει απολύτως κανένα νόημα εκτός αν εγκαθίσταται μια άμεση και μονότονη σχέση με την τεχνολογία και την απόληξη σε καινοτομική εφαρμογή και μάλιστα τέτοιας μορφής που θα οδηγήσει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Στον οικονομισμό μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας δεν έχει θέση ό,τι δεν μπορεί να αξιοποιηθεί στην αγορά, ό,τι από μόνο του παραπέμπει πέρα από τους πρακτικούς σκοπούς της καθημερινής ζωής και δυνητικά την υπερβαίνει.
Τα πάντα υποτάσσονται στην εφαρμοσμένη έρευνα που άμεσα μετατρέπεται σε εμπορεύσιμη καινοτομία, σε αυτό που δόκιμα έχει ονομασθεί τεχνοεπιστήμη. (4)
Οι έμποροι χρησιμοποιούν στη σημερινή εποχή κατά τρόπο εξοντωτικά αποκλειστικό τους επιστήμονες για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους αφού προηγουμένως τους έχουν δελεάσει, απειλήσει, εκμαυλίσει με χίλιους τρόπους. Ο άκρατος τεχνοκρατισμός που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις ουσιαστικά επιτρέπει την ενδυνάμωση της κυριαρχίας των εμπόρων στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης μετανεωτερικότητας. Η κοινωνία της προσαρμογής δίνει τα πρωτεία στα οικουμενικά οργανωμένα μέσα, ενώ χάνεται από τον ορίζοντα κάθε έλλογος σκοπός. Θριαμβεύει το «πως» σε βάρος του «προς τι».
ΤΟ ΑΞΙΑΚΟ σύστημα του οποίου δώσαμε τα βασικά χαρακτηριστικά του έχει εγκαθιδρυθεί σε πλανητικό επίπεδο. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση παρά τις ιδιοτυπίες, ιδιομορφίες του κοινωνικού σχηματισμού της. Όπως πάντα, με χρονική υστέρηση, έρχεται αντιμέτωπη με τα προβλήματα που εμφανίζονται στο διεθνές περιβάλλον και ειδικότερα με αυτά των χωρών της Δύσης. Συνεπώς αν θέλει κάποιος να έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα θα πρέπει κατ’ αρχάς να την αναγνωρίσει, να τη διαβάσει και να τη μελετήσει και να αποφασίσει τι και πως θα πράξει.
Υ.Γ.: Δεν αναφέρθηκα στο πολιτικό πεδίο, όχι από παράλειψη, αλλά διότι αποτελεί το κατ’ εξοχή πεδίο από το οποίο ξεκινούν αλλά και καταλήγουν όλα τα υπόλοιπα. Ίσως σε προσεχές άρθρο.
Παραπομπές
1) Καρλ Φίλιππ Γκότλιμπ φον Κλάουζεβιτς, Περί του Πολέμου, Εκδόσεις Βάνιας, 1999.
2) N. Machiavelli, «Ο Ηγεμόνας», στο: N. Machiavelli, Έργα, Τόμος Ι, μτφ Τάκη Κονδύλη, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1984, σελ. 266-267.
3) Κ .Καστοριάδης , Φιλοσοφία και Επιστήμη , Ευρασία 2004 , σελίδα 62.
4) Κ. Καστοριάδης , Η Τεχνοεπιστήμη, στο Οι Ομιλίες στην Ελλάδα, Ύψιλον Βιβλία 2000. – L. Geymonant, Scienza e Realismo, Μιλάνο 1977. – Κ. Μελάς , Παγκοσμιοποίηση , Εξάντας 1999 , σελίδες 85-98.